33 χρόνια χωρίς τον Μανώλη Αγγελόπουλο, ένα ακόμα θύμα του ρατσισμού
«Ο Μανώλης ήταν γνήσιος λαϊκός τραγουδιστής. Είχε δε μια ωριμότητα, την οποία θα ζήλευαν πολλοί φτασμένοι τραγουδιστές, παρόλο που όταν πρωτοβγήκε στη δισκογραφία ήταν 16-17 χρόνων. Η δε γκάμα της φωνής του, είναι ανεπανάληπτη. Δεν μπορεί να τη μιμηθεί κανένας».
Κώστας Βίρβος – στιχουργός
Σήμερα συμπληρώνονται 33 χρόνια από την μέρα που ο Μανώλης Αγγελόπουλος, άφησε την τελευταία του πνοή, στις 2 Απρίλη 1989 μετά από επιπλοκές που παρουσιάστηκαν από την εγχείρηση καρδιάς, που είχε κάνει.
Πάνω από 100.000 άνθρωποι τον συνόδεψαν στην τελευταία του κατοικία Γ’ Νεκροταφείο της Αθήνας ενώ τον αποχαιρέτισαν μουσικά, όπως ο ίδιος επιθυμούσε, ο Λευτέρης Ζέρβας και ο Βασίλης Σαλέας.
Από τα παιδικά του χρόνια βγήκε στην βιοπάλη αφού από μικρό παιδάκι κρατάει το μικρόφωνο και διαλαλεί την πραμάτεια του πατέρα, του ο οποίος, ωστόσο, φεύγει από τη ζωή όταν ο μετέπειτα «βασιλιάς των τσιγγάνων» ήταν μόλις 13 ετών.
Προσπαθεί να βοηθήσει την οικογένεια του και αναγκάζεται να κάνει ένα σωρό δουλειές του ποδαριού (λουστράκος, σιδεράς, πωλητής χαλιών και άλλα), μέχρι να καταλήξει να τραγουδάει σε διάφορα κέντρα διασκέδασης κοντά στην περιοχή της Αγίας Βαρβάρας και στα Πετράλωνα, όπου έμενε με την οικογένειά του.
Σε αντίθεση με άλλους τσιγγάνους τραγουδιστές δεν έκρυψε ποτέ την καταγωγή του, αντίθετα ήταν περήφανος γ’ αυτή και το εκδήλωσε από την πρώτη στιγμή που παρουσιάστηκε στην δισκογραφία με τον δίσκο 45 στροφών που κυκλοφόρησε το 1957 και είχε τίτλο «Τρέξε στα τσαντίρια μάνα».
Δεν ήταν παρά μόλις 17 χρονών όταν με την ενθάρρυνση και τη βοήθεια του ξαδέλφου του Ανέστου Αθανασίου ο οποίος έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Στέλιου Καζαντζίδη μπαίνει επαγγελματικά στο χώρο του τραγουδιού.
Η αυθεντικότητα του καθώς και η μοναδική χροιά της φωνής του δεν άργησε να τον καθιερώσουν και βρίσκεται στο πάλκο να τραγουδάει δίπλα μεγάλα ονόματα όπως ο Στράτος Παγιουμτζής και η Σωτηρία Μπέλλου.
Με το τραγούδι «Μαγκάλα» το οποίο ξεπερνά τις 100.000 πωλήσεις ο δρόμος προς την κορυφή είναι πλέον ορθάνοιχτος για τον Μ. Αγγελόπουλο.
Η καλλιτεχνική του πορεία όμως, λόγω καταγωγής κάθε άλλο παρά ανέφελη ήταν.
Και αυτό το είδαμε πολύ χαρακτηριστικά στην αντιμετώπιση που είχε μετά την διπλή συναυλία (19 και 20 Ιούνη 1983) που διοργανώθηκε από το περιοδικό «Ντέφι», και δόθηκε στο θέατρο του Λυκαβηττού.
Ο Αγγελόπουλος χαρακτηρίστηκε «αρχιγύφτος», ενώ οι αναφορές σε «τουρκόγυφτο», «αμανετζή» δεν αποφεύχθηκαν ούτε από τις «προοδευτικές» -υποτίθεται- φωνές της εποχής, γι’ αυτόν το μεγάλο τραγουδιστή
Εδώ θα δώσουμε τον λόγο στο εκδότη του περιοδικού «Ντέφι», Στέλιο Ελληνιάδη, για να μας μιλήσει, μέσα από τις σελίδες της εφημερίδας “Δρόμος της Αριστεράς για τις αντιδράσεις που υπήρξαν μετά την συναυλία του Μ. Αγγελόπουλου στον Λυκαβηττό.
Η τηλεοπτική μετάδοση αυτής της συναυλίας έδωσε πολλή χαρά σε ανθρώπους που οι προτιμήσεις τους ήταν ανέκαθεν απαξιωμένες από τα κατεστημένα κυκλώματα, αλλά πυροδότησε πρωτοφανούς έκτασης και έντασης αντιδράσεις από τις εφημερίδες και τα περιοδικά που τότε είχαν μεγάλη κυκλοφορία και επιρροή στην κοινωνία και τον πολιτικό κόσμο. ¨
Το ολοσέλιδο άρθρο της εφημερίδας «Τα Νέα» με τον προσβλητικό χαρακτηρισμό «Ο αρχιγύφτος στο Λυκαβηττό» αντανακλούσε ένα ρατσιστικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η αποδοκιμασία και η απόρριψη των συναυλιών του Αγγελόπουλου από μεγάλη μερίδα δημοσιογράφων και προσωπικοτήτων των τεχνών και των γραμμάτων, μεταξύ των οποίων ο Γιώργος Λιάνης (Τα Νέα), ο Φρέντι Γερμανός και η Φωφώ Βασιλακάκη (Ελευθεροτυπία), ο Δ. Καπράνος (Καθημερινή και Τηλέραμα), ο Ιάκωβος Καμπανέλης (συγγραφέας και διευθυντής του κρατικού ραδιοφώνου), ο Αντώνης Καλογιάννης (τραγουδιστής) κ.ά.
Δεν τους ενοχλούσε μόνο ότι ήταν τσιγγάνος. Τους ενοχλούσε ότι σήκωνε κεφάλι και ακουγόταν με έμφαση και καμάρι η φωνή ενός κόσμου που δεν είχε ανοιχτή πρόσβαση στα ΜΜΕ.
Ένας κόσμος τον οποίο μπορούν να διαχειρίζονται οι πολιτικοί και οι διανοούμενοι, αρκεί να μην εκφράζει άποψη, να μην έχει απαιτήσεις, να μην διεκδικεί ισότιμη μεταχείριση.
Οι πολιτικοί έχουν τη λευκή εξουσιοδότηση μέσα από το εκλογικό σύστημα που είναι κομμένο και ραμμένο στα μέτρα τους, οι δημοσιογράφοι έχουν τα μέσα να επιβάλλουν τι είναι ωραίο και τι άσχημο και οι διανοούμενοι έχουν το αποκλειστικό προνόμιο να προσφέρουν ό,τι αυτοί θεωρούν ποιότητα που οι λαϊκοί δεν κατέχουν ούτε μπορούν να παράγουν.
ΠΗΓΗ:tsak-giorgis.blogspot.com