Αναρχία και οργάνωση: Αποσπάσματα από την συζήτηση στο Διεθνές Αναρχικό Συνέδριο, στο Plancius Hall, Άμστερνταμ, 26-31 Αυγούστου του 1907 Α΄ ΜΕΡΟΣ
Αμεντέ Ντυνουά: Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από τότε που οι σύντροφοί μας εξέφραζαν σχεδόν ομόθυμα την ξεκάθαρη εχθρότητά τους απέναντι σε οποιαδήποτε ιδέα οργάνωσης. Το ζήτημα με το οποίο ασχολούμαστε σήμερα θα προκαλούσε, τότε, ατελείωτες διαμαρτυρίες από μέρους τους, και οι υποστηρικτές του θα είχαν οργισμένα κατηγορηθεί για κρυφή ατζέντα και αυταρχισμό.
Υπήρξαν εποχές όπου οι αναρχικοί, απομονωμένοι ο ένας από τον άλλον και ακόμη περισσότερο από την εργατική τάξη, έμοιαζαν να έχουν χάσει κάθε επαφή με την κοινωνία. Το γεγονός είχε ως συνέπεια οι αναρχικοί, με τις αδιάκοπες εκκλήσεις τους για πνευματική απελευθέρωση του ατόμου, να θεωρηθούν ως η υπέρτατη εκδήλωση του ατομικισμού των κυριότερων αστών θεωρητικών του παρελθόντος.
Οι ατομικές ενέργειες και η ατομική πρωτοβουλία θεωρήθηκε ότι επαρκούσαν για τα πάντα· και χειροκρότησαν το [έργο του Ίψεν] «Ο εχθρός του λαού», όταν δήλωνε ότι ένας άνθρωπος μόνος του είναι πιο ισχυρός από όλους. Αλλά δεν σκέφτηκαν ένα πράγμα: ότι η σύλληψη του Ίψεν δεν ήταν ποτέ αυτή που περιέγραφε έναν επαναστάτη, με την έννοια που δίνουμε σε αυτήν τη λέξη, αλλά με αυτή ενός ανθρώπου με ήθος ο οποίος ασχολείται πρωτίστως με την εδραίωση ενός νέου ήθους μέσα στα ίδια τα στήθη της παλιάς κοινωνίας.
Σε γενικές γραμμές, τα προηγούμενα χρόνια, δόθηκε λίγη προσοχή στη μελέτη των πραγματικών ζητημάτων της οικονομικής ζωής, των διαφόρων φαινομένων στην παραγωγή και τις εμπορικές συναλλαγές, και ορισμένοι από τους ανθρώπους μας, των οποίων οι αντιλήψεις και απόψεις δεν έχουν εξαφανιστεί ακόμη, έφτασαν στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη αυτού του βασικού φαινομένου –της ταξικής πάλης– σε σημείο να μην διακρίνουν πλέον στη σημερινή κοινωνία, όπως και οι γνήσιοι δημοκράτες, τίποτα εκτός από διαφορές απόψεων, για τις οποίες η αναρχική προπαγάνδα έπρεπε να προετοιμάσει τα άτομα, ως τρόπο εκπαίδευσής τους για τις θεωρητικές συζητήσεις.
Στις απαρχές της, η αναρχία δεν ήταν παρά μια πραγματική διαμαρτυρία ενάντια στις οπορτουνιστικές τάσεις και στον αυταρχικό τρόπο δράσης της σοσιαλδημοκρατίας· και από αυτή την άποψη, μπορεί να ειπωθεί ότι είχε μια χρήσιμη λειτουργία στο κοινωνικό κίνημα των τελευταίων είκοσι πέντε ετών. Αν ο σοσιαλισμός στο σύνολό του, ως επαναστατική ιδέα, έχει επιβιώσει από την προοδευτική αστικοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας, αυτό οφείλεται αναμφίβολα στους αναρχικούς.
Γιατί οι αναρχικοί δεν αρκέστηκαν στο να υποστηρίξουν την αρχή του σοσιαλισμού και του φεντεραλισμού ενάντια στις αναιδείς παρεκκλίσεις των [σοσιαλδημοκρατικών] καβαλιέρων της κατάκτησης της πολιτικής εξουσίας; Γιατί ο χρόνος τούς έφερε αντιμέτωπους με τη φιλοδοξία να ξαναχτίσουν μια εντελώς νέα ιδεολογία εκ βάθρων, αντιμέτωποι με τον κοινοβουλευτικό και ρεφορμιστικό σοσιαλισμό;
Δεν μπορούμε παρά να το αναγνωρίσουμε: αυτή η ιδεολογική απόπειρα δεν ήταν πάντα εύκολη. Τις περισσότερες φορές έχουμε περιοριστεί στο να παραδίδουμε στις φλόγες αυτό που λάτρευε η σοσιαλδημοκρατία, και στο να λατρεύουμε αυτό που καιγόταν. Έτσι συνέβη και, άθελά τους και χωρίς καν να το συνειδητοποιήσουν, τόσοι πολλοί αναρχικοί μπόρεσαν να παραβλέψουν την ουσιαστικά πρακτική και εργατίστικη φύση του σοσιαλισμού εν γένει και της αναρχίας ειδικότερα, κανένα από τα οποία δεν ήταν ποτέ τίποτα άλλο πέρα από τη θεωρητική έκφραση της αυθόρμητης αντίστασης των εργατών ενάντια στην καταπίεση από το αστικό καθεστώς. Συνέβη στους αναρχικούς, όπως συνέβη με τον Γερμανικό φιλοσοφικό σοσιαλισμό πριν από το 1848 –όπως μπορούμε να διαβάσουμε στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο [των Μαρξ και Ένγκελς]– ο οποίος περηφανευόταν ότι μπορούσε να συνεχίσει να «περιφρονεί όλους τους ταξικούς αγώνες», υπερασπιζόμενος «όχι τα συμφέροντα του προλεταριάτου, αλλά τα συμφέροντα της Ανθρώπινης Φύσης, του Ανθρώπου γενικά, που δεν ανήκει σε κάποια τάξη, που δεν έχει πραγματική υπόσταση, που υπάρχει μόνο στο ομιχλώδες βασίλειο της φιλοσοφικής φαντασίας».
Έτσι, πολλοί από τους ανθρώπους μας επέστρεψαν με ενδιαφέρον προς τον ιδεαλισμό από τη μια και τον ατομικισμό από την άλλη. Και υπήρξε ανανεωμένο ενδιαφέρον για τα ζητήματα όπως αυτά προσεγγίζονταν πριν το 1848, όπως αυτό της δικαιοσύνης, της ελευθερίας, της αδελφοσύνης και απελευθερωτικής δύναμης της αντίληψης της Ιδέας του Κόσμου ως όλον. Ταυτόχρονα, το Άτομο εξυψώθηκε, κατά τον αγγλικό τρόπο, ενάντια στο Κράτος και έτσι, κάθε μορφή οργάνωσης, έφτασε, λίγο-πολύ ξεκάθαρα, να θεωρηθεί ως μια μορφή καταπίεσης και ψυχικής εκμετάλλευσης.
Σίγουρα, αυτή η αντίληψη δεν ήταν ποτέ απολύτως ομόφωνη. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι ευθύνεται, ως επί το πλείστον, για την απουσία ενός οργανωμένου, συνεκτικού αναρχικού κινήματος. Ο υπερβολικός φόβος να αλλοτριώσουμε τις δικές μας ελεύθερες βουλήσεις στα χέρια κάποιου νέου συλλογικού οργάνου μάς εμπόδισε πάνω απ’ όλα να ενωθούμε.
Είναι αλήθεια, ότι υπήρχαν ανάμεσά μας «ομάδες κοινωνικής μελέτης», αλλά ξέρουμε πόσο εφήμερες και επισφαλείς ήταν: γεννημένες μέσα από την ατομική ιδιοτροπία, αυτές οι ομάδες ήταν προορισμένες να εξαφανιστούν μαζί της· όσοι τις αποτελούσαν δεν ένιωθαν αρκετά ενωμένοι και η πρώτη δυσκολία που συνάντησαν τους έκανε να χωρίσουν. Επιπλέον, αυτές οι ομάδες δεν φαίνεται να είχαν ποτέ ξεκάθαρη αντίληψη του στόχου τους. Τώρα, ο στόχος μιας οργάνωσης είναι ταυτόχρονα και σκέψη και δράση. Από την εμπειρία μου, ωστόσο, αυτές οι ομάδες δεν έδρασαν καθόλου: φιλονικούσαν. Και πολλοί τις επέκριναν γιατί έχτισαν όλα εκείνα τα μικρά ξωκλήσια, αυτά τα μαγαζάκια για κουβέντες.
Τι βρίσκεται στη ρίζα του γεγονότος, ότι η αναρχική γνώμη φαίνεται τώρα να αλλάζει σε σχέση με το ζήτημα της οργάνωσης;
Υπάρχουν δύο λόγοι για αυτό:
Ο πρώτος είναι το παράδειγμα από το εξωτερικό. Υπάρχουν μικρές μόνιμες οργανώσεις σε Αγγλία, Ολλανδία, Γερμανία, Βοημία, Ρομανδία και Ιταλία που λειτουργούν εδώ και αρκετά χρόνια, χωρίς η αναρχική ιδέα να έχει υποφέρει εμφανώς γι’ αυτό. Είναι αλήθεια, ότι στην Γαλλία δεν έχουμε πολλές πληροφορίες για τη σύσταση και τη ζωή αυτών των οργανώσεων· θα ήταν επιθυμητό να διερευνηθεί αυτό.
Ο δεύτερος λόγος είναι πολύ πιο σημαντικός. Αφορά την αποφασιστική εξέλιξη που υφίστανται τα μυαλά και οι πρακτικές συνήθειες των αναρχικών, τα τελευταία επτά περίπου χρόνια, και η οποία τους οδήγησε να ενταχθούν ενεργά στο εργατικό κίνημα και να συμμετάσχουν στη ζωή του λαού.
Με μια λέξη, έχουμε ξεπεράσει το χάσμα μεταξύ της καθαρής ιδέας, που μπορεί τόσο εύκολα να μετατραπεί σε δόγμα, και της πραγματικής ζωής.
Το βασικό αποτέλεσμα αυτού ήταν ότι μας ενδιαφέρουν όλο και λιγότερο οι κοινωνιολογικές αφηρημένες έννοιες του παρελθόντος και ενδιαφερόμαστε όλο και περισσότερο για το πρακτικό κίνημα, σε ενεργό δράση. Απόδειξη είναι η μεγάλη σημασία που έχει αποκτήσει για εμάς ο επαναστατικός συνδικαλισμός και ο αντιμιλιταρισμός, για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια.
Ένα άλλο αποτέλεσμα της συμμετοχής μας στο κίνημα, επίσης πολύ σημαντικό, ήταν ότι η ίδια η θεωρητική αναρχία σταδιακά οξύνθηκε και πήρε σάρκα και οστά μέσω της επαφής με την πραγματική ζωή, αυτήν την αιώνια πηγή της σκέψης. Η αναρχία στα μάτια μας δεν είναι πλέον μια γενική αντίληψη του κόσμου, ένα ιδανικό της ύπαρξης, μια εξέγερση του πνεύματος ενάντια σε οτιδήποτε είναι αχρείο, ακάθαρτο και κτηνώδες στη ζωή· είναι, επίσης και πάνω από όλα, μια επαναστατική θεωρία, ένα πραγματικό πρόγραμμα καταστροφής και κοινωνικής αναδιοργάνωσης. Η επαναστατική αναρχία –και τονίζω τη λέξη «επαναστατικός»– ουσιαστικά επιδιώκει να συμμετάσχει στις αυθόρμητες κινητοποιήσεις των ανθρώπων, δουλεύοντας προς αυτό που ο Κροπότκιν αποκαλούσε τόσο ξεκάθαρα «Η Κατάκτηση του Ψωμιού».
Τώρα, μόνο από τη σκοπιά της επαναστατικής αναρχίας μπορεί να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της αναρχικής οργάνωσης.
Οι εχθροί της οργάνωσης σήμερα είναι δύο ειδών.
Πρώτον, υπάρχουν εκείνοι που είναι επίμονα και συστηματικά εχθρικοί σε κάθε είδους οργάνωση. Είναι οι ατομικιστές. Ανάμεσά τους μπορεί να βρεθεί η ιδέα που διαδόθηκε από τον Ρουσσώ, ότι η κοινωνία είναι κακή, ότι είναι πάντα ένας περιορισμός της ανεξαρτησίας του ατόμου. Η ελάχιστη δυνατή κοινωνία, ή καθόλου κοινωνία: αυτό είναι το όνειρό τους, ένα παράλογο όνειρο, ένα ρομαντικό όνειρο που μας φέρνει πίσω στις πιο παράξενες τρέλες του έργου του Ρουσσώ.
Χρειάζεται, λοιπόν, να πούμε και να αποδείξουμε ότι η αναρχία δεν είναι ατομικισμός; Ιστορικά μιλώντας, η αναρχία γεννήθηκε, μέσα από την ανάπτυξη του σοσιαλισμού, στα συνέδρια της Διεθνούς, με άλλα λόγια, από το ίδιο το εργατικό κίνημα. Και μάλιστα, σαν λογικό συμπέρασμα, αναρχία σημαίνει κοινωνία οργανωμένη χωρίς πολιτική εξουσία. Είπα οργανωμένη. Σε αυτό το σημείο, όλοι οι αναρχικοί –ο Προυντόν, ο Μπακούνιν, εκείνοι της Ομοσπονδίας Γιούρα, ο Κροπότκιν– συμφωνούν. Μακριά από το να αντιμετωπίζει την οργάνωση και την κυβέρνηση ως ίσες έννοιες, ο Προυντόν δεν έπαψε ποτέ να τονίζει την ασυμβατότητά τους: «Ο παραγωγός είναι ασυμβίβαστος με την κυβέρνηση», λέει στη Γενική Ιδέα της Επανάστασης του 19ου αιώνα, «η οργάνωση αντιτίθεται στην κυβέρνηση».
Ακόμη και ο ίδιος ο Μαρξ, του οποίου οι μαθητές επιδιώκουν τώρα να κρύψουν την αναρχική πλευρά στην θεωρία του, όρισε την αναρχία: «Όλοι οι Σοσιαλιστές κατανοούν την Αναρχία ως το εξής: ότι μόλις επιτευχθεί ο στόχος του προλεταριακού κινήματος –η κατάργηση των τάξεων– η εξουσία του κράτους –το οποίο χρησιμεύει για τη διατήρηση της μεγάλης παραγωγικής πλειοψηφίας κάτω από τον ζυγό μιας μικρής εκμεταλλευτικής μειοψηφίας– εξαφανίζεται και οι λειτουργίες της κυβέρνησης μετατρέπονται σε απλές διοικητικές λειτουργίες». Με άλλα λόγια, η αναρχία δεν είναι η άρνηση της οργάνωσης αλλά μόνο της κυβερνητικής λειτουργίας της εξουσίας του κράτους.
Όχι, η αναρχία δεν είναι ατομικιστική, αλλά βασικά φεντεραλιστική. Ο φεντεραλισμός είναι απαραίτητος για την αναρχία: είναι στην πραγματικότητα η ίδια η ουσία της αναρχίας. Ευχαρίστως θα όριζα την αναρχία ως τον πλήρη φεντεραλισμό, την καθολική επέκταση της ιδέας του ελεύθερου συμβολαίου.
Εξάλλου, δεν μπορώ να καταλάβω πώς μια αναρχική οργάνωση θα μπορούσε να βλάψει την ατομική εξέλιξη των μελών της. Κανείς δεν θα αναγκαζόταν να ενταχθεί, όπως κανείς δεν θα αναγκαζόταν να φύγει από τη στιγμή που θα είχε ενταχθεί. Τι είναι, λοιπόν, μια αναρχική ομοσπονδία; Αρκετοί σύντροφοι από μια συγκεκριμένη περιοχή, για παράδειγμα από την Ρομανδία, έχοντας αποδείξει την αδυναμία των απομονωμένων δυνάμεων, της αποσπασματικής δράσης, συμφωνούν μια ωραία ημέρα να παραμείνουν σε συνεχή επαφή μεταξύ τους, να ενώσουν τις δυνάμεις τους με στόχο να εργαστούν για τη διάδοση των κομμουνιστικών, αναρχικών και επαναστατικών ιδεών και να συμμετέχουν σε δημόσιες εκδηλώσεις μέσω της συλλογικής τους δράσης. Δημιουργούν, έτσι, μια νέα οντότητα της οποίας το ορισμένο θήραμα είναι το άτομο; Με κανένα τρόπο. Πολύ απλά, και για έναν συγκεκριμένο στόχο, ενώνουν τις ιδέες τους, τη θέλησή τους και τις δυνάμεις τους και, από τη συλλογική δυνατότητα που προκύπτει, ο καθένας αποκτά κάποιο πλεονέκτημα.
Αλλά έχουμε επίσης, όπως είπα νωρίτερα, κι ένα άλλο είδος αντιπάλου. Είναι εκείνοι που, παρ’ όλο που είναι υποστηρικτές των εργατικών οργανώσεων οι οποίες βασίζονται σε ταύτιση στόχων, αποδεικνύονται εχθρικοί –ή τουλάχιστον αδιάφοροι– προς κάθε οργάνωση που βασίζεται σε ένα κοινό τόπο ιδανικών, συναισθημάτων και αρχών· είναι, με μια λέξη, οι συνδικαλιστές.
Ας εξετάσουμε τις αντιρρήσεις τους. Η ύπαρξη στη Γαλλία ενός εργατικού κινήματος με επαναστατική και σχεδόν αναρχική προοπτική είναι, σε αυτή τη χώρα, επί του παρόντος το μεγαλύτερο εμπόδιο, μπροστά στο οποίο οποιαδήποτε απόπειρα αναρχικής οργάνωσης κινδυνεύει να καταρρεύσει –δεν θέλω να πω ότι θα τσακιστεί πάνω του. Και αυτό το σημαντικό ιστορικό γεγονός μας επιβάλλει ορισμένες προφυλάξεις, που δεν επηρεάζουν, κατά τη γνώμη μου, τους συντρόφους μας σε άλλες χώρες.
Το εργατικό κίνημα σήμερα, παρατηρούν οι συνδικαλιστές, προσφέρει στους αναρχικούς ένα σχεδόν απεριόριστο πεδίο δράσης. Ενώ οι θεωρητικές ομάδες, βασισμένες σε ιδέες-μικρά καταφύγια στα οποία μπορούν να εισέλθουν μόνο οι μυημένοι, δεν μπορούν να ελπίζουν ότι θα αναπτυχθούν επ’ αόριστον, η οργάνωση των εργαζομένων, από την άλλη πλευρά, είναι μια ευρέως προσβάσιμη ένωση· δεν είναι ένας ναός του οποίου οι πόρτες είναι κλειστές, αλλά ένας δημόσιος στίβος, ένα φόρουμ ανοιχτό σε όλους τους εργάτες χωρίς διάκριση φύλου, φυλής ή ιδεολογίας, και επομένως τέλεια προσαρμοσμένο ώστε να περικλείει ολόκληρο το προλεταριάτο στις ευέλικτες τάξεις του.
Τώρα, συνεχίζουν οι συνδικαλιστές, εκεί πρέπει να είναι οι αναρχικοί, στα συνδικάτα των εργαζομένων. Το συνδικάτο των εργαζομένων είναι ο ζωντανός οφθαλμός της μελλοντικής κοινωνίας· είναι αυτό που θα προηγηθεί, που θα ανοίξει το δρόμο για το επόμενο. Το λάθος γίνεται με το να μένει κανείς μέσα στους τέσσερις τοίχους του, ανάμεσα στους άλλους μυημένους, να αναμασάει τα ίδια θεωρητικά ερωτήματα ξανά και ξανά, κινούμενος πάντα μέσα στον ίδιο κύκλο ιδεών. Δεν πρέπει, με κανένα πρόσχημα, να διαχωριστούμε από τον λαό, γιατί όσο οπισθοδρομικός και περιορισμένων αντιλήψεων κι αν είναι, είναι ο λαός και όχι ο ιδεολόγος που είναι η απαραίτητη κινητήρια δύναμη κάθε κοινωνικής επανάστασης. Μήπως, όπως οι σοσιαλδημοκράτες, έχουμε άλλα συμφέροντα που θέλουμε να προωθήσουμε, εκτός από αυτά του συνόλου των καταπιεσμένων; Κομματικά, σεχταριστικά ή φραξιονιστικά συμφέροντα; Εναπόκειται στους ανθρώπους να έρθουν κοντά μας ή πρέπει εμείς να πάμε κοντά τους, ζώντας τη ζωή τους, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη τους και τονώνοντας τους, τόσο με τα λόγια μας όσο και με το παράδειγμά μας, να κάνουν αντίσταση, εξέγερση, επανάσταση;
Έτσι μιλάνε οι συνδικαλιστές. Αλλά δεν βλέπω πώς οι αντιρρήσεις τους έχουν κάποια αξία ενάντια στο έργο μας να αυτοοργανωθούμε. Αντιθέτως. Βλέπω ξεκάθαρα ότι αν είχαν κάποια αξία, θα ήταν επίσης ενάντια στην ίδια την αναρχία, ως μια θεωρία που επιδιώκει να διαφέρει από τον συνδικαλισμό και αρνείται να αφήσει τον εαυτό της να απορροφηθεί από αυτόν.
Οργανωμένοι ή όχι, οι αναρχικοί (με το οποίον όρο εννοώ εκείνους της τάσης μας, που δεν διαχωρίζουν αυθαίρετα την αναρχία από το προλεταριάτο) δεν περιμένουν σε καμία περίπτωση ότι δικαιούνται να ενεργήσουν ως «ανώτατοι σωτήρες», όπως λέει το τραγούδι [στμ. Σοσιαλιστική Διεθνής]. Αποδίδουμε πρόθυμα την υπερηφάνεια της κύριας θέσης στο πεδίο της δράσης στο εργατικό κίνημα, πεπεισμένοι, όπως ήμασταν τόσο καιρό, ότι η χειραφέτηση των εργατών θα είναι στα χέρια των ενδιαφερομένων ή δεν θα υπάρξει.
Με άλλα λόγια, κατά τη γνώμη μας το συνδικάτο δεν πρέπει να έχει απλώς μια καθαρά συνεταιριστική, εμπορική λειτουργία, όπως το επιδιώκουν οι σοσιαλιστές οπαδοί του Ζυλ Γκεσντ [στμ. Guesdists], και μαζί τους και κάποιοι αναρχικοί που προσκολλώνται σε ξεπερασμένες πλέον φόρμουλες. Ο χρόνος για τον καθαρό κορπορατιβισμό έχει τελειώσει: αυτό είναι ένα γεγονός που θα μπορούσε κατ’ αρχήν να είναι αντίθετο με προηγούμενες έννοιες, αλλά θα πρέπει να γίνει αποδεκτό με όλες τις συνέπειές του. Ναι, το συνεταιριστικό πνεύμα τείνει όλο και περισσότερο να γίνει μια ανωμαλία, ένας αναχρονισμός που δίνει έδαφος στο ταξικό ζήτημα. Και αυτό, σημειώστε τα λόγια μου, δεν είναι χάρη στον Γκριφουέλ, ούτε στον Πουζέ –είναι αποτέλεσμα δράσης. Στην πραγματικότητα, οι ανάγκες της δράσης είναι αυτές που υποχρέωσαν τον συνδικαλισμό να σηκώσει το κεφάλι ψηλά και να διευρύνει τις αντιλήψεις του. Σήμερα, το συνδικάτο των εργαζομένων προορίζεται να γίνει για τους προλετάριους αυτό που είναι το κράτος για την αστική τάξη: ο κατ’ εξοχήν πολιτικός θεσμός, ένα απαραίτητο όργανο στον αγώνα ενάντια στο κεφάλαιο, ένα όπλο άμυνας ή επίθεσης ανάλογα με την κατάσταση.
Το καθήκον μας ως αναρχικοί, του πιο προχωρημένου, του πιο τολμηρού και του πιο ανεμπόδιστου τομέα του μαχητικού προλεταριάτου, είναι να μένουμε συνεχώς δίπλα του, να δίνουμε την ίδια μάχη μέσα από τις τάξεις του, να το υπερασπιστούμε ενάντια στον ίδιο του τον εαυτό, που δεν είναι απαραίτητα ο λιγότερο επικίνδυνος εχθρός. Με άλλα λόγια, θέλουμε να παρέχουμε σε αυτήν την τεράστια κινούμενη μάζα που είναι το σύγχρονο προλεταριάτο, δεν θα πω μια φιλοσοφία και ένα ιδανικό, κάτι που θα μπορούσε να φαίνεται αλαζονικό, αλλά να παρέχουμε έναν στόχο και τα μέσα δράσης.
[…]
Μετάφραση – απόδοση Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.237, Μάιος 2023
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com