André Breton: Τα χρώματα της Ελευθερίας

«Δυστυχώς, δεν πιστεύω ότι μπορούμε
να νικήσουμε χωρίς κόκκινες
και μαύρες σημαίες.
Αλλά θα πρέπει να τις καταστρέψουμε μετά».
– Jean Genet, Paris, 1968
Πάνω από τα κεφάλια μας, τα παράθυρα που μοιάζουν με αεικίνητες σημαίες, συνέχιζαν να αγκαλιάζουν τον αέρα. Είχαν τις διαστάσεις εκείνων των κόκκινων υφασμάτινων σημαιών που στο Παρίσι πλαισιώνουν ορισμένα έργα αυτοκινητοδρόμων και από τις οποίες ξεχωρίζει, με μεγάλα μαύρα γράμματα, χωρισμένα με κουκκίδες, η επιγραφή «SADE», που με βάζει συχνά σε ονειροπόληση.
Η κόκκινη σημαία, απαλλαγμένη από οποιαδήποτε λέξη ή σύνθημα – αυτή τη σημαία θα τη βλέπω πάντα, όπως στο ίδιο όραμα που είχα στα δεκαεπτά κατά τη διάρκεια μιας λαϊκής διαδήλωσης λίγο πριν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο· την είδα να ανεμίζει κατά χιλιάδες, χαμηλά στον ουρανό του Pré Saint-Gervais. Κι όμως, νιώθω ότι η λογική είναι ανίσχυρη να παρέμβει εδώ –ο σφυγμός μου θα συνεχίσει να χτυπά ακόμα πιο δυνατά από την ανάμνηση της στιγμής που αυτή η φλεγόμενη από χρώματα θάλασσα (στμ. της διαδήλωσης), σε λίγα και περιορισμένα σημεία, τρυπήθηκε από τον έντονο κυματισμό των μαύρων σημαιών.
Εκείνη την εποχή δεν είχα ιδιαίτερη πολιτική συνείδηση, και πρέπει να ομολογήσω ότι μπερδεύομαι όταν προσπαθώ να μετρήσω τον βαθμό συνείδησης που έχω φτάσει τώρα. Όμως, περισσότερο από ποτέ, τα ρεύματα συμπάθειας και αντιπάθειας μου φαίνονται αρκετά δυνατά ώστε να απαιτούν την υποταγή της ιδεολογίας· και ξέρω ότι η καρδιά μου χτύπησε, και εξακολουθεί να χτυπά, από την ίδια την στιγμή εκείνης της ημέρας. Στις βαθύτερες στοές της καρδιάς μου θα ξαναβρίσκω πάντα το πήγαινε-έλα αυτών των αμέτρητων πύρινων γλωσσών, μεταξύ των οποίων κάποιες καθυστερούν να αγκαλιάσουν ένα υπέροχο απανθρακωμένο λουλούδι.
Η σημερινή γενιά δύσκολα θα μπορέσει να φανταστεί ένα θέαμα τέτοιου είδους. [Τότε,] Η καρδιά του προλεταριάτου δεν είχε νοιώσει ακόμη τέτοιους σπαραγμούς. Η δάδα της Παρισινής Κομμούνας δεν είχε ακόμη σβήσει. Υπήρχαν πολλά χέρια εκεί που κρατούσαν αυτήν τη δάδα —μια δάδα που τα ένωνε όλα στο μεγάλο φως της, που θα ήταν λιγότερο όμορφο, λιγότερο αληθινό, χωρίς μερικά σπειροειδή στεφάνια από πυκνό καπνό. Τόση πολλή ατομική ανιδιοτελής πίστη, τόση αποφασιστικότητα και θέρμη μπορούσε να διαβαστεί σε αυτά τα πρόσωπα· τόση ευγένεια, επίσης, και στα πρόσωπα των γερόντων. Γύρω από τις μαύρες σημαίες, βέβαια, η φυσική φθορά ήταν πιο αισθητή, αλλά το πάθος είχε φουντώσει πραγματικά σε κάποια μάτια, είχε αφήσει εκεί ανεξίτηλα σημάδια ορμής. Ήταν σαν η φλόγα να είχε περάσει από όλους και να τους είχε φουντώσει, άλλους λιγότερο και άλλους περισσότερο, διατηρώντας, έτσι, σ’ άλλους τις πιο λογικές, τις καλύτερα θεμελιωμένες διεκδικήσεις και ελπίδες, ενώ έκανε άλλους, πιο λιγοστούς, να αναλώνονται σε μια αδυσώπητα επαναστατική και προκλητική στάση.
Η κατάσταση της ανθρωπότητας είναι τέτοια (ανεξάρτητα από την εξαιρετικά ευμετάβλητη κοινωνική κατάσταση που έχει δημιουργήσει ο άνθρωπος) ώστε αυτή η τελευταία στάση, η ίδια που, μέσα από την ιστορία του πνεύματος, δεν της λείπουν ένδοξοι εκπρόσωποι, είτε ονομάζονται Pascal, Nietzsche, Strindberg, είτε Rimbaud, μου φαινόταν πάντα απολύτως δικαιολογημένη στο συγκινησιακό επίπεδο, αφήνοντας εκτός τους καθαρά ωφελιμιστικούς λόγους για τους οποίους η κοινωνία μπορεί να την καταστείλει ως τέτοια. Είναι ανάγκη ν’ αναγνωρίσει τουλάχιστον, ο καθένας για τον εαυτό του, ότι από μόνη της αυτή η στάση χαρακτηρίζεται από ένα κολασμένο μεγαλείο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ανάταση, την έξαψη και την περηφάνια που με κυρίευσαν, όταν, παιδί ακόμα, με πήγαν πρώτη φορά σε ένα νεκροταφείο, όταν ανακάλυψα, ανάμεσα σε τόσα καταθλιπτικά ή γελοία μνημεία, μια πλάκα γρανίτη χαραγμένη, με κόκκινα κεφαλαία, με την υπέροχη φράση Ούτε Θεός ούτε Αφέντης. Η ποίηση και η τέχνη θα διατηρούν πάντα μια προτίμηση σε όλα όσα μεταμορφώνουν τον άνθρωπο μέσα σ’ αυτό το απελπιστικό και αμείλικτο τελεσίγραφο, που κατά διαστήματα βρίσκει την γελοία ευκαιρία να απευθυνθεί στη ζωή.
Γεγονός είναι, ότι πάνω από την τέχνη και την ποίηση, είτε αρέσει είτε όχι, κυματίζει μια σημαία, πότε κόκκινη και πότε μαύρη. Και εκεί ο χρόνος μας πιέζει. Το ζήτημα είναι να κάνεις την ανθρώπινη ευαισθησία να δώσει ό,τι μπορεί να δώσει. Αλλά από πού προέρχεται αυτή η φαινομενική αναποφασιστικότητα ως προς το χρώμα;
Ίσως δεν επιτρέπεται σ’ έναν άνθρωπο να επιδρά πάνω στην ευαισθησία των άλλων ανθρώπων για να διαμορφώσει και να διευρύνει αυτή τη συνειδητοποίηση, παρά μόνο με το τίμημα να προσφέρει τον εαυτό του ως θυσία σε όλες τις διάσπαρτες δυνάμεις της ψυχής της εποχής του: δυνάμεις που, γενικά, αναζητούν η μια την άλλη μόνο για να επιχειρήσουν να αλληλοαναιρεθούν. Με αυτή την έννοια, ένας τέτοιος άνθρωπος είναι, ήταν πάντα και, με μια μυστηριώδη απόφαση αυτών των δυνάμεων, οφείλει να είναι ταυτόχρονα το θύμα και ο λυτρωτής τους. Έτσι, το ίδιο ισχύει αναγκαστικά όσον αφορά τη γεύση της ανθρώπινης ελευθερίας, η οποία, καλούμενη να επεκτείνει το πεδίο της δεκτικότητάς της σε όλους σε πρακτικά άπειρες αναλογίες, επισύρει σε ένα μόνο άτομο όλες τις τρομερές συνέπειες της έλλειψης του μέτρου. Η Ελευθερία δεν συναινεί να χαϊδεύει αυτή τη γη παρά μόνο προς τιμήν εκείνων που γνώριζαν, ή γνώριζαν τουλάχιστον εν μέρει, πώς να ζήσουν επειδή την έχουν αγαπήσει σε σημείο τρέλας.
«[…] στον Βίκτωρα Ουγκώ, …, παρακολουθούμε αρχικά, …, την πτώση του αγγέλου που, την ώρα που γεννιόταν, ‘‘αρνήθηκε να είναι σκλάβος’’, και έφερε μέσα στη νύχτα ‘‘μια βροχή ήλιους κι αστέρια με την έλξη της δόξας του’’: αλλά ο Εωσφόρος (στμ.: ο φέρων το φως), ο προγεγραμμένος λόγος, γεννά δύο αδελφές, την Ποίηση και την Ελευθερία και ‘‘το πνεύμα του έρωτα θα δανειστεί τα χαρακτηριστικά τους, για να υποτάξει και να σώσει τον επαναστατημένο άγγελο’’». Αυτή η σχέση, αναγκαστικά γρήγορη και στεγνή, δεν επιτρέπει επ’ ουδενί να προεικάσουμε –για εκείνον που, περιφρονώντας το άλλο άκρο, θα δεχθεί να προχωρήσει πέρα από τη λεκτική ασέλγεια– το μεγαλείο που παρέχει σ’ ένα τέτοιο επεισόδιο η χαρισματική ενόραση του Ουγκώ και που μαρτυρεί, ιδιαιτέρως, στο έργο του η δημιουργία του αγγέλου Ελευθερία: «Ο άγγελος Ελευθερία, που τον γέννησε ένα λευκό πούπουλο πεσμένο από τον Εωσφόρο τη στιγμή της πτώσης του, εισδύει στο έρεβος: το άστρο που έχει στο μέτωπό του μεγαλώνει, γίνεται πρώτα μετέωρο, μετά κομήτης και καμίνι». Βλέπουμε πως η εικόνα, σ’ ό,τι ακαθόριστο μπορούσε να έχει ακόμη, γίνεται συγκεκριμένη: είναι η ίδια η επανάσταση, η επανάσταση μόνη δημιουργός του φωτός. Και αυτό το φως μπορεί να αναγνωρίσει μόνο τρεις δρόμους: την ποίηση, την ελευθερία και τον έρωτα και πρέπει να εμπνέουν τον ίδιο ζήλο και να συγκλίνουν, ώστε να συγκροτήσουν το ίδιο το περίγραμμα της αιώνιας νεότητας, στο πιο μυστικό και αφώτιστο σημείο της καρδιάς του ανθρώπου.»
Το παραπάνω κείμενο, του μεγάλου σουρεαλιστή André Breton, εμφανίστηκε αρχικά στο Arcane-17, το 1944. Μεταφράστηκε στα αγγλικά στο The Rebel Worker #7, τον Δεκέμβριο 1966 και ανατυπώθηκε στο Dancin’ in the Streets: Anarchists, IWWs, Surrealists, Situationists, & Provos στη δεκαετία του 1960 —όπως καταγράφηκε στις σελίδες του The Rebel Worker & Heatwave.
https://crimethinc.com/2021/06/14/every-flag-is-black-in-a-fire-featuring-louise-michel-andre-breton-and-jean-genet#andre-breton-the-colors-of-freedom
Μετάφραση – απόδοση Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 224, Μάρτιος 2021
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com