Αφιέρωμα στον “πατριάρχη” του ρεμπέτικου τραγουδιού Μάρκο Βαμβακάρη, που “έφυγε” σαν σήμερα το 1972
Σαν σήμερα το 1972 άφησε την τελευταία του πνοή ο «πατριάρχης» του ρεμπέτικου τραγουδιού Μάρκος Βαμβακάρης.
Όπως ο Ηρακλής άλλαξε την κοίτη και τη ροή του Αχελώου ποταμού, έτσι κι ο Μάρκος Βαμβακάρης άλλαξε την κοίτη και τη ροή του ελληνικού τραγουδιού στο σύνολό του.
Το ηράκλειο κατόρθωμά του έγκειται στο ότι με το ταλέντο του αλλά βοηθημένος και από τις συγκυρίες, καθιέρωσε το μπουζούκι σαν το βασικό όργανο του λαϊκού τραγουδιού των πόλεων, από το 1933 και μετά, και το ανήγαγε σε σύμβολο του νεοελληνισμού, όπως ο Παρθενώνας αποτελεί το σύμβολο του αρχαίου ελληνισμού.
Ο Μάρκος Βαμβακάρης, λάτρης των αρχαιοελληνικών μύθων, σήμερα γίνεται ο ίδιος ένας μύθος για τους λάτρεις του. Έχοντας βαθιά ιστορική συνείδηση, γράφει και ο ίδιος ιστορία, γίνεται μέρος της ιστορίας του νεοελληνικού πολιτισμού. Προσωποποιεί το θαλασσόδαρτο βράχο του νησιού του, μοιάζοντας κι αυτός με βράχο διαβρωμένο από τον άνεμο και τα κύματα της φτώχειας, της αρρώστιας και του πάθους, που τον θαλασσόδερναν μια ζωή.
Μέσα από το έργο του, με τις συνδηλώσεις που κουβαλά, κάνουν παρέλαση η φοινικική εποχή, η αρχαιοελληνική, η βυζαντινή, η ενετική, η οθωμανική και η πρόσφατη νεοελληνική. Το έργο του μας παραπέμπει στη μακραίωνη ιστορία της Σύρου αλλά και της Ελλάδας γενικά.
Τα παραπάνω είναι από το οπισθόφυλλο του βιβλίου του Νέαρχου Γεωργιάδη «Ο Μάρκος όπως τον γνώρισα. Ο Βαμβακάρης από το Α ως το Ω».
Από άλλο βιβλίο του ίδιου συγγραφέα το «Ρεμπέτικο και πολιτική» αντιγράφουμε ένα πολύ επίκαιρο απόσπασμα:
«Ο ρεμπέτης Μάρκος Βαμβακάρης, Σκυριανός στην καταγωγή, είχε αναφερθεί πολύ περιγραφικά την κατάσταση που συνάντησαν οι πρόσφυγες: “Έμενε ο κόσμος στα βαγόνια των σιδηροδρόμων. Έμενε εκεί που είχε καμιά αποθήκη εγκαταλειμμένη. Τσαντήρια κάνανε. Καταστροφή, μεγάλη καταστροφή. Να μην ξαναδούν τα μάτια μας τέτοια πράγματα. Το τι τραβήξανε αυτοί οι άνθρωποι δεν λέγεται. Ατιμαστήκανε. Γίνανε χάλια, χάλια, χάλια. Ασε που ήταν ατιμασμένοι από κει με τους Τούρκους που τους καταδιώκανε. Και κατόπιν εδώ που ήρθανε τα ίδια. Προσπαθήσανε, κάνανε χίλια δυό να βρίσκουνε το ψωμί τους, μέχρι να βρουν ένα σπίτι να κάτσουνε. Αν ένας πατέρας είχε πέντε-έξη παιδιά και κορίτσια, άλλα άρπαγε ο ένας από δω, άλλα ο άλλος από κει. Καταστροφή μάνα μου… Και οι ντόπιοι δεν τους έβλεπαν με καλό μάτι. Αλλά τους βρίζανε. Χίλια δύο. Φύγετε από δω ρε! Πηγαίνετε παρά πέρα. Δεν τους κοιτάζανε. Δεν είχαν την αγάπη να πουν για στάσου, συγγενείς μας είναι, Έλληνες πραγματικοί. Να τους αγκαλιάσουμε. Δεν έγινε αυτό το πράμα, ήθελαν να τους κλέψουνε οι κλεφταράδες που ήταν εδώ πέρα. Ν’ αρπάξουν ό,τι είχαν. Να τους κλέψουνε, να τους γελάσουνε. Απατεώνες.”»