Τα αναδρομικά των γιατρών ΕΣΥ και η κυβερνητική προπαγάνδα
Γράφει ο Πάνος Παπανικολάου
Νευροχειρουργός, ΓΓ ΟΕΝΓΕ, εκπρόσωπος Ενωτικού Κινήματος για την Ανατροπή
Οι νοσοκομειακοί γιατροί είναι ο κλάδος του ευρύτερου δημοσίου που μισθολογικά έχει πληγεί περισσότερο από όλους τους άλλους από την μνημονιακή λαίλαπα.
Οι μισθολογικές μειώσεις την περίοδο 2010 – 2017 φτάνουν το 55% με σοβαρότερες αυτές στην βαθμίδα του διευθυντή στην οποία ανήκουν σήμερα οι περισσότεροι μόνιμοι ειδικευμένοι γιατροί του ΕΣΥ λόγω ελάχιστου αριθμού προσλήψεων νέων επιμελητών και λόγω γήρανσης του πληθυσμού των υπηρετούντων.
Υπενθυμίζεται εδώ πως και πριν το 2010 οι μισθοί των νοσοκομειακών γιατρών στην Ελλάδα ήταν οι χαμηλότεροι με διαφορά στην Δυτική Ευρώπη : την δεκαετία 2000 – 2010 παρά την αύξηση στο κόστος ζωής που είχε επιφέρει η ένταξη της χώρας στην ευρωζώνη, η μοναδική μισθολογική αύξηση που δόθηκε ήταν αυτή στις αρχές του 2009 μετά από δύο χρόνια δυναμικές κινητοποιήσεις. Επίσης τραγική είναι η κατάσταση και με την μείωση των συντάξεων και των εφ’ άπαξ. Μάλιστα, εδώ και σχεδόν 3 χρόνια, ΚΑΜΙΑ οριστική σύνταξη δεν έχει δοθεί αλλά όσοι συνταξιοδοτήθηκαν από το 2016 εξακολουθούν να ζουν με τα ψίχουλα της «προσωρινής».
Την περίοδο 2010 – 2017 οι μισθολογικές μειώσεις έγιναν σε 3 δόσεις. Με ρυθμίσεις του 2010 (κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ) και του 2017 (κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ) αυξήθηκαν οι φορολογικές και ασφαλιστικές κρατήσεις με συνεπαγόμενη σοβαρή μείωση των καθαρών αποδοχών. Με ρύθμιση του 2012 (κυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ – ΔΗΜΑΡ, νόμος 4093) είχαν μειωθεί και οι ονομαστικές μεικτές αποδοχές σε όλα τα ειδικά μισθολόγια. Τέλος με άλλη ρύθμιση είχαν περικοπεί 13ος – 14ος – επίδομα άδειας σε όλους τους εργαζόμενους του ευρύτερου δημοσίου.
Για όλες αυτές τις περικοπές έχουν γίνει όλη αυτήν την περίοδο πολλαπλές αγωνιστικές – απεργιακές κινητοποιήσεις και διάφορες δικαστικές προσφυγές. Με βάση τις δικαστικές αποφάσεις (ΣτΕ) οι επίμαχες διατάξεις του ν. 4093/12 έχουν κριθεί αντισυνταγματικές για όλους τους κλάδους των ειδικών μισθολογίων με συνεπαγόμενη την υποχρέωση της πολιτείας να άρει εκείνην την περικοπή όσον αφορά τους μισθούς από εδώ και πέρα. Για δικαστικούς – ένστολους το ΣτΕ επιπρόσθετα είχε κρίνει (για ευνόητους λόγους που έχουν να κάνουν με την νοοτροπία περί «σκληρού πυρήνα» του κράτους και που είχαν αναφερθεί σε σχετικές ανακοινώσεις μας) πως πρέπει να δοθούν όλα τα αναδρομικά από 1/1/2012. Για τους γιατρούς ΕΣΥ και τους πανεπιστημιακούς το ΣτΕ είχε κρίνει πως οι μισθοί πρέπει να διορθωθούν από την ημερομηνία έκδοσης των αντίστοιχων αποφάσεών του και μετά (για λόγους «δημοσίου συμφέροντος» που επίσης είχαμε κριτικάρει). Άλλες σχετικές δικαστικές διεκδικήσεις (τριτανακοπή, μαζικές ατομικές προσφυγές σε πρωτοδικεία – ειρηνοδικεία) είναι σε εξέλιξη.
Τα παραπάνω όμως δευτερεύουσα σημασία έχουν όπως εξ αρχής λέγαμε και τώρα επιβεβαιώνεται πλήρως : το θέμα είναι καθαρά πολιτικό. Απόδειξη : η κυβέρνηση η ίδια αγνοεί τις δικαστικές αποφάσεις που για ΟΛΟΥΣ τους κλάδους των ειδικών μισθολογίων λένε πως η περικοπή του 2012 πρέπει να αρθεί στους ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ μισθούς. Η κυβέρνηση δεν συμμορφώνεται γιατί απλούστατα η άρση της περικοπής στους σημερινούς μισθούς από εδώ και πέρα θεωρείται από την τρόϊκα διαρθρωτική ρύθμιση και δεν δίνεται το σχετικό «πράσινο φως». Αντίθετα η καταβολή εφ’ άπαξ ενός μέρους αναδρομικών από το «υπερπλεόνασμα» του 2018 θεωρείται δημοσιονομική ρύθμιση, και επιτρέπεται …
Αφού λοιπόν η ίδια η κυβέρνηση στην πράξη αντιμετωπίζει το θέμα καθαρά πολιτικά και όχι δικαστικά, είναι τελείως ηλιθιώδες η ίδια η κυβέρνηση και οι προπαγανδιστικοί της μηχανισμοί να πουλάνε φούμαρα για μεταξωτές κορδέλες, δηλαδή πως χαρίζουν κάτι που δεν έχει ξεκάθαρα κερδηθεί δικαστικά. Αφού αυτό που έχει τελείως ξεκάθαρα κερδηθεί και δικαστικά (η υποχρέωση της πολιτείας να άρει την περικοπή του 2012 από τους ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ μισθούς, από τις αρχές του 2018 και μετά για ΟΛΟΥΣ) δεν υλοποιείται …
Μιλώντας λοιπόν πολιτικά, η πολιτεία οφείλει :
– Την άρση της περικοπής του ν. 4093/12 στους ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ μισθούς για ΟΛΟΥΣ τους νοσοκομειακούς γιατρούς, ειδικευόμενους και ειδικευμένους, και όσον αφορά τις τακτικές αποδοχές και όσον αφορά τις εφημερίες.
– Την επιστροφή όλων των αναδρομικών που αντιστοιχούν σε αυτήν την μείωση η οποία είχε ισχύ από 1/1/2012 ως και σήμερα, δηλαδή αναδρομικά 7 (επτά) ετών.
Με την πρόσφατη νομοθετική ρύθμιση η οποία κατατέθηκε στην βουλή την προηγούμενη εβδομάδα, η πολιτεία τι κάνει :
– ΔΕΝ αίρει την περικοπή όσον αφορά τους ΣΗΜΕΡΙΝΟΥΣ μισθούς (αναφέρεται ξεκάθαρα)
– Δίνει αναδρομικά μόνο 2 ετών αντί για 7 (αναφέρεται ξεκάθαρα)
– Τα αναδρομικά αυτών των 2 ετών αφορούν μόνο τις τακτικές αποδοχές και όχι τις εφημερίες (αναφέρεται ξεκάθαρα)
– Το ύψος των κρατήσεων και ο αριθμός των δόσεων καταβολής παραπέμπεται σε μελλοντικές υπουργικές αποφάσεις (αναφέρεται ξεκάθαρα). Με πρόχειρο ανεπίσημο υπολογισμό το ύψος των κρατήσεων θα είναι από 20% ως 35% ανάλογα με την βαθμίδα και τα τελικά καθαρά ποσά που θα δοθούν (αν και όποτε) για την περίοδο των 2 ετών (για την ακρίβεια 25.5 μηνών, από 13/11/2014 ως 31/12/2016) σε όσους είχαν εργαστεί όλο εκείνο το χρονικό διάστημα θα είναι περίπου 1600 ευρώ στον ειδικευόμενο, 4800 ευρώ στον επιμελητή Β και στον επικουρικό, 7800 ευρώ στον επιμελητή Α και 14000 ευρώ στον διευθυντή (οι μειώσεις του ν. 4093/12 δεν ήταν «αναλογικές») δηλαδή στην καλύτερη περίπτωση θα επιστραφεί μόνο ένα πολύ μικρό μέρος αυτών που έχουν ληστευθεί από τους μισθούς μας με τα αντιλαϊκά μνημονιακά μέτρα 2010 – 2017.
Με βάση τα παραπάνω, είναι αυτονόητο πως αποτελεί γελοιότητα να επαίρεται η κυβέρνηση για την νομοθετική αυτή ρύθμιση, λες και … της χρωστάμε και δεν μας χρωστάει – και επιπρόσθετα δικαιολογία του στυλ «τις μειώσεις τις έκαναν οι προηγούμενοι» ΔΕΝ χωράει, γιατί η τελευταία (η 3η στα μνημονιακά χρόνια) μείωση των καθαρών μας αποδοχών έγινε μόλις πέρσι, το 2017, υπό τις παρούσες πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων Υγείας και Οικονομικών.
Το νοσοκομειακό κίνημα δεν κάνει ούτε βήμα πίσω. Θα συνεχίσει να διεκδικεί την πλήρη ανάκτηση όλων των μισθολογικών μνημονιακών απωλειών από το 2010 ως σήμερα. Και το ίδιο θα κάνει συνολικά το εργατικό κίνημα όσον αφορά όλους τους εργαζόμενους ιδιωτικού και δημόσιου τομέα.