50 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΕΓΕΡΣΗ ΤΟΥ ΝΟΕΜΒΡΗ ΤΟΥ 1973
«Οι λαοί που ζούνε με πόνο και με πίστη, τυπώνουνε πιο βαθειά τον χαραχτήρα τους στον σκληρό βράχο της ζωής, και σφραγίζουνται με μια σφραγίδα που δεν σβήνει από τις συμφορές κι από τις αβάσταχτες καταδρομές, αλλά γίνεται πιο άσβηστη».
Φώτης Κόντογλου
Ποιος είναι ο τρόπος, που το παρελθόν γίνεται ιστορία, ποιες είναι οι «πρώτες ύλες», το κυρίαρχο ερμηνευτικό μοντέλο, ποιες είναι οι τελετουργίες πρόσβασης στους μνημονικούς τόπους, πως οργανώνεται η συλλογική μνήμη σε μια και μοναδική ουσιαστικά αφήγηση, σε μια ηθική και κανονιστική βάση, πως εξουδετερώνονται οι «παρεκκλίσεις» ή οι «προβοκάτσιες»;
Οι κρατικοί φορείς της μνήμης, τα κόμματα, οι κάθε λογής εκπρόσωποι της επιστημονικής αυθεντίας δεν έχουν δισταγμούς να απαντήσουν. Γνωρίζουν, λένε, την απάντηση. Γνωρίζουν την λύση. Η «ιστορία» τους βγαίνει από γύψινα καλούπια, δεν την ενδιαφέρει τι «ακριβώς συνέβη», αλλά να μπορεί να φέρει εις πέρας την διαπραγμάτευση μιας συλλογικής ταυτότητας.
Και αν επινοείται το παρελθόν, τι πειράζει! Και όσα κατορθώθηκαν ενάντια στην εξουσία; Και εδώ υπάρχει «λύση»: ταξινομούνται, εξημερώνονται, όλα επιτρέπονται στ’ όνομα της ομαλότητας, όλοι βαπτίζονται αντιστασιακοί, φθάνει να ορκιστούν πίστη στην δημοκρατία.
Η εξέγερση του Νοέμβρη του 1973 κρύφθηκε μ’ επιμέλεια πίσω από την «αθωότητα» της ειρηνικής αντίστασης των καταληψιών του Πολυτεχνείου, παρ’ ότι πλήθος από αυτούς ούτε «αθώοι» δήλωναν ούτε ειρηνικοί καταληψίες. Η κατάληψη, λοιπόν, ηρωποιήθηκε, ταξινομήθηκε ως ειρηνική, αμόλυντη και άσπιλη, από τις άγριες οδομαχίες στους δρόμους της Αθήνας, αμόλυντη από τους εξεγερμένους που μάχονταν πίσω από οδοφράγματα, φωτιές και καπνούς, απέναντι στις αύρες και τους ελεύθερους σκοπευτές που σκόρπιζαν από τις ταράτσες τον θάνατο.
Τα αριστερά κόμματα, παρ’ ότι βεβαιωμένα υπήρξαν οι επίδοξοι νεκροθάφτες της κατάληψης, αυτοαναγορεύτηκαν ως οι κινητήριοι μοχλοί για την επίτευξή της. Το ΚΚΕ και το ΚΚΕ εσωτερικού, έκαναν τα πάντα για να μην ξεκινήσει η κατάληψη, καθώς είχαν εκφραστεί θετικά στην πρόταση Μαρκεζίνη για ομαλοποίηση του καθεστώτος, με το ΚΚΕ Εσωτερικού να το δηλώνει ανοιχτά. Και μετά έβαλαν κάθε διαθέσιμο μέσο για να εμποδίσουν την σύγκρουση με την αστυνομία, τόσο στην αρχή της κατάληψης, όσο και στη συνέχεια, ενώ απευθύνονταν συνεχώς κατά την διάρκεια της κατάληψης προς «τις δημοκρατικές δυνάμεις».
Και ήρθε η μεταπολίτευση.
Και η επέτειος καθιερώθηκε ως εθνική εορτή, θεσμοποιήθηκαν οι επιτρεπτές μνήμες και ορίστηκαν οι τελετουργίες και ο τρόπος διαχείρισης των συμβόλων της εξέγερσης, και όλα τα κόμματα κάλεσαν τον λαό να απομονώνει τους «προβοκάτορες» των πρώτων χρόνων της δημοκρατικής ομαλότητας, και όλοι χειροκρότησαν τα κομμουνιστικά κόμματα που πρώτα απ’ όλους έδωσαν το καλό παράδειγμα, και όλοι τίμησαν με αξιώματα όσους έσπευσαν να εξαργυρώσουν τα αντιστασιακά παράσημα που τάχα απέκτησαν. Άλλοι τα έβγαλαν στο σφυρί, μπιρ παρά που λέμε, άλλοι τα αξιοποίησαν στο έπακρο, άλλοι έμειναν στην «άκρη» κρατώντας τουλάχιστον την αξιοπρέπεια τους.
Υπήρξαν, όμως, και εκείνοι που στιγματίστηκαν ως «αμετανόητοι», που υποστήριζαν ότι τίποτα δεν τελείωσε, δεν δικαιώθηκε, δεν εξαγοράστηκε.
Και έτσι πορεύτηκαν. Και έτσι κράτησαν ζωντανή την φωτιά, το πάθος και την ορμή της εξέγερσης. Δεν ήταν ήρωες, έκαναν λάθη, αγωνίστηκαν πολλές φορές με λάθος απόψεις, αλλά αγωνίστηκαν, προσπάθησαν να μείνουν κοντά στις ρίζες της Μεγάλης Εξέγερσης του Νοέμβρη, παρ’ ότι λιγόστευαν δεκαετία την δεκαετία, χρόνο με τον χρόνο. Μακριά από τα πλοκάμια της πολιτικής και τους εκβιασμούς της, κρυφούς ή φανερούς, μακριά από συμβιβασμούς μικρούς ή μεγάλους, μακριά από λογικές του είδους «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», αλλά με ακλόνητη την πεποίθηση, ότι οι μύθοι της εξουσίας δεν είναι ανίκητοι.
50 χρόνια μετά την εξέγερση του Νοέμβρη του 1973.
Όσοι ονειρεύτηκαν όλα αυτά τα χρόνια έναν κόσμο πέρα από τα «νοήματα» και τα «μηνύματα» των κάθε λογής κρατούντων, αριστερών ή δεξιών, όσοι αγωνίστηκαν με κάθε μέσο για έναν κόσμο ανεξούσιο, γνωρίζουν καλά, πρώτα απ’ όλα, ότι η δυναμική κάθε εξέγερσης είναι απρόβλεπτη, και άλλο τόσο απρόβλεπτο είναι το πότε θα ξεσπάσει, πόσο θα κρατήσει και πόσες εξουσιαστικές βεβαιότητες θα παρασύρει στο διάβα της.
Και έχουμε κάθε λόγο να ονειρευόμαστε την επόμενη εξέγερση, κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι κοντεύει, όσο παραμένει βαθιά η πεποίθηση μας, ότι καμία εξουσία δεν είναι ανίκητη, καμία καταπίεση και εκμετάλλευση δεν βεβαιώνει και δεν θα βεβαιώσει το τέλος της ανθρωπινότητας.
Συσπείρωση Αναρχικών
Φοβάμαι
Φοβάμαι
τους ανθρώπους που εφτά χρόνια
έκαναν πως δεν είχαν πάρει χαμπάρι
και μια ωραία πρωία –μεσούντος κάποιου Ιουλίου–
βγήκαν στις πλατείες με σημαιάκια κραυγάζοντας
«Δώστε τη χούντα στο λαό».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που με καταλερωμένη τη φωλιά
πασχίζουν τώρα να βρουν λεκέδες στη δική σου.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που σου ’κλειναν την πόρτα
μην τυχόν και τους δώσεις κουπόνια
και τώρα τους βλέπεις στο Πολυτεχνείο
να καταθέτουν γαρίφαλα και να δακρύζουν.
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που γέμιζαν τις ταβέρνες
και τα ’σπαζαν στα μπουζούκια
κάθε βράδυ
και τώρα τα ξανασπάζουν
όταν τους πιάνει το μεράκι της Φαραντούρη
και έχουν και «απόψεις».
Φοβάμαι τους ανθρώπους
που άλλαζαν πεζοδρόμιο όταν σε συναντούσαν
και τώρα σε λοιδορούν
γιατί, λέει, δεν βαδίζεις στον ίσιο δρόμο.
Φοβάμαι, φοβάμαι πολλούς ανθρώπους.
Φέτος φοβήθηκα ακόμα περισσότερο.
Μ. Αναγνωστάκης
Το ποίημα «Φοβάμαι» γράφτηκε τον Νοέμβρη του 1983
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com