Μαρία Σπυριδώνοβα (28 Οκτωβρίου 1884-11 Σεπτεμβρίου 1941)

Η Μαρία Αλεξανδρόβνα Σπυριδώνοβα ήταν εξέχουσα Ρωσίδα σοσιαλεπαναστάτρια, η οποία πρωτοστάτησε στην Μπολσεβίκικη Επανάσταση του 1917, αλλά ακολούθως κατηγορήθηκε για την αντίθεσή της στην μπολσεβίκικη ιδεολογία. Ήταν, μάλιστα, από αυτούς που οδήγησαν τους Αριστερούς Εσέρους σε συμμαχία με τον Λένιν και τους Μπολσεβίκους, αλλά φυλακίστηκε για κάποιο διάστημα και κλείστηκε σε ψυχιατρικό θεραπευτήριο, αφού οι Αριστεροί Εσέροι εγκατέλειψαν τους Μπολσεβίκους το 1918. Η ίδια πίστευε ότι η μπολσεβίκικη ιδεολογία στηριζόταν στο μίσος και ότι δεν θα άντεχε για πολύ.
Η δολοφονία του περιβόητου Λουζενόβσκι, γενικού επιθεωρητή της αστυνομίας και ονομαστού βασανιστή, που διέπραξε το 1905, ήταν η πιο σπουδαία τρομοκρατική πράξη από γυναίκα στην τότε Ρωσία, και η επακόλουθη κακομεταχείρισή της από την αστυνομία την κατέστησε ονομαστή μάρτυρα. Μετά από 11 χρόνια σε φυλακή της Σιβηρίας, απελευθερώθηκε μετά την Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917 και επέστρεψε σαν ηρωίδα της Επανάστασης.
Η Σπυριδώνοβα συνελήφθη από την μυστική αστυνομία κατά την διάρκεια της Μεγάλης Εκκαθάρισης του 1937 – 1939 και στάλθηκε στα στρατόπεδα αναγκαστικής εργασίας των Γκουλάγκ. Εκτελέστηκε με συνοπτικές διαδικασίες αμέσως μετά την έναρξη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου στα τέλη του καλοκαιριού 1941, στο Ορυόλ, λίγο πριν μπουν οι ναζί μέσα στην πόλη. Η Μαρία Σπυριδώνοβα απαλλάχθηκε επίσημα όλων των κατηγοριών το 1992.
Τα πρώτα της χρόνια
Η Μαρία Αλεξανδρόβνα Σπυριδώνοβα γεννήθηκε στην πόλη Ταμπόβ, που βρίσκεται περίπου 500 χιλιόμετρα νοτιοανατολικά της Μόσχας. Σπούδασε στο τοπικό γυμνάσιο. Μεγάλωσε με τις ιδέες του ρομαντισμού της παραδοσιακής ρωσικής λογοτεχνίας, που ξεχείλιζαν από συμπόνια στους απανταχού ταλαιπωρημένους και τους κατατρεγμένους. Αυτή η λογοτεχνία την σημάδεψε και καθόρισε την ζωή της.
Στα 16 της εντάσσεται κρυφά στην ομάδα σοσιαλεπαναστατών του Ταμπόβ. Στη συνέχεια σπουδάζει οδοντιατρική στη Μόσχα για ένα σύντομο χρονικό διάστημα. Συλλαμβάνεται κατά τις φοιτητικές διαδηλώσεις ενάντια στο τσαρικό καθεστώς στις 24 Μαρτίου 1905, αλλά αφήνεται ελεύθερη λόγω απουσίας κατηγοριών. Παρ’ όλα αυτά, η σύλληψή της δεν την σταματά από περαιτέρω επαναστατική δραστηριότητα, το αντίθετο μάλιστα, της δυναμώνει την πεποίθηση να αγωνιστεί ενάντια στο «μισητό καθεστώς».
Όπως πολλοί Εσέροι, ασπάζεται την ιδέα της δολοφονίας και της τρομοκρατίας ως επαναστατικού μέσου. Ήταν μία από τις εκατοντάδες των Εσέρων οι οποίοι κατά την διάρκεια και μετά την Ρωσική Επανάσταση του 1905 επιτέθηκαν κατά του Ρωσικού κράτους και των ηγετών του.
Η δολοφονία Λουζενόβσκι
Ο στόχος της Σπυριδώνοβα ήταν ο Γ. Ν. Λουζενόβσκι, ένας κτηματίας και επαρχιακός σύμβουλος του Ταμπόβ, ο οποίος είχε γίνει γενικός αστυνομικός επιθεωρητής της περιοχής του Μποριζογκλέμπσκ, μιας πόλης νοτιοανατολικά του Ταμπόβ. Ο Λουζενόβσκι ήταν γνωστός για την βίαιη καταστολή της αγροτικής εξέγερσης στην περιοχή, ένα χρόνο πριν. Επίσης, περιδιάβαινε τα χωριά βασανίζοντας τους ανθρώπους για να τους αποσπάσει φόρους. Όταν κάποιοι χωρικοί δεν μπορούσαν να πληρώσουν ή όταν αντιμιλούσαν με οποιοδήποτε τρόπο, τους ανάγκαζε να στέκονται με τις ώρες όρθιοι μέσα στο κρύο και ακολούθως τους μαστίγωνε. Η επιτροπή των Εσέρων του Ταμπόβ «ενέκρινε την θανατική του καταδίκη». Η Σπυριδώνοβα αναλαμβάνει να τον δολοφονήσει. Παρακολουθεί τον Λουζενόβσκι για αρκετές ημέρες, και τελικά τον πυροβολεί, στον σιδηροδρομικό σταθμό του Μποριζογκλέμπσκ στις 16 Ιανουαρίου 1906, με ρεβόλβερ πέντε φορές, ενώ μαρτυρίες αναφέρουν ότι η μία βολή ήταν καταπρόσωπα. Ο Λουζενόβσκι πεθαίνει στις 10 Φεβρουαρίου.
Η Σπυριδώνοβα συλλαμβάνεται αμέσως από τους Κοζάκους σωματοφύλακες του Λουζενόβσκι, και μεταφέρεται στο Ταμπόβ την επόμενη ημέρα, όπου γίνεται αντικείμενο τρομακτικής κακοποίησης από τους στρατιώτες.
Πολύ λίγα ακούγονται για την υπόθεση, μέχρι τις 12 Φεβρουαρίου, οπότε η Ρους, μια προοδευτική εφημερίδα στην Αγία Πετρούπολη, δημοσιεύει μια επιστολή της Σπυριδώνοβα, που περιγράφει την κακοποίηση και τα βασανιστήρια που υπέστη μετά την σύλληψή της – αρχικά την γρονθοκοπούσαν και την κλωτσούσαν με τις μπότες τους αρκετές φορές, αφέθηκε σχεδόν γυμνή μέσα στο κρύο κελλί της, ενώ, σε κάθε άρνησή της να μιλήσει, την ξεμάλλιαζαν κυριολεκτικά, την μαστίγωναν και την έκαιγαν με τσιγάρο σε όλο της το σώμα. Κατ’ επανάληψη ανακρίθηκε από τον περιβόητο διοικητή των Κοζάκων, Αβράμωβ.
Μετά από δεκαέξι μέρες, στις 11 Μαρτίου 1906, η Σπυριδώνοβα δικάστηκε κεκλεισμένων των θυρών και κηρύχτηκε ένοχη για τον φόνο του Λουζενόβσκι, και καταδικάστηκε σε θάνατο. Η ίδια ειρωνικά αναφέρει ότι ήταν οι «φωτεινότερες και πιο χαρούμενες μέρες» της ζωής της. Έγραψε, «ο θάνατος μου είναι για μένα τόσο πολύτιμος κοινωνικά που όποια χάρη από μεριάς της μοναρχίας, όπως εξορία, θα ήταν ταπείνωση». Ωστόσο, το δικαστήριο ζήτησε, όπως η ποινή μετατραπεί σε καταναγκαστικά έργα στη Σιβηρία. Όταν πληροφορήθηκε την απόφαση, η Σπυριδώνοβα απογοητεύτηκε.
Ο προοδευτικός Τύπος συνέχισε την καμπάνια του για την στήριξή της. Στις 2 Απριλίου ο Αβράμωβ δολοφονήθηκε επίσης.
Η κυβέρνηση δημοσίευσε την έκθεσή της σχετικά με την υπόθεση στις 8 Απριλίου. Η έκθεση αναγνώριζε ότι η Σπυριδώνοβα είχε δαρεί από τους Κοζάκους κατά τη στιγμή της σύλληψής της, και ότι ο Αβράμωβ την είχε κακοποιήσει λεκτικά στο τρένο, αλλά αρνιόταν όλες τις περαιτέρω φρικιαστικές κατηγορίες. Αυτό καταγγέλθηκε ως συγκάλυψη.
Στις 20 Μαρτίου η Σπυριδώνοβα μεταφέρεται στο Ακατούι στη Σιβηρία, μαζί με άλλες πέντε εξέχουσες γυναίκες Εσέρες αγωνίστριες. Η ομάδα μερικές φορές αποκαλούνταν Σεστέρκα («Έξι»). Η Σπυριδώνοβα ήταν η πιο διάσημη, όντας νέα, ελκυστική, και Ρωσίδα (οι άλλες ήταν Εβραίες, Λευκορωσίδες και Ουκρανές). Οι Σεστέρκα μεταφέρθηκαν με τραίνο από την Μόσχα στο συγκρότημα των φυλακών στο Νερτσίνσκ (ανατολικά της Λίμνης Βαϊκάλη και κοντά στα σύνορα με την Κίνα). Κατά την διάρκεια αυτού του ταξιδιού, το τραίνο το υποδέχονταν σε κάθε σταθμό πλήθη υποστηρικτών. Η Σπυριδώνοβα μιλούσε στα πλήθη, εξηγώντας το πολιτικό πρόγραμμα των Εσέρων.
Εν συνεχεία, κρατείται στη φυλακή Μαλτζέβσκαγια για τα επόμενα έντεκα χρόνια. Της φέρονται σκληρά, και μερικές φορές ραβδίζεται γυμνή με βέργες από σημύδα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τέτοιου είδους τελείως γυμνωμένη σωματική τιμωρία δεν ήταν συνήθης για πολιτικούς κρατούμενους εκείνη την εποχή.
Οι Αριστεροί Εσέροι
Μετά την Φεβρουαριανή Επανάσταση του 1917, η Σπυριδώνοβα αποφυλακίζεται από τις γυναικείες φυλακές στο Νερτσίνσκ με την γενική αμνηστία που συμπεριελάμβανε τους φυλακισμένους επαναστάτες. Με την επιστροφή της, χαίρει ευρύτατης αποδοχής από τον λαό της Ρωσίας, και λατρευόταν από πολλούς αγρότες σχεδόν σαν αγία.
Η Σπυριδώνοβα ταξίδεψε από την Σιβηρία στη Μόσχα για να παρακολουθήσει το 3ο Εθνικό Συνέδριο του Κόμματος των Σοσιαλεπαναστατών στα τέλη Μαΐου 1917, όμως η συνάθροιση δεν την εξέλεξε στην διοικούσα Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος. Παρά την αποτυχία αυτή, η Σπυριδώνοβα αναμίχθηκε έντονα στις υποθέσεις του Κόμματος ως ηγέτης της οργάνωσης των Εσέρων στην Πετρούπολη. Ασχολήθηκε επίσης με το έργο της βοήθειας για την δημιουργία σοβιέτ αγροτών.
Μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, η Σπυριδώνοβα συνέδεσε το πεπρωμένο της με την αυτόνομη οργάνωση των Αριστερών Εσέρων, στην στήριξη, των πρώην αντιπάλων, από το Κόμμα των Μπολσεβίκων. Η Σπυριδώνοβα κατέβαλε σημαντικές προσπάθειες για να επιτευχθεί κυβέρνηση ενότητας μεταξύ Μπολσεβίκων, αριστερών Εσέρων και Διεθνιστών Μενσεβίκων, και ήταν μια από τους μόλις μια χούφτα Αριστερών Εσέρων ηγετών που υποστήριξε την απόφαση του Λένιν να συμφωνήσει με τους δρακόντειους όρους άμεσης ειρήνης που προτάθηκαν από την Αυτοκρατορική Γερμανία στη συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ. Η αφοσίωση της Σπυριδώνοβα ανταμείφθηκε όταν διορίστηκε επικεφαλής του Αγροτικού Τομέα της Κεντρικής Εκτελεστικής Επιτροπής του Πανρωσικού Σοβιέτ των Εργατών, Αγροτών και Στρατιωτών Βουλευτών – κατ’ όνομα προϊσταμένη αξιωματούχος για τις αγροτικές υποθέσεις.
Η Εξέγερση κατά του Μπολσεβικισμού
Ο μήνας του μέλιτος μεταξύ Αριστερών Εσέρων και Μπολσεβίκων αποδείχθηκε βραχύβιος. Στα τέλη της άνοιξης του 1918 δημιουργήθηκαν Μπολσεβίκικα στρατιωτικά αποσπάσματα για να κάνουν αναγκαστικές επιτάξεις σιτηρών, σε μια απελπισμένη προσπάθεια να αποσοβηθεί η πείνα στις πόλεις εν μέσω οικονομικής κατάρρευσης. Η ενότητα μετατράπηκε σε αντιπαλότητα σχετικά με το μέλλον της επανάστασης και προέκυψε ανταγωνισμός για τον έλεγχο του επικείμενου 5ου Συνεδρίου των Σοβιέτ, που είχε προγραμματιστεί να αρχίσει στη Μόσχα, στις 4 Ιουλίου 1918. Στις 24 Ιουνίου η Κεντρική Επιτροπή των Αριστερών Εσέρων αποφάσισε να αρχίσει εκστρατεία τρομοκράτησης κατά των Γερμανών αξιωματούχων στη Ρωσία, σε μια προσπάθεια να σαμποτάρουν την μισητή συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόφσκ και να επιβάλουν μια πιο σταθερή συμμαχία με την αγροτιά κατά την διάρκεια της κρίσης που θα προέκυπτε.
Στις 7 Ιουλίου 1918 δύο μέλη του Κόμματος των Αριστερών Εσέρων, ο Ιακώβ Μπλιούμκιν και ο Νικολάι Αντρέεβ, δολοφόνησαν τον Γερμανό πρέσβη Βίλχεμ Μίρμπαχ. Αντί να τροφοδοτηθεί νέα σύγκρουση με την Γερμανία, όπως πίστευαν οι σοσιαλεπαναστάτες, ο Λένιν χρησιμοποίησε την δολοφονία του Μίρμπαχ σαν δικαιολογία για την απαγόρευση της οργάνωσης των Αριστερών Εσέρων. Κινητοποιήθηκαν γρήγορα στρατεύματα για να απομονώσουν με επιτυχία τις μονάδες μάχης των πρώην συμμάχων τους.
[Να σημειωθεί ότι η Σπυριδώνοβα ποτέ της δεν αρνήθηκε τη χρησιμότητα της τρομοκρατίας για την επίτευξη κάποιων στόχων. Μάλιστα, σε μετέπειτα εξομολόγησή της, αναφέρει ότι «βοήθησα στην εκτέλεση του γερμανού πρέσβη από την αρχή μέχρι το τέλος».]
Η Σπυριδώνοβα έσπευσε στο Θέατρο Μπολσόι, χώρο του διεξαγόμενου 5ου Συνεδρίου των Σοβιέτ, για να κάνει επίσημη δήλωση για την πολιτική όσον αφορά την εξέγερση των Αριστερών Εσέρων, αλλά διαπίστωσε ότι το Συνέδριο αναβλήθηκε σαν επακόλουθο της δολοφονίας και περισσότεροι από 400 Αριστεροί Εσέροι αντιπρόσωποι φυλακίστηκαν. Η Σπυριδώνοβα και ένας αριθμός άλλων Αριστερών Εσέρων ηγετών φυλακίστηκαν στην Μόσχα, και ο Αγροτικός Τομέας του Πανρωσικού Συνεδρίου των Σοβιέτ διαλύθηκε.
Γνωστοποιήθηκε ότι η Σπυριδώνοβα επρόκειτο να δικαστεί την 1η Δεκεμβρίου 1918, αλλά για να μειωθεί η πιθανότητα δημιουργίας μιας ενδεχόμενα ασταθούς κατάστασης, έγινε μυστική δίκη στις 27 Νοεμβρίου, όπου και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο φυλακή για τον ρόλο της στην εξέγερση των Αριστερών Εσέρων, αλλά αμνηστεύτηκε την επόμενη ημέρα.
Φυλάκιση ξανά
Η Σπυριδώνοβα έγινε η φωνή μιας ριζοσπαστικής φράξιας των Αριστερών Εσέρων που ήταν αντίθετη σε οποιονδήποτε συμβιβασμό με το μπολσεβίκικο καθεστώς και κατηγόρησε δημόσια την κυβέρνηση ότι πρόδωσε την επανάσταση με τις πολιτικές και τις πράξεις της. Παρά την δριμεία άρνησή της να συμβιβαστεί, η Σπυριδώνοβα κράτησε απόσταση από την τρομοκρατική πτέρυγα των Αριστερών Εσέρων, επικεντρώνοντας αντίθετα την αγκιτάτσιά της γύρω από την ιδέα της αναζωογόνησης του συστήματος των σοβιέτ, σε αντίθεση προς την διακυβέρνηση του Μπολσεβίκικου κόμματος με γραφειοκρατικά διατάγματα.
Τον Ιανουάριο του 1919, μετά από άλλη δημόσια ομιλία εναντίωσης στην Μπολσεβίκικη κυβέρνηση, η Σπυριδώνοβα συνελήφθη από την Τσεκά της Μόσχας. Δικάστηκε άλλη μια φορά στις 24 Φεβρουαρίου 1919, με τον Μπολσεβίκο ηγέτη Νικολάι Μπουχάριν μοναδικό μάρτυρα κατηγορίας, να κατηγορεί την Σπυριδώνοβα ότι ήταν ψυχικά ασθενής και απειλή για την κοινωνία, στην θανάσιμη πολιτική ατμόσφαιρα του Ρωσικού Εμφυλίου Πολέμου. Η Σπυριδώνοβα κρίθηκε ένοχη και καταδικάστηκε σε ένα χρόνο εγκλεισμό σε ψυχιατρικό θεραπευτήριο, απομακρύνοντάς την με τον τρόπο αυτό αποτελεσματικά από την εν εξελίξει πολιτική.
Αντί για το θεραπευτήριο, η Σπυριδώνοβα στην πραγματικότητα φυλακίστηκε σε ένα μικρό κελλί μέσα σε στρατόπεδο, όπου η ήδη εύθραυστη υγεία της επιδεινώθηκε σύντομα. Στις 2 Απριλίου 1919 οργανώθηκε, με επιτυχία, απόδραση από Αριστερούς Εσέρους μαχητές. Μετά την απελευθέρωσή της έζησε στην παρανομία, στην Μόσχα, με το ψευδώνυμο Ονουφρίεβα. Τελικά, συνελήφθη πάλι, άρρωστη από τύφο και πάσχοντας από μη διασαφηνισμένη νευρική διαταραχή. Μετά την ανάρρωση σε ιατρική μονάδα της Τσεκά, η Σπυριδώνοβα μεταφέρθηκε σε ψυχιατρική φυλακή.
Τελικά, αφέθηκε ελεύθερη υπό την επίβλεψη δύο Αριστερών Εσέρων συντρόφων, στις 18 Νοεμβρίου 1921, υπό τον όρο ότι θα σταματήσει και θα απέχει από κάθε πολιτική δραστηριότητα. Κατά την εκτίμηση του ιστορικού Αλεξάντερ Ραμπίνοβιτς, «δεν υπάρχουν στοιχεία ότι παραβίασε ποτέ αυτόν τον όρο». Η ενεργή πολιτική ζωή της Σπυριδώνοβα έφτασε στο τέλος.
Το τέλος
Το 1937, ο Ιωσήφ Στάλιν δίνει εντολή να συλληφθεί η Σπυριδώνοβα στην Ουφά μαζί με δώδεκα άλλους πρώην Αριστερούς Εσέρους που ζούσαν εκεί. Κηρύσσεται ένοχη για τον σχεδιασμό αγροτικής εξέγερσης, και καταδικάζεται σε 25 χρόνια φυλάκιση από το Στρατοδικείο στις 8 Μαρτίου 1937. Μετά από απεργία πείνας κρατείται σε απομόνωση στις φυλακές Ορέλ. Μαρτυρίες αναφέρουν ότι «οι φύλακες τής φέρονται τόσο αποτρόπαια όσο και η τσαρική αστυνομία μερικές δεκαετίες πριν». Από το κελί της γράφει πολλές επιστολές προς τον Γενικό Εισαγγελέα της ΕΣΣΔ, με αίτημα να την σκοτώσει αμέσως και να σταματήσει το μαρτύριο.
Στις 11 Σεπτεμβρίου 1941 (τρεις μήνες μετά την Γερμανική εισβολή στην ΕΣΣΔ), η Σπυριδώνοβα και 162 άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι (μεταξύ αυτών ο Κριστιάν Ρακόφσκι και η Όλγα Καμένεβα), εκτελούνται από την NKVD (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων = η διαβόητη μυστική αστυνομία της Ε.Σ.Σ.Δ την εποχή του Στάλιν) στο Δάσος Μεντβέντεβ, έξω από το Ορυόλ.
Πηγές:
Alexander Rabinowitch, “Spiridonova,” in Edward Acton, Vladimir Iu. Cherniaev, and William G. Rosenberg (eds.), Critical Companion to the Russian Revolution, 1914-1921. Bloomington, IN: Indiana University Press, 1997.
Μετάφραση-απόδοση Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 174, Σεπτέμβριος 2017
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com