Μία σύντομη βιογραφία της ρωσίδας επαναστάτριας Άννας Γιακίμοβα
Η Άννα Γιακίμοβα, (Άννα Βασιλέβνα Γιακίμοβα-Ντικόφσκι) κόρη ιερέα, γεννήθηκε το 1856. Παρακολούθησε το σχολείο στη Βιάτκα (Κιρώφ) όπου γνώρισε τον Στέφαν Χαλτουρίν.
Το 1872, παρά τις συμβουλές του πατέρα της, πιάνει δουλειά ως δασκάλα σε ένα σχολείο στο Ορλώφ. Συμμετείχε, επίσης, σε τοπικό πρόγραμμα εμβολιασμών, για ευλογιά, σε αγρότες.
Κατά την περίοδο αυτή επηρεάστηκε από τις απόψεις του Μιχαήλ Μπακούνιν και έγραψε προκηρύξεις τις οποίες μοίρασε στους αγρότες. Η Cathy Porter, συγγραφέας του βιβλίου Πατέρες και Κόρες: Οι Ρωσίδες στην Επανάσταση (1976), υποστηρίζει: «Αν και βρήκε τους αγρότες πρόθυμους να ακούσουν την άποψή της για τις αδικίες κάτω από τις οποίες εργάζονταν, φαίνονταν ανίκανοι να εφαρμόσουν όσα έμαθαν στην καθημερινή τους ζωή. Το λάθος, κατέληξε, βρισκόταν στον εαυτό της· έτσι, απομονώθηκε από κάθε κεντρική επαναστατική οργάνωση».
Η Γιακίμοβα ένωσε τις δυνάμεις της με τη Σοφία Περόφσκαγια και την Τατιάνα Λεμπεντέβα για να διανείμουν επαναστατικά κείμενα. Για κάποιο διάστημα βρέθηκε σε μια κοινότητα με την Κατερίνα Μπρεσκόφσκαγια. Το 1875, το σχολείο στο οποίο διδάσκει η Γιακίμοβα ερευνάται από την αστυνομία και η ίδια συλλαμβάνεται. Παραμένει ένα χρόνο στην απομόνωση στην τοπική φυλακή πριν μεταφερθεί στην Αγία Πετρούπολη για να περάσει από δίκη.
Η Γιακίμοβα αρνείται να υπερασπιστεί τον εαυτό της στη δίκη, κατά την οποία 193 γυναίκες κατηγορήθηκαν για επαναστατικές δραστηριότητες. Η Μπρεσκόφσκαγια ήταν μια από τις δεκαοκτώ γυναίκες που καταδικάστηκαν σε καταναγκαστική εργασία τριών έως δέκα ετών στη Σιβηρία. Σαράντα απεστάλησαν στην εξορία στις «απομακρυσμένες επαρχίες» της Ρωσίας. Ωστόσο, οι περισσότερες γυναίκες, συμπεριλαμβανομένης της Γιακίμοβα, απαλλάχθηκαν λόγω έλλειψης αποδεικτικών στοιχείων.
Αφού πέρασε τρία χρόνια στη φυλακή, η Γιακίμοβα και δύο φίλοι ξεκίνησαν για την περιοχή του Τβερ, «ντυμένοι στα μαύρα και τρώγοντας μαύρο ψωμί και κρεμμύδια (είχαν μάθει να ζουν χωρίς τσάι στη φυλακή)». Μετακόμισε στη Νίζνι Νόβγκοροντ, όπου βρήκε δουλειά σε εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας. Στις πρώτες της διαμαρτυρίες για τις συνθήκες του εργοστασίου, χαρακτηρίζεται ως «προπαγανδίστρια» και αναγκάζεται να εγκαταλείψει την περιοχή.
Επιστρέφει στην Αγία Πετρούπολη, όπου και προσχωρεί στην μυστική οργάνωση Γη και Ελευθερία. Ανώτερα μέλη της οργάνωσης ήταν ο Mark Natanson, ο Georgi Plekhanov και η Vera Zasulich. Διαφωνεί με τον Πλεχάνωφ όσον αφορά για την πορεία προς τα εμπρός και αρχίζει να συνεργάζεται με πρόσωπα όπως ο Λεβ Τικομίρωφ και ο Αλεξάντερ Κβιάτκοφσκι.
Τον Οκτώβριο του 1879, η οργάνωση χωρίζεται σε δύο ομάδες. Η πλειοψηφία των μελών, που είναι υπέρμαχοι των ένοπλων ενεργειών, ιδρύουν την οργάνωση Ναρόντναγια Βόλια (Λαϊκή Θέληση). Άλλοι, όπως ο Πλεχάνοφ, σχημάτισαν την Black Repartition (Μαύρη Αναδιανομή), γνωστή και ως «μαύρη πτέρυγα» του κόμματος Γη και Ελευθερία, μια ομάδα που απέρριψε την τρομοκρατία και υποστήριξε μια σοσιαλιστική προπαγανδιστική εκστρατεία μεταξύ των εργατών και των αγροτών.
Λίγο αργότερα η Λαϊκή Θέληση αποφασίζει να δολοφονήσει τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄. Συγκροτείται επιτροπή αποτελούμενη από τους Γιακίμοβα, Andrei Zhelyabov, Timofei Mikhailov, Lev Tikhomirov, Mikhail Frolenko, τη Vera Figner και την Sophia Perovskaya. Τον επόμενο μήνα οι Zhelyabov και Perovskaya προσπαθούν να καταστρέψουν το τραίνο του τσάρου με νιτρογλυκερίνη. Ωστόσο, από λάθος υπολογισμούς καταστρέφουν άλλο τραίνο. Μια άλλη απόπειρα να ανατιναχτεί η γέφυρα του Kamenny στην Αγία Πετρούπολη, την στιγμή που ο Τσάρος περνούσε, ήταν επίσης ανεπιτυχής.
Τον Νοέμβριο του 1879 ο Στέφαν Χαλτουρίν καταφέρνει να βρει δουλειά ως ξυλουργός στα Χειμερινά Ανάκτορα. Σύμφωνα με τον Adam Bruno Ulam, συγγραφέα του βιβλίου Προφήτες και Συνωμότες στην Προ-Επαναστατική Ρωσία (1998): «Υπήρχε, όπως φαίνεται, μια ακατανόητη απουσία ελέγχου ασφαλείας των εργαζόμενων στο παλάτι. Ο Στέφαν Χαλτουρίν, κατά την αστυνομία ένας από τους οργανωτές της Βόρειας Ένωσης Ρώσων Εργαζομένων, δεν βρήκε καμία δυσκολία στην υποβολή αίτησης και ανάληψης εργασίας με ψευδή στοιχεία. Το εξωτερικό μεγαλείο της κατοικίας του αυτοκράτορα απέκρυβε το απόλυτο χάος στη διοίκησή του: άνθρωποι περιπλανιόνταν μέσα κι έξω από το παλάτι και οι λαμπερά ντυμένοι αυτοκρατορικοί υπηρέτες πληρώνονταν μόλις δεκαπέντε ρούβλια το μήνα και αναγκάζονταν να καταφύγουν σε κλοπές. Οι εργαζόμενοι επιτρεπόταν να κοιμούνται σε ένα κελάρι, ακριβώς κάτω από την σαλο-τραπεζαρία.»
Ο Χαλτουρίν συζήτησε με τον Πλεχάνωφ για τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει αυτή την ευκαιρία για να σκοτώσει τον Τσάρο Αλέξανδρο Β΄, ο οποίος απορρίπτει την ιδέα, αλλά τον φέρνει σε επαφή με την Λαϊκή Θέληση. Συμφωνήθηκε ότι ο Χαλτουρίν θα έπρεπε να προσπαθήσει να σκοτώσει τον Τσάρο και κάθε μέρα κουβαλούσε πακέτα δυναμίτη, που του προμήθευαν η Άννα Γιακίμοβα και ο Νικολάι Κιμπάλτσιτς, στο δωμάτιο του και τα έκρυβε στο κρεβάτι του. Η Cathy Porter, υποστηρίζει: «Οι συνάδελφοι του τον θεωρούσαν κλόουν και αφελή και τον προειδοποιούσαν για τους σοσιαλιστές, ότι ήταν εύκολα αναγνωρίσιμοι προφανώς για τα άγρια μάτια και τις προκλητικές τους χειρονομίες. Ο ίδιος εργάστηκε υπομονετικά, εξοικειώθηκε με κάθε κίνηση του Τσάρου· μέχρι τα μέσα Ιανουαρίου η Γιακίμοβα και ο Κιμπάλτσιτς τού είχαν προμηθεύσει εκατό κιλά δυναμίτη, τα οποία είχε κρύψει κάτω από το κρεβάτι του».
Στις 17 Φεβρουαρίου του 1880, ο Στέφαν Χαλτουρίν έσκαψε ένα τούνελ στο υπόγειο του κτιρίου κάτω από την τραπεζαρία. Το τούνελ εξερράγη στις έξι και μισή, ώρα κατά την οποία είχε υπολογίσει η Λαϊκή Θέληση ότι ο Αλέξανδρος Β΄ θα δειπνούσε. Ωστόσο, ο βασικός του φιλοξενούμενος, ο πρίγκιπας Αλέξανδρος του Battenburg, άργησε, το δείπνο καθυστέρησε και η τραπεζαρία ήταν άδεια. Ο Αλέξανδρος δεν τραυματίστηκε, αλλά εξήντα επτά άνθρωποι σκοτώθηκαν ή τραυματίστηκαν σοβαρά από την έκρηξη.
Η Λαϊκή Θέληση ήρθε σε επαφή με τη Ρωσική Κυβέρνηση και ισχυρίστηκε ότι θα σταματούσε την ένοπλη δράση αν έδινε στο ρωσικό λαό ένα σύνταγμα που θα παρείχε ελεύθερες εκλογές και θα σταματούσε την λογοκρισία. Στις 25 Φεβρουαρίου του 1880 ο Αλέξανδρος Β΄ ανακοίνωσε ότι σκόπευε να παραχωρήσει στο ρωσικό λαό ένα σύνταγμα. Για να δείξει τις καλές προθέσεις του, απελευθέρωσε έναν αριθμό πολιτικών κρατουμένων από τις φυλακές. Ο υπουργός Εσωτερικών, Μιχαήλ Λωρίς-Μελικώφ, είχε επωμισθεί με το έργο να καταρτίσει ένα σύνταγμα που θα ικανοποιούσε τους μεταρρυθμιστές, αλλά ταυτόχρονα θα διατηρούσε τις εξουσίες της αυτοκρατορίας. Την ίδια στιγμή, η ρωσική αστυνομία ίδρυσε ένα ειδικό τμήμα που θα ασχολείται με την εσωτερική ασφάλεια. Αυτή η μονάδα τελικά έγινε γνωστή ως Οχράνα. Κάτω από τον έλεγχο του Λωρίς-Μελικώφ, μυστικοί πράκτορες άρχισαν να συμμετέχουν σε πολιτικές οργανώσεις που προπαγάνδιζαν την κοινωνική μεταρρύθμιση.
Τον Ιανουάριο του 1881, ο Μιχαήλ Λωρίς-Μελικώφ παρουσίασε τα σχέδιά του στον Αλέξανδρο Β’. Περιλάμβαναν την επέκταση των εξουσιών των Ζέμστβο. Σύμφωνα με το σχέδιό του, κάθε Ζέμστβο θα έχει επίσης την εξουσία να στείλει αντιπροσώπους σε μια εθνική συνέλευση που ονομάζεται Κρατικό Σοβιέτ, που θα έχει την εξουσία να νομοθετεί. Ο Αλέξανδρος ανησύχησε ότι το σχέδιο θα έδινε υπερβολική εξουσία στην εθνική συνέλευση και όρισε μια επιτροπή για να εξετάσει λεπτομερέστερα το σχέδιο.
Τα μέλη της Λαϊκής Θέλησης αρχίζουν να θυμώνουν με την παράλειψη της ρωσικής κυβέρνησης να ανακοινώσει λεπτομέρειες για το νέο σύνταγμα. Έτσι, δρομολογούν άλλη μια προσπάθεια δολοφονίας. Αυτοί που συμμετέχουν στο σχεδιασμό είναι οι Γιακίμοβα, Σόφια Περόφσκαγια, Αντρέι Ζελιάμπωφ, Βέρα Φίγκνερ, Γκριγκόρι Ισάεφ, Γκέσια Γκέλφμαν, Νικολάι Σαμπλίν, Ιγκνατέι Γκρινέβσκι, Νικολάι Κιμπάλτσιτς, Νικολάι Ρυσάκωφ, Μιχαήλ Φρόλενκο, Τιμοφέι Μιχαήλωφ, Τατιάνα Λεμπέντεβα και Αλεξάντερ Κβιάτκοφσκι.
Ο Ισάεφ και η Γιακίμοβα έχουν την αποστολή να ετοιμάσουν τις βόμβες που χρειάζονταν για να σκοτώσουν τον Τσάρο. Ο Ισάεφ κάνει κάποιο τεχνικό σφάλμα και μια βόμβα τραυματίζει σοβαρά το δεξί του χέρι. Η Γιακίμοβα τον πηγαίνει στο νοσοκομείο, όπου και παραμένει δίπλα στο κρεβάτι του για να τον εμποδίσει να ενοχοποιήσει τον εαυτό του ασυνείδητα, μέσα στο παραλήρημά του. Μόλις ανακτά τις αισθήσεις του, ο Ισάεφ επιμένει να φύγει, παρ’ ότι έχει χάσει τρία δάχτυλα του δεξιού του χεριού. Όμως, δεν είναι σε θέση να συνεχίσει να εργάζεται και η Γιακίμοβα έχει τώρα την αποκλειστική ευθύνη για την προετοιμασία των βομβών.
Πραγματοποιείται η κρίσιμη συνάντηση, στην οποία ο Τιμοφέι Μιχαήλωφ επιβεβαιώνει ότι η εργασία συνεχίζεται σε όλα τα μέτωπα. Ωστόσο, η Γιακίμοβα και η Σόφια Περόφσκαγια υποστηρίζουν ότι πρέπει να επικεντρωθούν στα σχέδια να δολοφονήσουν τον Τσάρο. Ο Νικολάι Κιμπάλτσιτς σημειώνει: «Έχετε παρατηρήσει πόσο πιο τρομερά είναι τα κορίτσια μας από τους άντρες μας;» Τελικά συμφωνήθηκε ότι η Περόφσκαγια και η Γιακίμοβα είχαν δίκιο. Αποφασίστηκε να σχηματισθεί μια ομάδα παρακολούθησης. Αποστολή αυτών των μελών είναι να σημειώνουν κάθε κίνηση του τσάρου.
Ανακαλύφθηκε ότι κάθε Κυριακή ο Τσάρος έκανε μια διαδρομή κατά μήκος της οδού Malaya Sadovaya. Αποφασίστηκε ότι αυτό ήταν ένα κατάλληλο μέρος για επίθεση. Η Γιακίμοβα έλαβε το καθήκον να μισθώσει ένα διαμέρισμα στο δρόμο αυτό. Η Gesia Gelfman είχε ένα διαμέρισμα στην οδό Telezhnaya και αυτό έγινε το αρχηγείο της οργάνωσης, ενώ το σπίτι της Βέρα Φίγκνερ χρησιμοποιήθηκε ως εργαστήριο κατασκευής εκρηκτικών.
Η Οχράνα ανακάλυψε ότι υπάρχει σχέδιο δολοφονίας του Αλέξανδρου Β’. Ένας από τους ηγέτες τους, ο Αντρέι Ζελιάμπωφ, συλλαμβάνεται στις 28 Φεβρουαρίου του 1881, αλλά αρνείται να παράσχει οποιαδήποτε πληροφορία σχετικά με τη συνωμοσία. Μάλιστα, λέει χαρακτηριστικά με αυτοπεποίθηση στην αστυνομία ότι τίποτα δεν θα μπορούσαν να κάνουν για να σώσουν τη ζωή του Τσάρου. Ο Αλεξάντερ Κβιάτκοφσκι, άλλο ένα μέλος της ομάδας, συλλαμβάνεται λίγο αργότερα.
Οι συνωμότες αποφασίζουν να πραγματοποιήσουν την επίθεσή τους την 1η Μαρτίου 1881. Η Sophia Perovskaya ανησυχεί ότι ο Τσάρος θα αλλάξει τώρα τη διαδρομή του για την Κυριακή. Έτσι, προτείνει να τοποθετηθούν βόμβες κατά μήκος του καναλιού Ekaterinsky. Ο Γκρηγκόρι Ισάεβ έχει φτιάξει τούνελ στην οδό Malaya Sadovaya και η Γιακίμοβα πρέπει να παρακολουθεί από το παράθυρο του διαμερίσματός της και όταν δει την πομπή να πλησιάζει να δώσει το σήμα στον Mikhail Frolenko.
Ο Τσάρος Αλέξανδρος Β΄ αποφασίζει να κινηθεί κατά μήκος του καναλιού Ekaterinsky. Ένας οπλισμένος Κοζάκος κάθεται μαζί με τον οδηγό και άλλοι έξι Κοζάκοι ακολουθούν με άλογα. Πίσω από αυτούς ακολουθεί μια ομάδα αστυνομικών με έλκηθρα. Η Perovskaya, η οποία βρίσκεται στη διασταύρωση μεταξύ των δύο δρόμων, δίνει το μήνυμα στον Νικολάι Ρυσάκωφ και τον Τιμοφέι Μιχαήλωφ να ρίξουν τις βόμβες τους στην πομπή του Τσάρου. Οι βόμβες χάνουν την άμαξα και προσγειώνονται ανάμεσα στους Κοζάκους. Ο Τσάρος είναι αλώβητος, αλλά επιμένει να βγει από την άμαξα για να ελέγξει την κατάσταση των τραυματιών. Ενώ στέκεται με τους τραυματίες Κοζάκους ένας άλλος επαναστάτης, ο Ignatei Grinevitski, ρίχνει τη βόμβα του. Ο Αλέξανδρος σκοτώνεται αμέσως, ενώ η έκρηξη είναι τόσο ισχυρή ώστε σκοτώνεται και ο Grinevitski.
Οι επαναστάτες απομακρύνονται γρήγορα από το σημείο και εκείνο το βράδυ συναντιούνται στο διαμέρισμα που έχει νοικιάσει η Vera Figner. Η ίδια αργότερα θυμάται: «Όλα ήταν ειρηνικά καθώς περπατούσα στους δρόμους, αλλά μισή ώρα μετά αφού έφτασα στο διαμέρισμα κάποιων φίλων, ένας άνδρας εμφανίστηκε με την είδηση ότι δύο εκρήξεις σαν από κανόνια είχαν ακουστεί, ότι κάποιοι άνθρωποι λένε ότι ο αυτοκράτορας είχε σκοτωθεί και ότι είχε ήδη οριστεί αντικαταστάτης του. Έσπευσα έξω, επικρατούσε αναταραχή: άνθρωποι μιλούσαν για τον αυτοκράτορα, για τραυματίες, θάνατο, αίμα … έτρεξα πίσω στους συντρόφους μου. Ήμουν σε τόση υπερδιέγερση που θα μπορούσα να σκαρφαλώσω και να φωνάξω ότι ο Τσάρος είχε σκοτωθεί. Ήταν συνταρακτικό, ο εφιάλτης που μάστιζε τη Ρωσία για τόσα χρόνια είχε φύγει. Αυτή η στιγμή ήταν η ανταμοιβή για όλες τις βιαιότητες και τις φρικαλεότητες που προκάλεσαν σε εκατοντάδες και χιλιάδες ανθρώπους του λαού μας… Η αυγή της Νέας Ρωσίας ήταν κοντά μας! Εκείνη την ιερή στιγμή μπορούσαμε να σκεφτούμε το ευτυχισμένο μέλλον της χώρας μας».
Το βράδυ μετά τη δολοφονία, η εκτελεστική επιτροπή της Λαϊκής Θέλησης έστειλε ανοικτή επιστολή ανακοινώνοντας ότι ήταν πρόθυμη να διαπραγματευτεί με τις αρχές. «Οι αναπόφευκτες εναλλακτικές λύσεις είναι επανάσταση ή εκούσια μεταβίβαση της εξουσίας στο λαό. Απευθυνόμαστε σε σας ως πολίτες και έντιμοι άνθρωποι, και απαιτούμε: (α) αμνηστία για όλους τους πολιτικούς κρατούμενους, (β) σύγκληση της συνελεύσεως των αντιπροσώπων ολόκληρου του έθνους».
Ο Nikolai Rysakov, ένας από τους βομβιστές, συνελήφθη στη σκηνή του εγκλήματος. Η Σοφία Περόβσκαγια είπε στους συντρόφους της: «Ξέρω τον Ρυσακώφ και δεν θα πει τίποτα». Ωστόσο, Ρισακώφ βασανίστηκε από την Οχράνα και αναγκάστηκε να δώσει πληροφορίες σχετικά με άλλους συνωμότες. Την επόμενη μέρα η αστυνομία εισέβαλε στο διαμέρισμα που χρησιμοποιούσαν οι επαναστάτες. Ο Gesia Gelfman συνελήφθη, αλλά ο Νικολάι Σάμπλιν αυτοκτόνησε και δεν έγινε δυνατό να συλληφθεί ζωντανός. Λίγο αργότερα, ο Τιμοφέι Μιχαήλωφ, έπεσε σε ενέδρα και συνελήφθη.
Χιλιάδες Κοζάκοι εστάλησαν στην Αγία Πετρούπολη, δημιουργήθηκαν μπλόκα και όλες οι έξοδοι από την πόλη αποκλείστηκαν. Εκδόθηκε ένταλμα σύλληψης για την Σοφία Περόφσκαγια. Ο σωματοφύλακάς της, Τυρκώφ, ανέφερε ότι φαινόταν να «έχασε το μυαλό της» και αρνιόταν να προσπαθήσει να φύγει από την πόλη. Σύμφωνα με τον Τυρκώφ, η βασική σκέψη της ήταν να αναπτύξει ένα σχέδιο για τη διάσωση του Αντρέι Ζελιάμπωφ από τη φυλακή. Έπαθε κατάθλιψη όταν στις 3 Μαρτίου, οι εφημερίδες ανέφεραν ότι ο Ζελιάμπωφ είχε αναλάβει την πλήρη ευθύνη για τη δολοφονία και, συνεπώς, είχε υπογράψει την θανατική του καταδίκη.
Η Περόφσκαγια συνελήφθη ενώ περπατούσε κατά μήκος της Λεωφόρου Νιέφσκυ (κεντρικός δρόμος της Αγ. Πετρούπολης) στις 10 Μαρτίου. Αργότερα τον ίδιο μήνα συνελήφθησαν και ο Νικολάι Κιμπάλτσιτς, ο Γκρηγκόρι Ισάεφ και ο Μιχαήλ Φρολένκο. Ωστόσο, άλλα μέλη της συνωμοτικής ομάδας, συμπεριλαμβανομένης της Γιακίμοβα και της Vera Figner, κατάφεραν να ξεφύγουν από την πόλη. Η Περόφσκαγια ανακρίθηκε από τον Βιατσεσλάβ φον Πλέβε, τον διευθυντή του αστυνομικού τμήματος. Παραδέχτηκε την συμμετοχή της στη δολοφονία, αλλά αρνήθηκε να ονομάσει οποιονδήποτε από τους συντρόφους της.
Η δίκη των Ζελιάμπωφ, Περόβσκαγια, Κιμπάλτσιτς, Ρυσακώφ, Χέλμαν και Μιχαήλωφ ξεκίνησε στις 25 Μαρτίου 1881. Ο εισαγγελέας Μουράβιεφ διάβασε την εξαιρετικά μακρά ομιλία του που περιελάμβανε το απόσπασμα: «Διώκονται άνθρωποι, καταραμένοι από τη χώρα τους, θα λογοδοτήσουν για τα εγκλήματά τους ενώπιον του Παντοδύναμου Θεού! Η ειρήνη και η γαλήνη θα αποκατασταθούν…».
Η Σοφία Περόφσκαγια, ο Αντρέι Ζελιάμπωφ, ο Νικολάι Κιμπάλτσιτς, ο Νικολάι Ρυσακώφ, η Γκέσια Γκέλφμαν και ο Τιμοφέϊ Μιχαήλωφ ήταν καταδικασμένοι σε θάνατο. Η Γκέλφμαν ανακοίνωσε ότι ήταν τεσσάρων μηνών έγκυος και αποφασίστηκε να αναβληθεί η εκτέλεση της. Η Περόφσκαγια, ως μέλος της υψηλής αριστοκρατίας, μπορούσε να ασκήσει έφεση εναντίον της ποινής της, ωστόσο αρνήθηκε να το πράξει. Υποστηρίχτηκε, επίσης, ότι ο Ρυσακώφ είχε τρελαθεί κατά την ανάκριση. Τέλος, ο Κιμπάλτσιτς μιλούσε συνεχώς για μια μηχανή που είχε εφεύρει.
Στις 3 Απριλίου 1881, στους Ζελιάμπωφ, Περόφσκαγια, Κιμπάλτσιτς, Ρυσακώφ και Μιχαήλωφ δόθηκε τσάι και τα μαύρα ρούχα εκτέλεσης. Μια πλακέτα κρεμάστηκε γύρω από τον λαιμό τους με τη λέξη «ΤΣΑΡΟΚΤΟΝΟΣ».
Η Cathy Porter, επισημαίνει: «Στη συνέχεια, η τελετή ξεκίνησε. Με επικεφαλής την αστυνομική δύναμη, ακολουθούμενη από τους Zhelyabov και Rysakov. Η Σοφία κάθεται μαζί με τον Ρυσακώφ και τον Μιχαήλωφ στην τρίτη άμαξα. Ένας απαλός χειμωνιάτικος ήλιος φώτιζε, καθώς η πομπή προχωρούσε αργά στους δρόμους, ήδη γεμάτους από θεατές, οι περισσότεροι φωνάζοντας ενθαρρυντικά. Υψηλά κυβερνητικά στελέχη, καθώς και μέλη της υψηλής κοινωνίας που μπορούσαν να πληρώσουν το εισιτήριο για το θέαμα, έχουν πάρει ήδη θέση κοντά στo ικρίωμα που έχει στηθεί στην πλατεία Σεμενόφσκυ. Ο αναντικατάστατος Frolov, ο μοναδικός εκτελεστής της Ρωσίας, εντελώς μεθυσμένος· η Σοφία και ο Ζελιάμπωφ μπόρεσαν να πουν μερικές τελευταίες λέξεις ο ένας στον άλλο. Η πλατεία είναι περιτριγυρισμένη από δώδεκα χιλιάδες στρατιώτες· τυμπανιστές δίνουν τον ρυθμό για την περίσταση. Η Σοφία και ο Ζελιάμπωφ φιλιούνται για τελευταία φορά, μετά ο Μιχαήλωφ και ο Κιμπάλτσιτς φιλούν τη Σοφία. Ο Κιμπάλτσιτς οδηγείται στο ικρίωμα και απαγχονίζεται. Μετά έρχεται η σειρά του Μιχαήλωφ. Ο Frolov με δυσκολία μπορεί να σταθεί όρθιος και το σχοινί σπάει τρεις φορές κάτω από το βάρος του Μιχαήλωφ.» Ήταν τώρα η σειρά της Περόφσκαγια. «Είναι πολύ σφιχτό», του λέει, καθώς αυτός αγωνιζόταν να δέσει την θηλειά. Πέθανε αμέσως, αλλά ο Ζελιάμπωφ, του οποίου η θηλειά δεν ήταν αρκετά σφιχτή, πέθανε με αγωνία.
Η Γκέσια Γκέλφμαν παρέμεινε στη φυλακή. Σύμφωνα με τη φίλη της, Όλγα Λιουμπάτοβιτς: «Η Γκέσια έμεινε κάτω από την απειλή εκτέλεσης για πέντε μήνες· τελικά, η ποινή της μετατράπηκε λίγο πριν την μεταφορά της για εκτέλεση. Στα χέρια των αρχών, η πράξη του τοκετού έγινε πράξη βασανιστηρίου χωρίς προηγούμενο στην ανθρώπινη ιστορία. Κατά την μεταγωγή της, την οδήγησαν στο κτίριο των Μεταγωγών. Τα βασανιστήρια που υπέφερε η φτωχή Γκέσια Γκέλφμαν ξεπέρασαν εκείνα που ονειρεύονταν οι βασανιστές του Μεσαίωνα· αλλά η Γκέσια δεν το έβαλε κάτω, η φυσική της κατάσταση και το ψυχικό της σθένος ήταν πολύ ισχυρά. Το παιδί γεννήθηκε ζωντανό και μάλιστα μπόρεσε να το θηλάσει». Σύντομα μετά τη γέννηση της κόρη της, οι βασανιστές τής παίρνουν το παιδί. Η Γκέλφμαν πεθαίνει πέντε ημέρες αργότερα, στις 12 Οκτωβρίου 1882.
Η Άννα Γιακίμοβα, η οποία είναι επίσης έγκυος, πιθανότατα από τον Γκριγκόρι Ισάεφ, καταφέρνει να δραπετεύσει στο Κίεβο. Σύντομα συλλαμβάνεται και δικάζεται μαζί με τους Isaev, Mikhail Frolenko, Tatiana Lebedeva και άλλα δεκαέξι μέλη της οργάνωσης. Αν και όλοι τους κρίθηκαν ένοχοι, λόγω των διεθνών διαμαρτυριών του Βίκτωρος Ουγκώ και άλλων γνωστών προσωπικοτήτων, δεν καταδικάστηκαν σε θάνατο. Αντ’ αυτού αποστέλλονται στη φυλακή-κολαστήριο Trubetskoy. Όπως σημειώνει η Cathy Porter: «Οι καταδικασθέντες στη δίκη των 20 απεστάλησαν στο κολαστήριο Trubetskoy, μια από τις πιο φρικτές φυλακές της Ρωσίας. Λίγοι επέζησαν των δοκιμασιών· τα βασανιστήρια και οι βιασμοί ήταν καθημερινά περιστατικά στα μπουντρούμια, έξω από τους τοίχους των οποίων λίγες πληροφορίες έφτασαν στον έξω κόσμο… Οι περισσότεροι κρατούμενοι, μετά από ένα χρόνο φυλάκισης στο Trubetskoy, πέθαιναν ή αυτοκτονούσαν».
Η Γιακίμοβα έκανε κι αυτή το μωρό της στη φυλακή και έπρεπε να τον προσέχει νύχτα και μέρα για να τον προστατεύσει από τους αρουραίους. Το 1883, μαζί με την Τατιάνα Λεμπέντεβα μεταφέρονται στα μεταλλεία κρατουμένων Κάρα. Το ταξίδι βόρεια, το οποίο ήταν με τα πόδια, διήρκεσε δύο χρόνια, ήταν λίγο καλύτερο από τη ζωή στο κολαστήριο Trubetskoy. Καθώς ήταν ευνόητο ότι το μωρό της δεν θα επιβίωνε από το μακρύ ταξίδι, η Γιακίμοβα το έδωσε σε «κάποιους υποστηρικτές που είχαν έρθει για να χαιρετήσουν τους κρατούμενους με μηνύματα υποστήριξης και δάκρυα συμπάθειας».
Οι δύο γυναίκες ενσωματώθηκαν με τους άλλους επαναστάτες, όπως η Κατερίνα Μπρεσκόφσκαγια και η Άννα Κόρμπα, στο Κάρα. Η Άννα Γιακίμοβα ήταν είκοσι πέντε ετών όταν έφτασε στα μεταλλεία-φυλακές. Η Τατιάνα, τρία χρόνια μεγαλύτερη, ήταν σε κακή κατάσταση υγείας και περιγραφόταν ως «ημίτυφλη, με ξυρισμένο κεφάλι, πρόωρα γερασμένη και σακατεμένη». Παρά την φροντίδα της από την Korba, που ήταν ειδικευμένη γιατρός, πέθανε το 1887, σε ηλικία 34 ετών.
Η Άννα Γιακίμοβα παραμένει στη φυλακή μέχρι τη Ρωσική Επανάσταση του 1905. Μετά την αποτυχία της επανάστασης, συλλαμβάνεται για μια ακόμη φορά και στέλνεται στη Σιβηρία. Απελευθερώθηκε τελικά μετά τη Ρωσική Επανάσταση το 1917. Πιστεύεται ότι πέθανε κατά τη διάρκεια του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Πηγή: Cathy Porter, Fathers and Daughters: Russian Women in Revolution (1976), https://libcom.org/history/yakimova-anna-1856-1942=
Μετάφραση-απόδοση Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 181, Απρίλιος 2018