Νεοφιλελευθερισμός, το ανώτατο στάδιο του συμβιβασμού.
Μπροστά στις κάμερες ένας μακρυμάλλης πλησιάζει ασεβώς τον πρωθυπουργό. Ο Αλέξης Τσίπρας, με αυταρέσκεια άρτι ενθρονισμένου Λουδοβίκου, ατάραχος κοιτά στο υπερπέραν και περιμένει τους μπράβους να μαζέψουν τον θρασύ παρείσακτο. Τον κρατά μονωμένο από κάθε ασχήμια η αστραφτερή νοερή ερμίνα που τον περιβάλλει, στη θέση της πάντοτε απούσας και οπωσδήποτε μίζερης γραβάτας. Χιλιάδες αστυνομικοί τον προστατεύουν από τις εκδηλώσεις λατρείας των υπηκόων, ενώ και το Αιγαίο τον φυλά απ’ τη φωτιά που ρημάζει την ίδια ώρα ένα νησί κάπου στ’ ανατολικά, γιατί βέβαια δεν θα την σβήσουν οι ελάχιστοι πυροσβέστες που βρίσκονται επί τόπου. Είναι πρωθυπουργός ελέω Ευρωπαϊκής Ένωσης, δηλαδή το αμέσως καλύτερο μετά το ελέω Θεού. Πρώτη ασπίδα προστασίας όμως είναι το brand name. Είναι επικεφαλής του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς, του κόμματος που νοιάζεται για το λαό της ναρκομπανανίας και ψηφίζεται από αυτόν. Του μεγάλου αριστερού κόμματος.
Κάποιοι δεινόσαυροι που κατοικούν στην ίδια χώρα ρωτούν ωστόσο: είναι ακόμη ο ΣΥΡΙΖΑ αριστερά; Φυσικά και οι ίδιοι παραδέχονται ότι πολλοί οπαδοί και ψηφοφόροι του είναι, αλλά διαμαρτύρονται πως η πλέμπα παίζει έμμεσο μόνο και μικρό ρόλο στη διαμόρφωση της κομματικής πολιτικής. Η ηγεσία και ο μηχανισμός πάντως επαναλαμβάνουν όταν αγορεύουν στα λαϊκά ακροατήρια, μερικές φορές και στον ίδιο τους τον εαυτό αν βρίσκονται μακριά από καθρέφτες, πως είναι αριστεροί.
Μα αν δεν είναι αριστερά ο ΣΥΡΙΖΑ, ρωτούν άλλοι κακόβουλοι, τότε τι είναι; Ίσως μόρφωμα δίχως σαφή πολιτική ουσία, που χτες κινιόταν αριστερά, σήμερα ξέφυγε δεξιά, κι ενδεχομένως αύριο θα στραφεί ξανά στα αριστερά; Πρέπει οπωσδήποτε να του προσδώσουμε έναν συγκεκριμένο πολιτικό χαρακτήρα; Έχει πολιτική ουσία με τις έννοιες μιας βαθύτερης λογικής των επιλογών του, δεδομένων κοινωνικών αναφορών, θεμελιώδους ταυτότητας, πάγιας συμπεριφοράς, χαρακτηριστικού ύφους του; Και αν ναι, τότε ποιά είναι αυτή η ουσία;
Η παραμερισμένη συζήτηση
Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ έχει συμφέρον να πείσει ότι είναι πράγματι αριστερά, η μόνη αυθεντική, ρεαλιστική, προσγειωμένη και αποτελεσματική αριστερά. Μόνον αν κρίνει ότι κρατά τα μεσοστρώματα, ή αν δεν μπορεί να κάνει αλλιώς, θα εγκαταλείψει επιδεικτικά το «αριστεροχώρι» διεκδικώντας άλλη ταυτότητα. Η δεξιά επείγεται εξίσου να πείσει ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι αριστερά, ελπίζοντας ότι η κυβέρνησή του σύντομα θα κάνει τη λέξη αυτή μπαμπούλα για τις μάζες, βρισιά και λοιδορία. Το ΚΚΕ βολεύεται να είναι ο ΣΥΡΙΖΑ αριστερά για να επικυρώσει τη θέση πως οι αγνοί κομμουνιστές δεν συνεργάζονται μαζί της. Κάποιοι αναρχικοί επειδή δικαιώνονται και αυτοί στην άποψή τους πως αριστερά και δεξιά συγκλίνουν, και μόνη εναλλακτική είναι η αναρχία. Οι ολιγάρχες, οι τραπεζίτες και οι εφοπλιστές, που με αυτόν στην κυβέρνηση αρπάζουν όσα δεν έλπιζαν άλλοτε ν’ αρπάξουν, επειδή προτιμούν να μη χρεώσουν το γλέντι τους στη δεξιά. Οι συστημικοί διανοούμενοι υποστηρικτές του γιατί είναι ωραίο να είσαι και συστημικός και αριστερός. Οι χιτλερικοί γιατί βγάζοντας την αριστερά συστημική μένουν οι ίδιοι οι μόνοι αντισυστημικοί. Η συζήτηση για τη σχέση Αριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ είναι ορφανή και πολιτικά ανεπιθύμητη. Επιπλέον δεν αποτελεί ουδέτερο πεδίο ακαδημαϊκής έρευνας, αλλά στοιχείο της πράξης, μήτρα πολιτικών επιλογών. Αν το κυβερνητικό κόμμα είναι κατά κάποιον τρόπο αριστερό –μια παραστρατημένη «μεταρρυθμιστική αριστερά», ένα «σοσιαλφιλελεύθερο» μόρφωμα– τότε δικαιολογημένα ελπίζει κανείς ότι ίσως αύριο ή μεθαύριο, όταν η κοινωνία φτάσει σε σημείο βρασμού ή όταν το εγκαταλείψουν οι διεθνείς του πάτρωνες, θα ξαναβρεί τον σωστό δρόμο. Θα δικαιωθούν τότε όλοι εκείνοι που σήμερα βεβαιώνουν δακρυσμένοι ότι κάνουν το καλύτερο δυνατό μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες, και μόλις οι αντικειμενικές συνθήκες το επιτρέψουν η χώρα θ’ ανοίξει πανιά προς τον σοσιαλισμό, ή τουλάχιστον προς τη σοσιαλδημοκρατία του 21ου αιώνα. Υπάρχουν εντούτοις και βαθύτεροι, διανοητικής τάξης, λόγοι. Συχνά δεν έχουμε αναλυτικά εργαλεία για να σκεφτούμε το πώς πέρασαν στην άλλη όχθη άνθρωποι που ως χτες εκτιμούσαμε, από αγνοί αγωνιστές του δρόμου ως πανεπιστημιακοί κήρυκες του ντούρου μαρξισμού και του ενσαρκωμένου στο ευρώ αληθινού διεθνισμού. Αναζητούμε ιδεολογικούς λόγους για τέτοιες επιλογές, που κυμαίνονται από παραναγνώσεις του Γκράμσι ως την πεποίθηση πως τα κάποτε περίφημα αλλά ήδη ξεχασμένα ευρωομόλογα μπορούν και πρέπει να υπάρξουν. Είναι όμως αυτοί οι λόγοι οι σημαντικότεροι; Η ιδέα της προδοσίας, ότι απατεώνες έτοιμοι για όλα θυσιάζουν τους πάντες για να πιάσουν την καλή, μας είναι ανάθεμα επειδή υπονομεύει την πίστη στην κανονικότητα και την προβλεψιμότητα του κόσμου. Η ιδέα ότι ένας πολιτικός μηχανισμός μπορεί να εκτοξευτεί στο άλλο άκρο του φάσματος σβήνει τις ίδιες τις συντεταγμένες της πολιτικής δράσης. Ωστόσο η ανθρώπινη αυτενέργεια επιτρέπει και το ενδεχόμενο της προδοσίας. Πώς αρνούνται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε στη δεξιά, ίσως και στη νεοφιλελεύθερη άκρα δεξιά, οι ίδιοι που πίστεψαν ότι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες θα εφάρμοζαν αριστερή πολιτική; Οι απαντήσεις σε τέτοια ερωτήματα δεν δίνονται ποτέ από έναν αποστασιοποιημένο ή ουδέτερο ορθό λόγο. Αντίθετα είναι βαρυφορτωμένες με συναίσθημα, κάποτε και με πάθος, και κρίσιμες για την προσωπική αυτοεκτίμηση πολλών.
Λόγια και πράξεις
Είκοσι μήνες κυβέρνησης επιτρέπουν ένα πολιτικό σχέδιο να κριθεί με βάση τις πράξεις. Τα δεδομένα που δείχνουν ότι αυτό που μας κυβερνά δεν είναι Αριστερά είναι πολλά, ίσως όλα όσα έκανε η κυβέρνηση. Και τούτο με βάση όχι γκρίνιες κακεντρεχών «αριστεριστών», αλλά με μέτρα και σταθμά που επικαλούνταν προηγουμένως ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ. Πριν τα υπερμνημόνια είχαμε το σκίσιμο των μνημονίων, πριν από τις αλλεπάλληλες εκατόμβες το «καμιά θυσία για το ευρώ», πριν από τη διάλυση της Επιτροπής Αλήθειας είχαμε τη μερική αμφισβήτηση του χρέους (στα λόγια), πριν από τη θεσμοποίηση της εργασιακής ζούγκλας τον φιλεργατισμό, πριν από την πλήρη διάλυση το κοινωνικό κράτος, πριν από το προσκύνημα στο Κόμο την επίσκεψη στην Αργεντινή. Από την ελεύθερη ΕΡΤ πήγαμε στην πανηγυρική νομιμοποίηση των καναλαρχών, από το Σώστε τις Σκουριές στο Σώστε την Ελντοράντο, από την αλληλεγγύη στους πρόσφυγες στην καταστολή των αλληλέγγυων. Και τόσα άλλα. Αν υπάρχει κάποιο πεδίο στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έφτυσε τις ίδιες του τις εξαγγελίες, μου διαφεύγει. Ίσως να μην ήταν αριστερά ούτε τότε ούτε τώρα, αλλά είναι λογικά αδύνατο να ήταν αριστερά και τότε και τώρα. Οι λέξεις, ακόμη και η λέξη «αριστερά», δεν ξεχειλώνουν επ’ άπειρον. Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, επιμένοντας πως είναι αριστερά, προβάλλει ιμπρεσιονιστικά επιχειρήματα, όχι συγκροτημένες θεωρίες, για να δικαιολογήσει την άβυσσο που χωρίζει αυτά που κάνει απ’ όσα υποσχόταν. Διευκολύνονται από την απουσία συζήτησης, αλλά δεν αντέχουν στον έλεγχο της πραγματικότητας. Το επιχείρημα ότι δήθεν ο ΣΥΡΙΖΑ έχει ευαίσθητη αριστερή ψυχή αλλά αναγκαστικά προσαρμόζει την πολιτική του σε δυσμενείς εθνικούς κι ευρωπαϊκούς συσχετισμούς δυνάμεων προσκρούει στο ότι όλο τον καιρό που κυβερνά δεν έκανε πολλά για ν’ αλλάξει αυτούς τους συσχετισμούς προς όφελος των αδύναμων, και αντιθέτως με κάθε τρόπο ενίσχυσε τον εχθρό. Οι επιλογές του σε κάθε πεδίο, από το χρέος και το εκλογικό σύστημα ως τα εργασιακά και το κοινωνικό κράτος, περνώντας από την αναδιάταξη των μέσων ενημέρωσης και την αντιμετώπιση των ναζιστών, ήταν συστηματικά και συχνά ακραία υπέρ του κεφαλαίου και κατεξοχήν υπέρ των ολιγαρχών. Το επιχείρημα ότι δήθεν ήθελε φιλολαϊκή οικονομική πολιτική διαψεύδεται από το ότι ακόμη και τον καιρό του εύκολου ριζοσπαστισμού το οικονομικό του επιτελείο επένδυε σε εταιρείες που κερδοσκοπούν στο δημόσιο χρέος και χρηματοδοτούν την Ελντοράντο. Το επιχείρημα ότι, έστω κι αν δεν εφαρμόσει τις μαξιμαλιστικές του εξαγγελίες (ακριβέστερα τον αναιμικό κεϋνσιανισμό του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης) πάντως θα προωθήσει εφικτές μεταρρυθμίσεις, σκοντάφτει στο γεγονός ότι είκοσι μήνες διακυβέρνησης καμιά τέτοια μεταρρύθμιση δεν γέννησαν. Αποδείχθηκε στην πράξη πως τέτοιες μεταρρυθμίσεις δεν χωρούν μέσα στα πλαίσια της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, κι επομένως η στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ, όπως εξαρχής τόνιζαν δυνάμεις στα αριστερά του, δεν είχε ελπίδες επιτυχίας. Ή, το πιθανότερο, ήταν ανέκαθεν φραστικό προπέτασμα καπνού, ανέξοδο ευχολόγιο, απάτη. Το επιχείρημα ότι δήθεν ο ΣΥΡΙΖΑ στηρίζει τα δικαιώματα και πάντως με θεσμικές τομές ενισχύει τους αδύναμους κάηκε από την αχρείαστη απανθρωπιά με την οποία μεταχειρίζεται τους πρόσφυγες και όλους όσους τους βοηθούν. Και από αναρίθμητες άλλες επιλογές του. Το επιχείρημα ότι δήθεν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι καλύτερος ή πάντως διαφορετικός από τους «άλλους» δεν στηρίζεται σε πραγματικά δεδομένα και λογικά είναι ανυπόστατο. Κάθε βασανιστής, δήμιος ή μαφιόζος μπορεί να λέει ότι ο διπλανός βασανίζει πιο σαδιστικά. Ο διπλανός δήμιος είναι πάντοτε πιο αιμοβόρος, ο διπλανός μαφιόζος πιο αδίστακτος. Τέτοια επιχειρήματα περνούν όσο επιβιώνει το δικαιολογημένο μίσος που είχαν προκαλέσει οι προηγούμενες κυβερνήσεις, αλλά εξασθενούν καθημερινά. Εντέλει η νομιμοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί πολιτικά συναισθήματα μάλλον παρά λογικά επιχειρήματα. Τον φόβο μπροστά στην επιστροφή της παλιάς δεξιάς, την οποία ωστόσο ο ίδιος προετοιμάζει. Το ότι ο λαός της Αριστεράς, αναπολώντας παλιούς κοινούς αγώνες, έχει μικρές αξιώσεις από τις ηγεσίες του και τις καλομαθαίνει περισσότερο απ’ ό,τι η δεξιά τις δικές της. Δεν τους υπενθυμίζει τις ευθύνες τους, δεν δείχνει καν να δυσανασχετεί όταν τον δουλεύουν κατάμουτρα. Θυμάμαι σ’ ένα αντιρατσιστικό φεστιβάλ, στο Γουδί, τον Ε. Τσακαλώτο στο ταμείο του μπουφέ. Είχε διαλέξει ακριβώς τη θέση που υπογράμμιζε διακριτικά τη σεμνότητα, την ταπεινότητα, την εργατικότητά του και την έφεσή του στη χρηστή οικονομική διαχείριση. Κοίταζε την πελατεία στα μάτια και της χαμογελούσε δειλά. Οι χιλιάδες που του ανταπέδωσαν το χαμόγελο δεν είχαν την αγένεια να τον ρωτήσουν για το μισό εκατομμύριο που κρατούσε επενδυμένο σε καπιταλιστικές επιχειρήσεις διαβόητες για τις επιδόσεις τους στην καθημερινή παραγωγή ρατσισμού. Πολλοί γνώριζαν αυτήν τη λεπτομέρεια αλλά την απωθούσαν· προτιμούσαν να ψυχαναλύουν το χαμόγελό του, «είναι καλό παιδί», και να διαβάζουν τα βαθυστόχαστα μαρξιστικά εγκώμια του ευρώ. Λίγους μήνες αργότερα τον ψήφισαν.
ΣΥΡΙΖΑ: νεοφιλελεύθερη ακροδεξιά;
Εξίσου εύκολα ξεχνιούνται κάποιες δυσάρεστες πλευρές της ιστορικής εμπειρίας. Για να είσαι Αριστερά, δεν αρκεί να επαγγέλλεσαι ή και να πραγματοποιείς φιλολαϊκές μεταρρυθμίσεις. Χρειάζεται να επιδιώκεις ουσιαστικά και συστηματικά την ισότητα και την απελευθέρωση. Αν είναι αριστερός ο Τσίπρας που λέει ότι η «αγορά αυτορυθμίζεται», τότε μήπως ήταν αριστεριστής ο Βίσμαρκ, που κήρυσσε τον κρατικό παρεμβατισμό και έχτισε πριν από εκατόν τριάντα χρόνια το κοινωνικό κράτος στη Γερμανία; Αν ο Τσίπρας και οι κάποι του παραμένουν αριστεροί, τότε γιατί να μην είναι αριστεροί ο Πούτιν και η δική του παρέα, που και κείνοι είχαν αποστηθίσει τον ίδιο μαρξισμό μικροί –και στο κάτω κάτω κάνουν και αντίσταση στον ιμπεριαλισμό; Ο λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ έχει περάσει στη νεοφιλελεύθερη άκρα δεξιά είναι απλός και μπορεί να τον κατανοήσει ο καθένας. Ο ΣΥΡΙΖΑ κυβερνά και θέλει να κυβερνήσει με τη στήριξη των Ευρωπαίων και Αμερικανών επικυρίαρχων, μέσα στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της ευρωζώνης και του ΝΑΤΟ. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο δεν χωρά εναλλακτική πολιτική. Οι ουσιαστικές επιλογές γίνονται αλλού και από άλλους, κι επιβάλλονται με ιμάντα μεταβίβασης τα μνημόνια κι εκτελεστικά όργανα τις κυβερνήσεις που ποδηγετούν, έστω και με αντιστάσεις, κράτος και κομματικούς μηχανισμούς. Η μόνη αποδεκτή πολιτική στο πλαίσιο αυτό είναι η απαλλοτριωτική συσσώρευση, η αρπαγή του κοινωνικού πλούτου από το μεγάλο κεφάλαιο και η κλιμάκωση της εκμετάλλευσης και της καταπίεσης των υπόλοιπων. Πολιτική μη συμβατή με δημοκρατικά δικαιώματα ή με αναδιανομή υπέρ των αδύναμων. Πολιτική που εντείνει την κοινωνική πόλωση και φτιάχνει μια κόλαση για τους πολλούς. Πολιτική που απαιτεί δαιμονοποίηση και καταστροφή των πιο αδύναμων. Ο ΣΥΡΙΖΑ συμφώνησε ν’ ασκήσει αυτή την ακραία δεξιά πολιτική και δεν έχει περιθώρια να εφαρμόσει καμιά άλλη. Για να κυβερνήσει μεταπήδησε μέσα σε μερικούς μήνες από τη μεταρρυθμιστική αριστερά στην άκρα δεξιά, με πρωτοβουλία της ηγεσίας του κι εκπαραθυρώνοντας όσους αρνήθηκαν να προσαρμοστούν. Τούτη η πικρή πραγματικότητα αποτυπώνεται ολοένα πιο καθαρά στις πράξεις και τις παραλείψεις του. Δεν κατευνάζει απλώς τους ολιγάρχες, αλλά εδραιώνει με κάθε τρόπο την κυριαρχία τους. Μεσολαβώντας τη συμμαχία τους με το μεγάλο κεφάλαιο και με επιλεγμένες ομάδες των μεσοστρωμάτων. Χτυπώντας τους μικρούς και ναρκώνοντας με υποσχέσεις όσα μπορεί περισσότερα θύματα. Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν ανήκει πλέον στη μεταρρυθμιστική αριστερά ή στη σοσιαλδημοκρατία, γιατί δεν έχει περιθώρια μεταρρυθμίσεων ούτε παροχών. Στήνει σκληρό κομματικό μηχανισμό όχι με κοινωνικούς αγώνες αλλά με ατομικές εξαγορές. Δεν είναι μετριοπαθής δεξιά, η οποία στηρίζει το κεφάλαιο προωθώντας ταξικούς συμβιβασμούς μέσα στο χαλαρωτικό πλαίσιο ενός κράτους δικαίου, γιατί έχει ελάχιστα περιθώρια ταξικών συμβιβασμών και στα σημαντικά ζητήματα δεν υπάρχει πλέον κράτος δικαίου. Πέρασε στην άκρα δεξιά αφότου άρχισε να προωθεί συστηματικά μια πολιτική μεταβίβασης πόρων κι εξουσίας από τους αδύναμους στους δυνατούς, από τους πολλούς στους λίγους. Πρόκειται για το αντίθετο της αριστερής πολιτικής που, μεταφέροντας πόρους κι εξουσία από τους ισχυρούς στους αδύναμους και από τους λίγους στους πολλούς, προάγει την ισότητα και την απελευθέρωση. Η πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ σε όλα τα μέτωπα, από το λιμάνι του Πειραιά ως το Ελληνικό και από τις Σκουριές ως την Ειδομένη και τη Λέρο, βαθαίνει την εκμετάλλευση και εντείνει την καταπίεση των αδύναμων από τους ισχυρούς. Δεν είναι υποχρεωτικός ελιγμός ή προσωρινό παραστράτημα αλλά αδίστακτη ιδιοτέλεια, με συνέπειες που καθημερινά γίνονται πιο αφόρητες και ανεπίστρεπτες. Δυναμώνει τον εχθρό, και αυτός είναι ο σκοπός της. Καιρός να ξυπνήσουμε. Ο Τσίπρας έχει ήδη κάνει επιλογές που άλλοι ακροδεξιοί απέφυγαν. Δεν μας έμπλεξε για την ώρα σε κανέναν πόλεμο, αλλά νομιμοποιεί πλευρές της πολιτικής της δεξιάς, όπου δεν είχε πατήσει πόδι ο Βίσμαρκ, για παράδειγμα διαλύοντας τα εργατικά δικαιώματα και το κοινωνικό κράτος. Δεν πακτώνει τον κοινωνικό συντηρητισμό στο εσωτερικό όπως ο Πούτιν, αλλά και δεν χάνει ευκαιρία να στηρίξει τους πιο εγκληματικούς τυχοδιωκτισμούς του ΝΑΤΟ και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αφήνει τους τραπεζίτες πιο ασύδοτους απ’ ό,τι ο φανατικός ακροδεξιός Όρμπαν στην Ουγγαρία. Αποδείχτηκε πιο αντιδημοκράτης από τη Θάτσερ, που εκλεγόταν ως δεξιά και δεν έκρυβε τα απάνθρωπα προγράμματα της. Το ότι ο ΣΥΡΙΖΑ προσχώρησε στο στρατόπεδο των ολιγαρχών, των εφοπλιστών και των τραπεζιτών που εκτείνεται μέχρι τη Χρυσή Αυγή, κι εφαρμόζει το πρόγραμμα απαλλοτριωτικής συσσώρευσης που εξαπέλυσε εναντίον μας η Τρόικα, δεν σημαίνει ότι ταυτίζεται σε όλα μαζί τους. Κάθε κόμμα πολεμά από το μετερίζι του. Διαφέρουν στις λεπτομέρειες, και μερικές φορές οι λεπτομέρειες είναι σημαντικές. Η διαπίστωση ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εγκαταστάθηκε πλέον στην άκρα νεοφιλελεύθερη δεξιά και ότι ο Τσίπρας έχει γίνει ακροδεξιός δημαγωγός δεν σημαίνει πως τον ταυτίζουμε με τον Μιχαλολιάκο και τον Μητσοτάκη. Απλώς αναγνωρίζουμε την πραγματικότητα: ότι δυστυχώς στα ουσιαστικά ζητήματα, από το χρέος και το ευρώ ως τη συνέχεια του κράτους, το ΝΑΤΟ και την Ευρωπαϊκή Ένωση, όλοι αυτοί ομονοούν. Αλλά και οι συγκρούσεις για τη λεία δεν λείπουν. Χρώμα του σημερινού ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι το ροζ αλλά το φαιό. Ροζ φαίνεται μόνο σ’ όσους ναρκομανείς της ελπίδας φοράνε από μόνοι τους τα ροζ γυαλιά που φτιάχνουν με τέχνη και μεράκι οι ειδικοί της επικοινωνίας. Είναι ζήτημα αυτοσεβασμού να τα βγάλουμε. Κι επιβίωσης. Δεν σώζεσαι φορώντας ροζ γυαλιά μέσα στη ζούγκλα του Μεντεγίν.