«ΜΕ ΓΗ, ΑΛΛΑ ΧΩΡΙΣ ΚΡΑΤΟΣ! ΑΝΑΡΧΙΑ ΣΤΟ ΓΟΥΩΛΜΑΠΟΥ!» (Μέρος Α΄)Οδοιπορικό στις κοινότητες των Μαπούτσε

Οι φρουροί στις φυλακές Τεμούκο μάς ψάχνουν από την κορυφή μέχρι τα νύχια, και μας οδηγούν σε ένα δωμάτιο δίπλα στον κύριο διάδρομο. Οι τέσσερις άνδρες έρχονται μέσα λίγο αργότερα και αρχίζουν να μας λένε τις ιστορίες τους. Διαλέγουν τις λέξεις προσεκτικά και κάνουν μεγάλες παύσεις. Εβδομήντα μέρες χωρίς τροφή. «Τα κόκκαλά μας πονάνε, ζαλιζόμαστε, κουραζόμαστε, πρέπει να ξεκουραστούμε πολύ, να ξαπλώσουμε πολύ. Είναι πολύ δύσκολο να είσαι τόσες μέρες χωρίς τροφή. Αλλά θα συνεχίσουμε ως το τέλος. Βάζουμε τα σώματά μας και την υγεία μας στη υπηρεσία του καλού για τον λαό των Μαπούτσε».
Ξεκινούν με αυτά που ήδη ξέρουμε: τους λόγους της απεργίας πείνας, τη χρήση του αντι-τρομοκρατικού νόμου από το Χιλιανό κράτος ενάντια στους μαχητές των Μαπούτσε, και τη μακρά ιστορία του αγώνα τους. Όταν μαθαίνουν ότι δεν είμαστε ακτιβιστές των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αλλά αναρχικοί, χαμογελούν και μας αντιμετωπίζουν πιο θερμά. Στο κάτω-κάτω, οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν δείξει ενδιαφέρον μόνο όταν οι Μαπούτσε καταλήγουν στη φυλακή, αλλά δεν έχουν πάρει ποτέ θέση για την ανεξαρτησία τους. Ένας απ’ αυτούς μας λέει: «Οι αυτόχθονες του Καναδά [First Nations] έχουν δώσει μια βαθύτερη σημασία στην έννοια αναρχία. Είμασταν οι πρώτοι αναρχικοί. Η πολιτική μας είναι αντι-πολιτική».
Οι Βάσεις
Ο Jose Llanquileo είναι εδώ και τέσσερα χρόνια καταδικασμένος σε ποινή 5 χρόνων για εμπρησμό. Για 3 χρόνια ζούσε στην παρανομία μαζί με τη σύντροφό του, Angelica, και για ένα χρόνο ήταν οι πιο καταζητούμενοι φυγάδες στη Χιλή. Το 2006, τελικά, αιχμαλωτίστηκαν. Αυτή απαλλάχτηκε από τις κατηγορίες της παράνομης οργάνωσης, με τον αντι-τρομοκρατικό. Αυτός καταδικάστηκε για εμπρησμό πεύκων σε καλλιέργεια που ανήκε σε μια μεγάλη επιχείρηση υλοτομίας, στα πλαίσια μιας δράσης επανάκτησης γης. Τώρα είναι ελεύθερος από τη δουλειά κατά τη διάρκεια της ημέρας, και έχει άδεια τα σαββατοκύριακα, έτσι έχει χρόνο να μας ξεναγήσει στο Τεμούκο, να μας συστήσει τους απεργούς πείνας, και να μας πει την ιστορία του.
Έχουμε έρθει εδώ ως αναρχικοί, για να μάθουμε για τον αγώνα των Μαπούτσε, να τους πούμε για τους δικούς μας αγώνες, να δούμε πού έχουμε συγγένεια, και να ξεκινήσουμε δημιουργώντας μια βάση για μακροπρόθεσμη αλληλεγγύη.
Ευτυχώς, μπορούμε να ξεκινήσουμε σε καλές βάσεις. Οι αριστεριστές είχαν μια συμπεριφορά πάτρωνα προς τους Μαπούτσε, λέει ο Χοσέ, αλλά «οι αναρχικοί έδειξαν μεγάλο σεβασμό και αλληλεγγύη. Νομίζω ότι πρέπει να τους ευχαριστούμε γι’ αυτό». Ξεκαθαρίζει πάντως ότι ο αγώνας των Μαπούτσε είναι δικός τους. Ο Μαρξισμός είχε επιρροή σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά δεν είναι Μαρξιστές. Θα μπορούσε κανείς να χαρακτηρίσει τον τρόπο σκέψης των Μαπούτσε σαν περιβαλλοντικό, αλλά δεν είναι περιβαλλοντικοί αγωνιστές. Έχουν συγγένεια με τους αναρχικούς, αλλά δεν είναι αναρχικοί. «Είμαστε Μαπούτσε. Είμαστε εμείς, με τη δική μας ιστορία, και ο αγώνας έρχεται κατευθείαν απ’ αυτό». Αντίθετα με την εκτίμηση των αριστεριστών, οι Μαπούτσε δεν είναι η περιθωριοποιημένη τάξη της Χιλιανής κοινωνίας. Δεν είναι το προλεταριάτο, και η ιδέα του ταξικού πολέμου δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητά τους. Συνεπώς, μπορεί να βρουν κάποια συγγένεια με τα επαναστατικά κινήματα που αναπτύχθηκαν στα πλαίσια του ταξικού πολέμου στην ευρωπαϊκή κοινωνία, αλλά αυτά τα κινήματα δεν περιγράφουν επαρκώς την κατάστασή τους.
«Η Αριστερά θεωρεί τους Μαπούτσε σαν ένα ακόμα κομμάτι των καταπιεσμένων, μια άποψη που δεν ενστερνιζόμαστε. Ο αγώνας μας γίνεται στα πλαίσια της απελευθέρωσης ενός λαού. Ο λαός μας είναι μακριά από τη Δυτική κοινωνία». Επί πλέον, ο λαός των Μαπούτσε έχει μια περήφανη ιστορία αντίστασης στην κατοχή, στην κυριαρχία, και της οργάνωσής του ώστε να ικανοποιεί τις ανάγκες του και να ζει ελεύθερα, έτσι η δική τους κοσμοθεώρηση και κουλτούρα είναι παραπάνω από επαρκής σαν ιδεολογική βάση του αγώνα τους.
Αυτό το σημείο τονίζεται σχεδόν απ’ όλους όσους συναντάμε, και νομίζω η δυνατότητά μας να γίνουμε φίλοι και σύντροφοι βασίζεται ακριβώς στο γεγονός ότι σεβόμαστε τον τρόπο αγώνα τους αντί να προσπαθούμε να τους ενσωματώσουμε στο δικό μας.
Θέλω να είμαι ντόμπρος με τους ανθρώπους που συναντώ, μ’ αυτούς με τους οποίους θέλω να χτίσω σχέσεις αλληλεγγύης, έτσι την πρώτη μέρα του λέω τα κίνητρά μου και τις υποθέσεις μου. Οι σύντροφοι που μας φέρνουν σε επαφή είπαν ήδη στο Χοσέ ότι είμαι αναρχικός, και τον ενημέρωσα για το τι δουλειά κάνω, έτσι το ότι μας προσκάλεσε στην κοινότητά του και αφιέρωσαν χρόνο να μας «ξεναγήσουν» είναι καλό σημάδι. Τον ενημερώνω ότι πολλοί αναρχικοί στις ΗΠΑ είναι γνώστες του αγώνα των Μαπούτσε, και κατανοούμε ότι ο αγώνας τους είναι αντι-εξουσιαστικός, και ότι οργανώνονται οριζόντια. Είναι σωστό αυτό;
Ο Χοσέ λέει ότι είναι, αλλά παρατηρώ έναν ευρωκεντρισμό από τη μεριά μου, μια διαφορά στην κοσμοθεώρηση, όταν αυτόματα αντικαθιστά τη λέξη «οριζόντια» με τη λέξη «κυκλικά», για να περιγράψει την κοινωνία των Μαπούτσε. Δεν υπάρχει συγκέντρωση εξουσίας στους Μαπούτσε, που στην ουσία είναι ένα έθνος διαφορετικών λαών, που ζουν σε διαφορετικές περιοχές, και μιλούν διαφορετικές διαλέκτους της ίδιας γλώσσας. Η γη ανήκει στην κοινότητα, και κατέχεται συλλογικά, ούτε ατομικά ούτε κοινοτικά. Κάθε κοινότητα έχει έναν «lonko», μια θέση που γενικά μεταφράζεται σαν «αρχηγός», αλλά κάθε οικογένεια έχει μεγάλο βαθμό αυτονομίας, και πολλές αποφάσεις παίρνονται από όλη την κοινότητα σε συνελεύσεις. Οι «lonko» είναι συνήθως άντρες, αλλά έχουν υπάρξει και γυναίκες. Υπάρχουν κι άλλες παραδοσιακές θέσεις επιρροής: οι «Μάτσι» είναι θρησκευτικές φιγούρες και θεραπευτές. Άνδρες και γυναίκες μπορούν να είναι «Μάτσι», αλλά ούτε εκλέγονται ούτε αυτοδιορίζονται. Αυτοί που έχουν συγκεκριμένα όνειρα ή αρρωσταίνουν ανεξήγητα όταν είναι παιδιά, και παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευαισθησία, θα γίνουν «Μάτσι». Υπάρχει επίσης ο «Βέρκεν», ο εκπρόσωπος, ένας ρόλος που αναλαμβάνεται πάνω σε ρητά πολιτικά χαρακτηριστικά των κοινοτήτων καθώς οι Μαπούτσε οργανώνουν την αντίστασή τους. Ιστορικά υπήρχαν οι «Τοκί», πολεμικοί ηγέτες τούς οποίους οι κοινότητες ακολουθούσαν εθελοντικά, αν και τώρα κανείς δεν έχει αυτό το ρόλο, καθώς οι Μαπούτσε δεν έχουν συμμετάσχει σε κάποιο πόλεμο από τότε που βρίσκονται υπό την κατοχή του Χιλιανού και Αργεντίνικου κράτους από τη δεκαετία του 1880.
Ρωτώ για τις σχέσεις μεταξύ των φύλων και για το πώς οι Μαπούτσε βλέπουν πράγματα όπως η δομή της οικογένειας και η ομοφυλοφιλία, ξεκαθαρίζοντας τα δικά μου αισθήματα αλλά προσπαθώντας επίσης να μην είμαι κριτικός. Ο Χοσέ λέει ότι η δομή της οικογένειας είναι όπως στην ευρωπαϊκή οικογένεια, και υπάρχει μεγάλος συντηρητισμός, πίεση για γάμο και απόκτηση παιδιών, και αποδοκιμασία για κάτι που ξεφεύγει απ’ αυτά τα στάνταρ. Νομίζει ότι δεν ήταν έτσι παλιά, και ίσως οι καθολικοί ιεραπόστολοι και η συντηρητική Χιλιανή κοινωνία έχουν αλλάξει τις παραδοσιακές αξίες. Σε κάθε περίπτωση, οι γυναίκες που συναντούμε, στον περιορισμένο μας χρόνο, στις κοινότητες, είναι όλες δυνατές, ενεργές, ομιλητικές, και συμμετέχουν σε όλα. Στα σπίτια που μένουμε φαίνεται ότι υπάρχει διανομή και ευελιξία στους ρόλους. Οι άνθρωποι στην ομάδα μας, στο μεταξύ, δεν προσπαθούν ιδιαίτερα να φανούν σαν ετερο-φυλόφιλοι ή «φυσιολογικοί» και δεν αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα.
***
Είναι πολύ συναρπαστικό να βρίσκεσαι στο Wallmapu. Όλες οι κοινότητες αντιστέκονται και είναι ενωμένες πίσω από τους απεργούς πείνας, αλλά από πίσω, υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες. Η απεργία πείνας βασίζεται άμεσα στον συνεχιζόμενο αγώνα (όλοι οι κρατούμενοι Μαπούτσε κατηγορούνται ή έχουν καταδικαστεί για εγκλήματα που σχετίζονται με πράξεις επανάκτησης γης, όπως εμπρησμούς με στόχο τις εταιρίες υλοτομίας, ή τη διαμάχη με το κράτος της Χιλής, όπως η κατάληψη κοινοτικού λεωφορείου ή πυροβολισμοί που τρόμαξαν για τα καλά έναν κρατικό εισαγγελέα), έχει τραβήξει την προσοχή της κοινωνίας της Χιλής. Έχει κερδίσει μια λαϊκή «νομιμοποίηση» που υπονομεύει την δαιμονοποίηση των τακτικών άμεσης δράσης που χρησιμοποιούν οι αγωνιζόμενοι και το χαρακτηρισμό τους σαν τρομοκρατικές που δίνει το κράτος. Σ’ αυτή την κατάσταση, οι Μαπούτσε μπορούν να πάνε πέρα από τις φωνές για αυτονομία ή αναδιανομή γης μέσα στη Χιλή.
«Το αποκαλούμενο ζήτημα των Μαπούτσε δεν έχει λύση. Οι απαιτήσεις που έχουμε κάνουν αναγκαίο ένα σπάσιμο των ορίων του κράτους. Αυτό που απαιτούμε είναι η κυριαρχία και η ανεξαρτησία για τους Μαπούτσε. Συνειδητά προτείνουμε τις ιστορικές βάσεις αυτών των αιτημάτων […] Ο αγώνας μας είναι θεμελιωδώς αντίθετος με τον καπιταλισμό και το κράτος. […] Πιστεύω ότι πρέπει να ανοίξουμε χώρο διεθνώς για να προωθήσουμε τα αιτήματά μας. Ο αγώνας των Μαπούτσε πρέπει να είναι διεθνιστικός, όπως ο αγώνας των λαών. Πολλά απ’ τα πράγματα που μας επηρεάζουν, όπως ο καπιταλισμός και τα κράτη που τον απαρτίζουν, οι ΗΠΑ, η ΕΕ, είναι εχθροί των λαών, των ιθαγενών όπως και των καταπιεσμένων τάξεων στον πλανήτη, και αυτό είναι ένα κοινό σημείο».
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι η ανάπτυξη του καπιταλισμού, με τη μορφή επενδύσεων στη γη μας. Αυτή είναι μια πρωταρχική απειλή που αντιμετωπίζουν οι Μαπούτσε επειδή σημαίνει την εκμετάλλευση των φυσικών πόρων. Αυτοί οι πόροι βρίσκονται στη γη των Μαπούτσε, έτσι η επένδυση σημαίνει την έξωση των κατοίκων», εξηγεί ο Χοσέ. «Ακόμα κι όταν επανακτούμε τη γη μας, αυτή η επένδυση συνεχίζεται, και θέτει σε κίνδυνο όλα όσα έχουμε πετύχει».
***
Μετά από μερικές μέρες, αφήνουμε το Τεμούκο και πάμε προς τους λόφους, στην πόλη Canete, και μετά στην πρώτη από δυο αυτόνομες κοινότητες Μαπούτσε που αντιστέκονται, στις οποίες μας προσκάλεσαν, στην περιοχή της λίμνης Lleu Lleu, νότια της πόλης Concepcion. Οι κοινότητες Μαπούτσε έχουν δύο ονόματα, ή καλύτερα, το μέρος έχει ένα όνομα, και η ομάδα των ανθρώπων έχει άλλο όνομα. Η κοινότητα του Χοσέ, η Juana Millahual, στο Rucananko, βρίσκεται σε έναν απότομο λόφο πάνω από μία πλευρά της λίμνης. Είναι μια μικρή κοινότητα, με μόνο μερικές δεκάδες οικογένειες. Ο αδερφός του Χοσέ είναι «Λόνκο». Τα σπίτια είναι συνήθως μικρά, ορθογώνια, ξύλινα που στηρίζονται σε χαμηλούς στύλους. Ο Χοσέ εξηγεί ότι τα παραδοσιακά σπίτια, τα «Ρούκα», είχαν αχυροσκεπές αντί για τσίγκινες, αλλά αυτές κάηκαν στις δεκαετίες αγώνα.
Η πιο παλιά γνώση για τις κοινότητες που έχουν είναι για το 1879, όταν η προγιαγιά του Χοσέ είχε 10.000 εκτάρια. Τώρα η κοινότητα έχει μόνο 300 εκτάρια, αλλά βρίσκονται στη διαδικασία επανάκτησης ακόμα 1000, απ’ τα οποία τα 220 τα έχουν καταλάβει. «Σ’ αυτές τις περιοχές υπάρχει ένας προφανής μετασχηματισμός, εκεί όπου το μεγάλο κεφάλαιο έχει εκμεταλλευτεί τους φυσικούς πόρους και οι Μαπούτσε προσπαθούν να αναμορφώσουν το χώρο τους.» Ανακτούν τις παραδόσεις τους και τα κομμάτια της κουλτούρας τους που έχουν σχεδόν χαθεί, και όταν ανακτούν ένα κομματάκι γης, το παίρνουν απ’ τα χέρια του Κεφαλαίου «που λέει ότι υπάρχει για να υπηρετεί τον άνθρωπο και πρέπει να το εκμεταλλεύεται. Όταν οι Μαπούτσε το καταλαμβάνουν, υπάρχει μια επαναστατική αλλαγή, ένας ξεκάθαρος μετασχηματισμός της δομής της κοινωνίας, της κουλτούρας, της θρησκείας και της οικονομίας». Όταν επανακτούν γη, οι «Μάτσι» έρχονται και όλη η κοινότητα διεξάγει ένα «Νγκιλάτουν», μια μεγάλη τελετή, για να αποσπασθεί από την ιδιωτική περιουσία και να γίνει κοινοτική.
Στο σπίτι του, κατά τη διάρκεια της άδειάς του για το σαββατοκύριακο, ο Χοσέ μας λέει κι άλλα για την ιστορία των Μαπούτσε. Οι περιοχές των Μαπούτσε κάποτε εκτείνονταν κοντά στις τωρινές περιοχές του Σαντιάγκο και του Μπουένος Άιρες, από την ακτή του Ειρηνικού ως την ακτή του Ατλαντικού, νότια του νησιού Chiloe. Πιο νότια, στο νότιο κώνο της ηπείρου, ζούσαν άλλοι λαοί. Ήταν ρωμαλέα έθνη που επιβίωναν στις ακραίες θερμοκρασίες χωρίς προβλήματα, αλλά γενικά εξολοθρεύθηκαν όταν ήρθαν οι Ευρωπαίοι.
Ο Χοσέ εξηγεί ότι οι winka, o όρος που έχουν δώσει οι Μαπούτσε για τους Ευρωπαίους εισβολείς, απλά σημαίνει «Νέοι Ίνκα». Πριν τον ερχομό των κονκισταδόρων, το έθνος των Ίνκα ήταν ήδη αναμεμιγμένο σε έναν παρόμοιο περιφερειακό ιμπεριαλισμό, στον οποίο οι Μαπούτσε δεν ήθελαν καμία συμμετοχή. Οι στρατοί των Ίνκα φτάσανε πολύ νότια, ως εκεί που είναι τώρα το Σαντιάγκο, όπου ηττήθηκαν και σταθερά εμποδίστηκαν από το να προχωρήσουν παραπέρα. Όταν ήρθαν οι Ισπανοί, οι Μαπούτσε τους αντιμετώπισαν σαν τους πιο πρόσφατους εισβολείς, και τους νίκησαν εξίσου. Είναι ένα σημείο περηφάνιας το ότι οι Ίνκα, που είχαν έναν προηγμένο, συγκεντρωτικό πολιτισμό, έπεσαν εύκολα στους κονκισταδόρες, ενώ οι Μαπούτσε, που ήταν αποκεντρωμένοι, δεν έπεσαν ποτέ. Αυτό που οι Ισπανοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν ήταν ότι δεν υπήρχε ένας ενιαίος στρατός Μαπούτσε. Κάθε ομάδα κοινοτήτων είχε το δικό της «Τόκι», και αν οι Ισπανοί κέρδιζαν μια μάχη εναντίον μιας ομάδας μαχητών, μόλις προχωρούσαν λίγο παραπέρα βρίσκονταν αντιμέτωποι με μια άλλη.
Μετάφραση-Απόδοση: Αναρχικός Πυρήνας ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ἘΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 99, Νοέμβριος 2010