ΑΛΗΘΕΙΕΣ και ΜΥΣΤΙΚΑ Του Μανόλη Κωνσταντάκη
Η “The Roost” ήταν μιά καλαίσθητη και αξιοπρεπής παμπ, με όλα τα παραδοσιακά ιρλανδέζικα στοιχεία του είδους. Βρισκόταν στη γωνία του κεντρικού δρόμου του Μέϋνουθ, με την οδό Λέϊνστερ, της επαρχίας Κίλνταρ, δυτικά του Δουβλίνου. Εκείνο το παγωμένο και γκρίζο σούρουπο του Φλεβάρη, με τα σύννεφα να κρέμονται απειλητικά, έτοιμα να ξεσπάσουν για άλλη μία φορά σε θρηνητική βροχή, έμοιαζε σχεδόν άδεια, μιας και ήταν νωρίς ακόμα για τους περισσότερους θαμώνες. Μόνο κάποιοι ελάχιστοι, οι δύο τρεις πολύ τακτικοί, έδιναν το σχήμα των πισινών τους στο δέρμα των σκαμπό της μπάρας που συνήθως προτιμούσαν.
Ο μπάρμαν πότε κοιτούσε αφηρημένα τις φλόγες που τρεμόπαιζαν στο βάθος του τζακιού, πότε απαντούσε σε κάποιο σχόλιο πελάτη, σκουπίζοντας τον σκούρο από βελανιδιά γυαλισμένο πάγκο σε σχήμα «V» με μία πετσέτα, όπως κάθε ευσυνείδητος μπάρμαν σε όλα τα αυθεντικά μπαρ στις ώρες της προσωρινής ανάπαυλας.
Δύο τραπέζια ήταν πιασμένα από παρέες φοιτητών του τοπικού κολλεγίου, που ξεκινούσαν τις πίντες τους κάπως νωρίτερα, και το τρίτο, από έναν ηλικιωμένο άντρα και μία αρκετά νεώτερη γυναίκα, που θύμιζε κόρη του ή ανιψιά του.
Το παράξενο «ζευγάρι», τουρίστες πιθανόν μια και δεν το είχε ξαναδεί, είχε καθίσει στο βάθος πριν κάμποση ώρα, παραγγέλνοντας ποτά, αφήνοντας τον στην ησυχία του.
Ο αινιγματικός άντρας έσκυψε πάνω από το μισογεμάτο ποτήρι μπύρας αναστενάζοντας σιγανά. Κούνησε το κεφάλι του με τα θλιμμένα γκρίζα μάτια, που κάθε άλλο παρά ηλικιωμένου βλέμμα είχαν, δύο τρεις φορές συγκατανεύοντας.
Η βαριά σιωπή συναγωνίζονταν τα μετέωρα γκρίζα σύννεφα που κρέμονταν πάνω από το Μέϋνουθ. Η νέα γυναίκα απέναντι του αντιλήφθηκε πως δεν έπρεπε να την σπάσει. Είχε πραγματικά μοχθήσει να βρει τον μυστηριώδη γέρο και πολύ περισσότερο να τον πείσει να της παραχωρήσει μία συνέντευξη.
Στην λογοτεχνία του φανταστικού θεωρείτο ο κορυφαίος συγγραφέας επί τρία συνεχή έτη. Είχε εμφανιστεί από το πουθενά πέντε χρόνια πριν, με έργα τα οποία πολύ γρήγορα έγιναν παγκόσμια best sellers, αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές από ειδήμονες αλλά κυρίως από τα εκατομμύρια των αναγνωστών.
Το μεγαλύτερο όμως μυστήριο δεν ήταν οι ιστορίες του, ήταν ο ίδιος. Μία μόνο φωτογραφία του είχε διαρρεύσει στον τύπο, δεν εμφανίζονταν ποτέ σε καμία βράβευση του, ούτε στις παρουσιάσεις των βιβλίων του και οι σπάνιες συνεντεύξεις που παραχωρούσε, ήταν αποκλειστικά τηλεφωνικές. Πολλοί αμφέβαλλαν για το αν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ή πίσω από το όνομα Τίντ Τρίππερ (Tid Tripper), κρυβόταν κάποιος άλλος διάσημος συγγραφέας.
Ο ίδιος ο Τρίππερ μέσω της σιωπής και της συνεπούς αδιαφορίας του προς όλες αυτές τις συνομωσιολογικές φήμες, τις έτρεφε και τις φούντωνε ολοένα και περισσότερο, ταυτόχρονα φυσικά με τις πωλήσεις των βιβλίων του από τον εκδοτικό οίκο Timeless Publications, κολοσσό του είδους, προερχόμενο από εξαγορές και συγχωνεύσεις άλλων επιτυχημένων εκδοτικών. Αίολες φήμες έλεγαν πως μεγάλο ποσοστό ανήκε στον ίδιο τον Τρίππερ, αλλά κανείς δεν μπορούσε να το επιβεβαιώσει. Ακόμα και η χώρα ή ο τόπος κατοικίας του ήταν ένα καλά προστατευμένο μυστικό.
Έτσι, όταν η Σόφι Ο’ Χάουκονχοκ κατάφερε μετά από επίμονες έρευνες και παρακλήσεις μηνών να πετύχει μία συνάντηση για συνέντευξη, ήταν για εκείνη απρόσμενα ανέλπιστη επιτυχία. Ήταν μία άσημη αλλά ταυτόχρονα επιμελής και φιλόδοξη δημοσιογράφος στα «Πολιτιστικά Νέα του Δουβλίνου», ενός εβδομαδιαίου εντύπου με μερικούς χιλιάδες ένθερμους αναγνώστες.
Νέα ακόμα, όμορφο μελαγχολικό πρόσωπο, όπου λαδοπράσινα μάτια έλαμπαν στο κέντρο μαύρων κύκλων, πλαισιωμένο από έναν καταρράκτη σγουρά μεταξένια μαλλιά στο χρώμα του μελιού, μεστή και μικροκαμωμένη, όλη η παρουσία της ανάβλυζε συγκρατημένη ενεργητικότητα και προσμονή.
Όταν ξεκίνησε στον ελεύθερο χρόνο της την έρευνα για τον Τρίππερ, δεν πίστευε στ’ αλήθεια πως θα έφτανε σε μερικούς μήνες μέχρι εδώ.
Ο συγγραφέας την περίμενε ήδη στην παμπ. Μετά την υποδοχή και τις συστάσεις, έμεινε αμίλητος για ώρα, απλώνοντας στην ατμόσφαιρα μια αμήχανη μα γαλήνια σιωπή, σαν την πρωινή ομίχλη της εξοχής του Κίλνταρ. Μπροστά του ένα μικρό φθαρμένο σημειωματάριο όπου μουτζούρωνε αφηρημένα.
Η Σόφι προσπαθούσε να κρύψει την νευρικότητα της κι εκείνος το καταλάβαινε.
Έβγαλε το δικό της μπλοκ σημειώσεων. Ήταν έτοιμη να αρχίσει, αλλά η γλώσσα της είχε δεθεί κόμπος και ο Τρίππερ, έμπειρος καθώς φαινόταν, έσπασε πρώτος την σιωπή:
«Δεσποινίς Ο’ Χάουκονχοκ σίγουρα μπήκατε σε μεγάλο κόπο μέχρι να με βρείτε τελικά. Ομολογώ πως η σταθερότητα, η ευγενική επιμονή σας, αλλά και η λαχτάρα να με συναντήσετε, ήταν αυτά που μου κέντρισαν το ενδιαφέρον και με έκαναν να σας δεχτώ.
Φαντάζομαι πως η λαχτάρα σας είναι να μάθετε τα μεγάλα μου μυστικά.
Ε λοιπόν δεν υπάρχουν μυστικά, τουλάχιστον όχι τέτοια που να ενδιαφέρουν εσάς και τους αναγνώστες σας.»
Όλα αυτά πριν καν μιλήσει η δημοσιογράφος.
– « Μόνο την αλήθεια και τα ψέματα σχετικά με σας θέλω να μάθω. Τι επιτέλους είναι αυτό που κρατάτε επτασφράγιστο μυστικό; Αυτό και φυσικά ό,τι άλλο αποφασίσετε να πείτε, με όλο το σεβασμό και την ευγνωμοσύνη για το γεγονός πως δεχτήκατε να με συναντήσετε. Είναι μεγάλη, και ομολογώ, απρόσμενη τιμή για μένα, είναι γνωστό πως αποφεύγετε για τους δικούς σας λόγους την δημοσιότητα. »
« Οι λόγοι για τους οποίους κάποιος επιλέγει να κρατήσει κάτι κρυφό με τόση επιμονή και φροντίδα είναι πάντα σχεδόν, σοβαροί. Αλλιώς δεν θα έμπαινε καν στον κόπο. Τις περισσότερες φορές κρύβονται κίνδυνοι για τους επίδοξους που θα προσπαθήσουν να αποκαλύψουν ένα τόσο καλά φυλαγμένο μυστικό. Μα μην φοβάστε, δεν υπονοώ κάποια απειλή από μέρους μου προς εσάς, κάθε άλλο. Απλά ανησυχώ εάν αυτά που θα μάθετε, τα αντέξει η λογική σας και το μυαλό σας. Άραγε θα το μπορέσετε; Οι αλήθειες είναι περίεργες εδώ και μοιάζουν ένα με τα μυστικά. Οι πιο όμορφες και συναρπαστικές ιστορίες δεν πρόκειται να γραφτούν ή να ειπωθούν ποτέ. Είναι καλύτερα έτσι. Πως θα μπορούσαν να το κάνουν πειστικά άλλωστε;
Όταν η φαντασία ζωντανεύει, παίρνοντας σάρκα και οστά, μόνο την εύθραυστη σιωπή έχει για προστασία.
Τότε η σιωπή γίνεται ιερή.
Έρχομαι λοιπόν από κάποια άλλη παλιά εποχή, με άλλες συνήθειες, κώδικες και νοοτροπία.
Δεν ανήκω σε αυτούς τους αιώνες.»
-«Τι εννοείτε;»
«Είμαι ναυαγός στον κόσμο σας. Κουβαλάω λίγη από τη μαγεία του χτες και μερικές θολές κλεφτές ματιές του αύριο πάνω μου. Όλα αυτά που χάσατε ή όλα αυτά που ψάχνετε. Είμαι ακραία ρομαντικός για την εποχή σας. Ένα αξιοπερίεργο παράδοξο. Τί περιμένετε να ακούσετε; Ακόμα και αν σας το πω, το πιθανότερο να μην με πιστέψετε…»
-«Σας διαβεβαιώ, όλη μου η προσοχή είναι πάνω σας, είμαι έτοιμη για την πιο ακραία ιστορία».
«Ας είναι λοιπόν. Θα σας κάνω το χατίρι. Να λοιπόν η αλήθεια.
Δεν είμαι από δω. Ποτέ δεν ήμουν. Όμως, να είστε απολύτως βέβαιη, δεν βρέθηκα τυχαία στο σημείο αυτό από κάποιο καπρίτσιο ενός διεστραμμένου χωροχρονικού κενού, μίας ασήμαντης παραδοξότητας.
Όλα όσα συμβαίνουν, γίνονται για κάποιο λόγο.
Αλήθειες και μυστικά είναι αξεδιάλυτα μπλεγμένα σε ένα άλλοτε σκοτεινό κι άλλοτε πολύχρωμο κουβάρι. Ποιού πραγματικά ο νους δεν γονατίζει μπροστά τους;
Τα μυστικά είναι σαν ρούχα ποτισμένα με οξύ, προστατεύουν από το κρύο την ίδια ώρα που κατατρώγουν τη σάρκα. Είναι το απαραίτητο προσωπείο της ντροπής, της απέλπιδης προσπάθειας να κρυφτεί η ασχήμια…
Ό,τι και όπως και να το πω δεν θα με πιστέψετε εύκολα, ούτε εσείς, ούτε κανείς άλλος. Τα ανθρώπινα μυαλά συνήθως δεν αντέχουν. Γι αυτό γράφω ιστορίες φαντασίας ή στίχους. Είναι πιο εύκολο και ανώδυνο έτσι. Κανείς δεν αμφισβητεί, κανείς δεν υποψιάζεται, κανείς δεν ανησυχεί. Γιατί έτσι πρέπει. Η ζωή των ανθρώπων να κυλάει αρμονικά, μονότονα, ακίνδυνα, όσο γίνεται, όσο μπορεί να γίνει δηλαδή.
Όσο για την αλήθεια;
Αυτή είναι η ιστορία μου.
Με όσα μυστικά μπορώ να περιγράψω με ανθρώπινες λέξεις.»
-«Κύριε Τρίπερ ομολογώ πως με έχετε προβληματίσει, τουλάχιστον…»
«Είπα στην αρχή πως δεν είμαι από δω και θα προσπαθήσω να είμαι όσο πιο σαφής γίνεται σχετικά με αυτό. Η αλήθεια, για να ξεκινήσουμε, είναι πως δεν ξέρω πια από πού είμαι πραγματικά, ή από το πότε ακριβώς είμαι. Προσέξτε, δεν εννοώ τον τόπο γέννησης μου ή την χρονολογία που γεννήθηκα, αλλά το που ανήκω ουσιαστικά.
Είναι όλα μπερδεμένα σε ένα νεφελώδες σύμπλεγμα εικόνων, τοπίων, προσώπων, καταστάσεων και κυρίως διαφορετικών χρονικών στιγμών. Κυρίως αυτό. Όλα εφορμούν ξαφνικά και με αρπάζουν μαζί τους παρασέρνοντας με σε ένα ρευστό αξεδιάλυτο χωνευτήρι, όπου το Τώρα είναι Χτες και Αύριο ταυτόχρονα, ένα παλλόμενο συνεχές ήχων, χρωμάτων, αισθήσεων, μα και ανθρώπων σε διαφορετικά μέρη και εποχές.
Ξεκίνησε η περιπλάνηση μου πριν πολλά χρόνια. Μόνο υποθέσεις μπορώ να κάνω ακόμα και τώρα. Ήταν στα χρόνια της πρώιμης νεότητας μου, όταν κατάλαβα πως κάτι το διαφορετικό συνέβαινε με μένα, κάτι το αλλόκοτο, το οποίο δεν επεδίωξα και δεν ήξερα γιατί συνέβαινε, με ολοένα αυξανόμενη συχνότητα, διάρκεια και ένταση. Το μέρος που πρωτοείδα το φως, αμυδρά και συγκεχυμένα το θυμάμαι, όπως και την οικογένεια μου. Τα πρόσωπα και οι λεπτομέρειες σβήστηκαν στο σαρωτικό πέρασμα διακοπτόμενων και βίαιων άνισων χρονικών περιόδων, που δεν είχαν καμία συνοχή και λογική διαδοχή μεταξύ τους…
Μην με διακόψετε σας παρακαλώ πολύ!
Την πρώτη φορά που «χάθηκα», ήταν κάπου εκεί στα δώδεκα. Νόμισα στην αρχή πως ήταν απλώς ένα όνειρο, ένα πολύ ζωντανό, μεγαλειώδες και αγχωτικό όνειρο. Πραγματικά τρομακτικό αλλά και συναρπαστικό με έναν μοναδικά ακατανόητο τρόπο. Γιατί πρέπει να πω και είναι σημαντικό αυτό, πως τούτη η κατάσταση, πυροδοτείται και συμβαίνει κυρίως, κατά τα αρχικά στάδια του ύπνου. Αργότερα πολύ, ανακάλυψα τρόπο να την δημιουργώ και ξύπνιος, κατά βούληση. Όπως και να μπορώ πια να πηγαίνω εκεί που ο ίδιος επιλέγω. Ας προχωρήσουμε όμως στην ιστορία.
Το μυστικό που κρύβω, ένα από αυτά τουλάχιστον, είναι το πότε ακριβώς γεννήθηκα. Γεννήθηκα πριν πολλά, πάρα πολλά χρόνια στη Σύμη, το 1666, ένα μικρό ελληνικό νησί των Δωδεκανήσων κάπου στο Αιγαίο πέλαγος. Πριν πόσα χρόνια; Εδώ είναι που η Αλήθεια αναγκάζεται να φορέσει τον σκοτεινό μανδύα του Μυστικού, για να γλυτώσει όποιον την βιώνει από την χλεύη ή την οργή των ανθρώπων και όσους πιθανώς πιστέψουν το απίστευτο. Ζητήσατε Αλήθειες και Μυστικά, οπότε οπλιστείτε με ανοιχτό μυαλό και προστατευτείτε από την τρέλα. Προς Θεού, μην οργιστείτε μαζί μου και μην με χλευάσετε.
Ήταν στα 1678, που από το χωριό μου, το Πέδι, μικρό ψαροχώρι τότε, βρέθηκα ξαφνικά σε μία μεγάλη πολιτεία με φαρδείς δρόμους και αμέτρητα πανύψηλα κτήρια. Δρόμους μαύρους και γκρίζους όπου αμέτρητα αμάξια χωρίς να τα σέρνουν άλογα έτρεχαν με απίστευτη ταχύτητα. Και μέσα τους λογής λογής ανθρώπους! Άνθρωποι που μιλούσαν γλώσσα που εγώ δεν καταλάβαινα, άνθρωποι που φορούσαν ρούχα τα οποία δεν είχα ξαναδεί. Ήμουν τρομοκρατημένος έτσι όπως στεκόμουν ξυπόλυτος κι αποσβολωμένος με γουρλωμένα μάτια στην άκρη του δρόμου. Δεν ήξερα αν όλα αυτά τα έβλεπα σε όραμα δαιμονικό, αν είχα πεθάνει ξαφνικά ή μου είχε κάνει μάγια η Μπάμπω, η γριά ξενομερίτισσα μάγισσα και μαμή του νησιού. Δεν ήξερα γιατί και πως βρέθηκα σε κείνο το μέρος. Τι να με είχε αρπάξει εκείνο το μεσημέρι που αποκοιμήθηκα πάνω στα δίχτυα μας ψευτομπαλώνονοντας τα; Πώς βρέθηκα στον αλλόκοτο μυστηριώδη ξένο εκείνο κόσμο, τόσο μακριά από το μόλο που κάθε μέρα έπαιζα; Δοκίμασα να κάνω την προσευχή μου, αυτά που μας μάθαινε ο παπα Σίδωρος, όμως μάταια. Οι προσευχές και τα πατερημά δεν είχαν κανένα αποτέλεσμα. Θα το μάθαινα πολλές φορές στο μέλλον ή καλύτερα στις χρονικές περιόδους που βίωνα. Καμία θρησκεία και καμία πίστη δεν περιελάμβανε στη διδασκαλία της και στα τροπάρια της το αλλόκοτο ασυνεχές του χωροχρόνου.
Ευτυχώς αυτό δεν κράτησε πολύ. Με τον ίδιο ξαφνικό κι αλλόκοτο κι ακατανόητο τρόπο βρέθηκα πάλι πίσω στο μόλο, στη βάρκα και τα δίχτυα μου. Κράτησε ελάχιστα λεπτά όλο αυτό. Και ήμουν ξύπνιος όταν επέστρεψα. Το κατάλαβα από τις φωνές και την κατσάδα της μάνας μου, η οποία όταν δεν πήγα το μεσημέρι για φαγητό, πήρε τις ρούγες του χωριού και ρώταγε όποιον εύρισκε αν με έχουνε δει. Στο λυτρωτικά ανακουφιστικό κατσάδιασμα της, το μόνο που κατάφερα να ψελλίσω ήταν πως πηγαίνοντας στα βράχια για αχινούς και πεταλίδες ξεχάστηκα. Πως μπορούσα να της πω την αλήθεια; Πώς να περιγράψω τι ακριβώς έζησα; Χειρότερα θα έμπλεκα, θα με λέγανε ονειροπαρμένο, ζαβό, αλλούτερο, γι’ αυτό κι έβγαλα πολύ σοφά, το σκασμό. Στον 17ο αιώνα δεν ήταν πολύ έξυπνο, πόσο μάλλον ασφαλές, να λες τέτοια πράγματα, ακόμα και στη μάνα σου…»
Στο σημείο αυτό έκανε μία μικρή παύση, πίνοντας λίγη μπύρα…
-«Στο νέο σας βιβλίο αναφέρεστε;» Άδραξε η Σόφι την ευκαιρία.
«Θα δείτε όταν τελειώσω.
Πολύ αργότερα, συνειδητοποίησα πως εκείνη η πρώτη πόλη στην οποία βρέθηκα τόσο αστραπιαία όσο ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού, ήταν η Ν. Υόρκη της δεκαετίας του 1950. Το κατάλαβα όταν πραγματικά την επισκέφθηκα ξανά την αντίστοιχη περίοδο, ως ενήλικας πια, έχοντας «επισκεφτεί» αμέτρητες άλλες σε διαφορετικές χρονικές περιόδους σπανίως με την κανονική χρονολογική εξέλιξη και ανάπτυξη των πόλεων αυτών και του κόσμου γενικότερα.
Διέθετα ένα σπάνιο «χάρισμα», ήταν γεγονός αυτό. Έτσι τουλάχιστον το θεώρησα σε εκείνο το μακρινό Τότε. Στο ξεκίνημα μιας νιότης που έζησα κομματιασμένη καμιά δεκαριά φορές αν θυμάμαι καλά, όπως έζησα πολλές φορές όλες τις περιόδους της ζωής μου, ενηλικίωση, νεότητα, ωριμότητα, γηρατειά, ακόμα και τον θάνατό μου, εννοείται όχι με την κανονική σειρά, σε διάφορα μέρη, διαφόρων εποχών. ΠΑΝΤΑ ήμουν εγώ, ο ίδιος άνθρωπος.
Δεν άλλαζα μόνο εποχές, ζούσα ξανά και ξανά και τα θυμόμουν ΟΛΑ κάθε τι προηγούμενο που είχα βιώσει. Δεν γεννιόμουν ξανά, αλλά μετά από κάθε θάνατο, μεταφερόμουν με ένα ανεξήγητο τρόπο αλλού, σε άλλη εποχή, σε άλλον τόπο, ακριβώς όπως ήμουν λίγο πριν πεθάνω. Ξέρεις πόσο βασανιστικό είναι αυτό;
Χάρισμα;!!!…
Χά! Ας γελάσω! Αν και το κλάμα θα ταίριαζε καλύτερα. Όμως πια ούτε γελάω, ούτε κλαίω, βαρέθηκα. Χαρισμένο λοιπόν σε όποιον το θέλει ένα τέτοιο «χάρισμα»! Κατάρα ήταν, και παραμένει έως σήμερα.
Φαντάσου μόνο ένα. Να σε αρπάζει ο χρόνος κάθε λίγο, απροειδοποίητα και να σε πετάει σαν σκουπίδι από εποχή σε εποχή. Κάθε φορά να βρίσκεσαι απρόσκλητος παρίας κάπου αλλού, ξυπνώντας σε Κόσμο Ξένο. Φοβισμένος, μην ξέροντας που να πας και σε ποιόν. Μην έχοντας στον ήλιο μοίρα. Να μην γνωρίζεις γλώσσα, συνήθειες, έθιμα, να μην έχεις τίποτα στην αρχή. Με τον καιρό μάθαινα από τα ταξίδια μου, διάβαζα, ρωτούσα, ενημερωνόμουν και άρχισε να γίνεται ολοένα και πιο εύκολο να προσαρμόζομαι σε εποχές και τόπους. Όσο τρομακτικό όμως κι αν ήταν είχε αυτή την μαγεία, την άγρια γοητεία του αγνώστου, της περιπέτειας, του τι μπορεί να ανακαλύψεις εκεί. Έπρεπε να περάσουν πολλά αγωνιώδη χρόνια για να σταματήσω να είμαι έρμαιο στα καπρίτσια Αυτού του Άγνωστου που μετρά ανάσες και βήματα ανθρώπων. Του Χρόνου του ανελέητου και ανεξιχνίαστου.
Έπρεπε να κάνω δεκάδες ταξίδια μέχρι να βρω τρόπο, για την ακρίβεια αυτός με βρήκε σε κάποιο από αυτά, ώστε να μπορέσω να το ελέγξω και να το χρησιμοποιώ σχεδόν κατά βούληση. Στην αρχή όπως σας είπα, με είχε συνεπάρει. Έβλεπα μέρη και πράγματα που δεν τα χωρούσε ο νους μου, όμορφα, τρομακτικά, μαγικά που δεν είχα ακούσει ούτε στα παραμύθια. Δεν υπήρχαν ακόμα παραμύθια για όλα αυτά. Άλλοτε πάλι έβλεπα ανθρώπους και εποχές που είχα ακούσει στα παραμύθια.
Ο χρόνος σε αυτές μου τις ακούσιες (στην αρχή τουλάχιστον) περιπλανήσεις δεν μετρούσε με καμία λογική συνέχεια. Η διάρκεια που βίωνα το κάθε ταξίδι στις διάφορες εποχές, ποίκιλλε από λεπτά έως χρόνια.
Έφτασα στα τριάντα μου έχοντας επισκεφθεί παρελθόν και μέλλον δεκάδες φορές το καθένα, πριν αρχίσω κάπως να ελέγχω τα ταξίδια μου αυτά. Ο έλεγχος βέβαια, παρέμενε πολύ ασαφής και γεμάτος μικρές ή μεγάλες εκπλήξεις, όμως ήταν έστω και ψυχολογικά ένα στήριγμα, μία νοητική σωσίβια λέμβος, ένα καταφύγιο από την τρέλα και τον τρόμο της χωροχρονικής εναλλαγής. Και φυσικά…»
Η Σόφι Ο’ Χάουκονχοκ δεν άντεξε άλλο, τον διέκοψε με σχεδόν ψιθυριστή φωνή, γεμάτη όμως ένταση και απογοήτευση:
-« Κύριε Τρίππερ σας παρακαλώ πολύ! Δεχτήκατε να με δείτε και όντως η τιμή που μου κάνετε είναι μεγάλη, σας το είπα και πριν, όμως σας παρακαλώ πολύ μην με κοροϊδεύετε, ούτε εμένα ούτε τους αναγνώστες μου. Η ευκαιρία που μου δίνετε με την συνάντηση για την συνέντευξη αυτή, το γνωρίζω πολύ καλά, πως είναι ευκαιρία ζωής για μία δημοσιογράφο ενός εβδομαδιαίου εντύπου ειδικού κοινού. Μην μου την μετατρέψετε σας παρακαλώ πολύ στην μεγαλύτερη γελοιοποίηση της καριέρας μου. Δεν μου αξίζει κάτι τέτοιο. Ήρθα εδώ με όνειρο να καταφέρω να πάρω αποκλειστική συνέντευξη από τον μεγαλύτερο συγγραφέα φαντασίας της εποχής μας, έναν άνθρωπο θρύλο αλλά και μέγα μυστήριο και σεις μου λέτε όλα αυτά! Δεν ξέρω εάν προσπαθείτε να προωθήσετε κάποιο μελλοντικό βιβλίο σας, (πράγμα που εννοείται πως δεν το έχετε ανάγκη) ή να με μειώσετε με αυτό τον τρόπο. Έχω ειλικρινά στεναχωρηθεί κύριε Τρίππερ! Εκτός αν… Εκτός αν ΟΝΤΩΣ τα πιστεύετε όλα αυτά! Τότε… »
(Η δημοσιογράφος τα τελευταία λεπτά, στριφογύριζε νευρικά το δαχτυλίδι που φορούσε στον αριστερό της παράμεσο, σήκωσε το βλέμμα της και τον κοίταξε με μάτια διάπλατα από έκπληξη και μία υποψία συμπόνιας.)
– «…Τότε φυσικά θα είμαι ένας δυστυχής παράφρονας. Διάσημος και ταλαντούχος μυστηριώδης, ηλικιωμένος και παράφρονας. Σωστά κυρία Ο’ Χάουκονχοκ;»
είπε με ένα συγκαταβατικό χαμόγελο ο συγγραφέας, κάνοντας παράλληλα νόημα στον μπάρμαν για άλλον έναν γύρο μπύρας 5 Lamps Dublin Lager και Jameson για τον ίδιο και μία Bulmers για τη νεαρή γυναίκα.
Έμειναν σιωπηλοί μέχρι που ο μπάρμαν έφερε την παραγγελία. Ο Τρίππερ πλήρωσε αυτά και τα προηγούμενα. Η Σόφι έκανε να διαμαρτυρηθεί, εκείνος όμως την έκοψε ευγενικά αλλά με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
«Σας παρακαλώ κυριά Ο Χάουκονχοκ, επιτρέψτε μου, είστε καλεσμένη μου και όπως σας είπα έρχομαι από άλλη εποχή.»
-«Δεν ήθελα να σας προσβάλλω κύριε Τρίππερ, από την άλλη αυτό πρέπει να είναι αμοιβαίο.»
– « Δεν με προσβάλλατε κυρία Ο’ Χάουκονχοκ, ή μπορώ να σας λέω Σόφι αν μου το επιτρέπετε φυσικά;»
– «Φυσικά κύριε Τρίππερ μπορείτε να με λέτε Σόφι» απάντησε εκείνη, χαμηλώνοντας την ένταση της φωνής της.
-«Εντάξει είναι λογικό να σκέφτεσαι αυτά που σκέφτεσαι, το αντίθετο θα με παραξένευε. Σου το είπα εξάλλου από την αρχή της κουβέντας μας πως τις δικές μου αλήθειες είναι δύσκολες να τις αντέξει ο νους του μέσου ανθρώπου. Και οι αλήθειες αυτές είναι και τα μυστικά μου που τόσο πολύ θέλει ο κόσμος να μάθει. Δεν υπάρχει κάτι άλλο, κάποια σκοπιμότητα δόλια, όχι Σόφι. Ζήτησες αλήθειες και μυστικά, αυτά λοιπόν θα έχεις. Θέλεις να συνεχίσω;»
-«Ναι κύριε Τρίππερ, βεβαίως, παρακαλώ! Συγνώμη για το ξέσπασμα προηγουμένως, αλλά καταλαβαίνετε. Είναι τόσο αλλόκοτα όλα αυτά που μου λέτε. Και πραγματικά απορώ το γιατί και πως επιλέξατε εμένα από εκατοντάδες ή και χιλιάδες συναδέλφους μου, αρκετοί από τους οποίους είναι ασύγκριτα πιο διάσημοι και έμπειροι. Ναι απορώ και συγχωρήστε με που σας το λέω. Περίμενα μία, πώς να το πω, συμβατική συνέντευξη, αλλά αυτό εδώ…»
Ο ηλικιωμένος άντρας ρούφηξε λίγο Jameson και χαμογέλασε κοιτάζοντας την.
-«Έχε υπομονή αγαπητή Σόφι και θα καταλάβεις. Λοιπόν που είχα μείνει;…
Ά ναι, στο ασφαλές νοητικό μου καταφύγιο από την τρέλα. Το Άσυλο μου όπου κατέφευγα κάθε φορά όταν ο τρόμος και η απόγνωση μου δάγκωνε τη ψυχή και ροκάνιζε το μυαλό. Ήταν ένα Όνειρο. Όχι δεν πρόκειται να σου πω ποιο ή τι ήταν και είναι. Αυτό είναι το μόνο Ιερό που έχω και το φυλάω ζηλότυπα και προσεκτικά. Είναι κάτι μόνο για μένα και θα το πάρω μαζί μου στον τάφο όταν έρθει εκείνη η ώρα. …»
-«Ένα Όνειρο είπατε; Άκουσα καλά; Ένα όνειρο στο οποίο καταφεύγετε όταν η κατάσταση είναι δύσκολη; Αυτό δεν είπατε;!»
-«Μάλιστα Σόφι, καλά άκουσες, ένα Όνειρο, το δικό μου Όνειρο.»
-«Ξέρετε αυτό που μόλις είπατε είναι ένα ακόμα σοκ για μένα, ίσως το μεγαλύτερο από όσα έχετε πει έως τώρα. Βλέπετε έχω κι εγώ, υπάρχει δηλαδή ένα Όνειρο, που βλέπω από παιδί σχεδόν και είναι το δικό μου Καταφύγιο και Άσυλο στις δύσκολες ώρες, εκεί που καταφεύγει ο νους κι η ψυχή για να γαληνέψει…»
Ο Τρίππερ σήκωσε το χέρι του κάνοντας της νόημα να σωπάσει.
– «Μην λές παρακάτω Σόφι, αυτό είναι το δικό σας Όνειρο. Το δικό ΣΑΣ Μυστικό κι η δική σας Αλήθεια. Το μόνο που θα σου πω εγώ γι’ αυτό το θέμα, αυτό που θα σου βεβαιώσω και θέλω να το πιστέψεις, είναι πως αυτού του είδους τα Όνειρα είναι ΑΛΗΘΙΝΑ, πραγματικά, με σάρκα, οστά και υπόσταση! Μόνο αυτό»
Η Σόφι δεν τόλμησε να διακόψει, τον κοιτούσε έκπληκτη, συνεπαρμένη, προφανώς σκεφτόμενη το δικό της Όνειρο. Ήταν αυτό, το ίδιο όνειρο το οποίο έβλεπε συχνά εδώ και είκοσι χρόνια, από τα δεκαπέντε της σχεδόν. Και κάθε φορά, ξύπναγε έχοντας την αίσθηση πως ξυπνάει σε κόσμο ξένο κι αυτή. Άραγε να υπήρχε στ΄ αλήθεια; Ένας κόμπος ανέβηκε στο λαιμό της, η κοιλιά της χαμηλά σφίχτηκε, ένιωσε ελαφριά ζάλη. Σκέφτηκε τον Βίνσεντ, τον ΔΙΚΟ της Βίνσεντ! Τον νέο άντρα που έβλεπε από κορίτσι στο Όνειρο ΤΗΣ, αυτόν με τον οποίο έσμιξε πρώτη φορά ΕΚΕΙ. Στο Άσυλο του ονείρου. Τον έρωτα της τον ακριβό, ο οποίος υπήρχε μονάχα εκεί, και τον οποίο αναζητούσε χρόνια με τη δίψα της εκπλήρωσης που όμως γνώριζε πως δεν θα υπάρξει ποτέ, σε όλους, όσους άντρες πέρασαν από την ζωή της. Τον Βίνσεντ…
-«Που λές Σόφι, σίγουρα θα θέλεις να μάθεις περισσότερα για τις περιπλανήσεις μου σωστά; Για το πώς και γιατί βρέθηκα στην εποχή σας. Θα σου πω με τον τρόπο μου όλα όσα κρίνω πως πρέπει, μα πρώτα θα μου επιτρέψεις να πάω για λίγο εκεί που και ο βασιλιάς πηγαίνει μόνος. Βλέπεις η μπύρα εκδικείται και στην ηλικία μου η εκδίκηση της είναι πιο συχνή και επιτακτική. Μόνο σε παρακαλώ κράτησε αυτόν τον φάκελο και υποσχέσου μου πως θα τον ανοίξεις μετά την συνάντηση μας» είπε με ένα αινιγματικό χαμόγελο.
Ο Τρίππερ σηκώθηκε και κατευθύνθηκε προς την τουαλέτα της pub, ακριβώς απέναντι στο τραπέζι τους στα πέντε μέτρα. Άνοιξε την πόρτα και μπήκε. Πέρασαν πέντε λεπτά, πέρασαν άλλα δέκα, και ακόμα τόσα, ο Τρίππερ όμως δεν ερχόταν. Η Σόφι στην αρχή παραξενεύτηκε, όσο όμως η ώρα περνούσε, άρχισε να ανησυχεί. Έτσι μίλησε στον μπάρμαν για το τι συνέβαινε, φοβόταν μήπως ο Τρίππερ είχε πάθει κάτι, μια ανακοπή ίσως, ένα εγκεφαλικό ή…
Ο μπάρμαν πήγε αμέσως έλεγξε την τουαλέτα, μπήκε μα δεν είδε κανέναν. Δεν υπήρχε κανείς εκεί.
-«Είστε σίγουρη πως ο κύριος με τον οποίο ήσασταν παρέα δεν βγήκε χωρίς να τον αντιληφθείτε; Μέσα δεν υπάρχει κανείς. Και φυσικά δεν μπορεί να εξαφανίστηκε σαν ατμός.»
– «Αποκλείεται, έβλεπα συνεχώς προς τα εκεί, εάν έβγαινε θα το ήξερα σίγουρα. Μήπως υπάρχει άλλη έξοδος μέσα ή κάποιο παράθυρο; Επίσης θα ήθελα με όλο το θάρρος να ρωτήσω εάν τον γνωρίζετε τον κύριο Τρίππερ, εάν είναι συχνός σας πελάτης. Πρέπει να ζει εδώ κοντά ξέρετε. » ρώτησε η Σόφι, μην ξέροντας τι άλλο να πει.
-«Όχι κυρία μου, δεν υπάρχει άλλη έξοδος ούτε παράθυρο, μόνο ένας εντοιχισμένος ανεμιστήρας με σήτα είκοσι περίπου εκατοστών. Τον κύριο που ήταν παρέα σας πρώτη φορά τον βλέπω, όπως και εσάς άλλωστε. Ελπίζω ο φίλος σας να είναι καλά. Και τώρα με συγχωρείτε, αλλά όπως βλέπετε, με περιμένει κόσμος» είπε ο μπάρμαν νεύοντας με το κεφάλι του προς την μεριά της μπάρας.
Η Σόφι αποσβολωμένη επέστρεψε στο τραπέζι όπου μέχρι λίγη ώρα πριν συζητούσε με τον Τρίππερ. Κάθισε ξέπνοη. Δεν μπορούσε να είχε φύγει από πουθενά, σίγουρα δεν βγήκε από την πόρτα, ούτε και κάποιος άλλος είχε μπει στο μεταξύ διάστημα ώστε να μπερδευτεί, επίσης δεν γινόταν να έχει εξαφανιστεί έτσι, σαν ατμός, ξεπερνούσε τη λογική. Ήταν αδύνατον, εξωπραγματικό. Ανατρίχιασε.
Εκτός εάν έλεγε όντως αλήθεια!!!…
Εάν όντως ήταν ένας περιπλανώμενος στο Χρόνο και είχε φύγει από αυτή την εποχή ποιος ξέρει πως, για να πάει πού και γιατί. Ναι, ξεπερνούσε τη λογική, όμως είχε συμβεί και ήταν μάρτυρας της ακατανόητης αυτής εξαφάνισης. Χλόμιασε, εάν δεν ήταν ο μπάρμαν που είχε και εκείνος δει τον Τρίππερ, ίσως να άρχιζε να αμφιβάλλει για την νοητική της κατάσταση και σταθερότητα. Όμως ευτυχώς για εκείνη, ο μπάρμαν τον είχε δει. Υπήρξε ΟΝΤΩΣ ένας άντρας μαζί της εκεί πριν λίγο. Δεν είχε τρελαθεί.
Κοιτούσε αφηρημένη το τραπέζι προσπαθώντας να διαχειριστεί την κατάσταση, όταν θυμήθηκε τον φάκελο. Τον άνοιξε βγάζοντας ένα διπλωμένο χαρτί από μέσα. Μία πρόταση ήταν γραμμένη σε αυτό, με γερτό καλλιγραφικό χαρακτήρα. Μία πρόταση που την μαγνήτισαν οι λέξεις της, πριν ακόμα καλά καλά την διαβάσει. Η όραση της θόλωσε, τα πρώτα δάκρυα ήδη στόλιζαν τις άκρες των ματιών της, διάφανα. Τα γράμματα απέκτησαν ξαφνικά δική τους ζωή, και χόρευαν στο χαρτί. Συνειδητοποίησε άναυδη πως ήταν ίδια με αυτά στην επιγραφή στο εσωτερικό του δαχτυλιδιού της, mo anam cara (το πρόσωπο της ψυχής μου).
Το δαχτυλίδι που είχε συνδέσει με το Όνειρό της. Με τον νεαρό άντρα εκεί, τον Βίνσεντ της. Το πήρε στα τρεμάμενα χέρια της αργά, και διάβασε:
« Να πιστέψεις στο Όνειρο σου γλυκιά μου, υπάρχει και είναι αληθινό.
Για να μην ξυπνάς πια σε Κόσμο Ξένο, γι αυτό σε διάλεξα.»
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
Κάποια από τα γεγονότα και τα πρόσωπα που κρύβονται πίσω από αυτή την ιστορία φαντασίας, είναι πέρα για πέρα αληθινά. Όπως αλήθεια είναι ότι τα Όνειρα ζωντανεύουν. Όχι όλα όμως. Μόνο αυτά που επιμένουν να μας μιλούν για χρόνια. Η πραγματική ιστορία, που για την ώρα επιτρέψτε μου να μην σας την ιστορήσω, είναι απείρως πιο όμορφη, γοητευτική και σαγηνευτική. Ναι, υπάρχει αυτό που λέμε Ανεξήγητο και βρίσκει αλλόκοτους τρόπους να «εισβάλλει» στην «πραγματική» ζωή.
Ίσως τελικά τα Όνειρα να είναι εξίσου αληθινά με εμάς, ή εμείς να μην είμαστε τίποτε άλλο παρά Όνειρα.
Το μέρος όπου εκτυλίσσεται η υπόθεση, όπως και όσα τοπωνύμια αναφέρονται, είναι επίσης υπαρκτά. Μπορείτε να τα επισκεφθείτε αν θέλετε.
“Την επιμέλεια του κειμένου έκανε η Δήμητρα Περλορέντζου, την οποία και θερμά ευχαριστώ.”