Ανησυχία της Διεθνούς Αμνηστίας για δίκαιη δίκη της Ηριάννας
Η Ηριάννα καταδικάστηκε για την συμμετοχή της στην αναρχική ομάδα Πυρήνες της Φωτιάς, η οποία συνδέθηκε με δραστηριότητες όπως η αποστολή βομβών-δεμάτων σε Ευρωπαίους πολιτικούς. Στο πλαίσιο ανησυχιών για το πόσο δίκαιη ήταν η πρώτη δίκη και, ειδικότερα, για την αξιοπιστία των αποδεικτικών στοιχείων που χρησιμοποιήθηκαν για την καταδίκη της, η Διεθνής Αμνηστία καλεί τις ελληνικές αρχές να διασφαλίσουν ότι η έφεση της Ηριάννας θα πληροί τα διεθνή πρότυπα δίκαιης δίκης, δίνοντας ιδιαίτερη προσοχή στο τεκμήριο της αθωότητας και στα πρότυπα αποδεικτικών στοιχείων.
Η καταδίκη της Ηριάννας φαίνεται να βασίζεται σε ένα αμφισβητούμενο δείγμα DNA και στη σχέση με τον σύντροφό της, ο οποίος κατηγορήθηκε επίσης για συμμετοχή στους Πυρήνες της Φωτιάς, αλλά έκτοτε κρίθηκε αθώος από το Εφετείο Αθηνών.
Ένας δικαστικός πραγματογνώμων που ειδικεύεται στην ανάλυση και ταυτοποίηση του DNA και ο οποίος εμφανίζεται τακτικά ως ειδικός μάρτυρας ενώπιον των ελληνικών δικαστηρίων, κατέθεσε ότι το δείγμα DNA ήταν τόσο χαμηλής ποσότητας και ποιότητας που δεν μπορούσε να ταιριάξει με το προφίλ του DNA της Ηριάννας. Επιπλέον, το δείγμα κακής ποιότητας εξαντλήθηκε μετά από την αρχική αστυνομική ανάλυση, οπότε δεν μπορούσε να εξεταστεί ανεξάρτητα από τον εμπειρογνώμονα για λογαριασμό της υπεράσπισης της Ηριάννας.
Η Ηριάννα έχει επανειλημμένα δηλώσει ότι είναι αθώα και έχει λάβει ευρεία υποστήριξη από πολλά μέρη της ελληνικής κοινωνίας.
Ιστορικό
Βασικό κριτήριο για μία δίκαιη ακρόαση είναι η αρχή της ισότητας των μέσων μεταξύ των διαδίκων σε μια υπόθεση. Η αρχή αυτή εξασφαλίζει ότι η υπεράσπιση έχει μια πραγματική ευκαιρία να προετοιμάσει και να παρουσιάσει την υπόθεσή της και να αμφισβητήσει τα επιχειρήματα και τα αποδεικτικά στοιχεία που υποβλήθηκαν ενώπιον του δικαστηρίου, σε ισότιμη βάση με εκείνη της εισαγγελίας. Οι απαιτήσεις της αρχής της «ισότητας των μέσων» περιλαμβάνουν το δικαίωμα επαρκούς χρόνου και διευκολύνσεων για την προετοιμασία της υπεράσπισης, συμπεριλαμβανομένης της αποκάλυψης από τις διωκτικές αρχές σημαντικών πληροφοριών.
Μια άλλη θεμελιώδης αρχή του δικαιώματος σε δίκαιη δίκη είναι το δικαίωμα κάθε κατηγορούμενου/ης ποινικού αδικήματος να τεκμαίρεται αθώος/α μέχρι να αποδειχθεί ένοχος/η, σύμφωνα με το νόμο, μετά από μία δίκαιη δίκη. Η απαίτηση του να θεωρείται αθώος ο κατηγορούμενος, σημαίνει ότι το βάρος απόδειξης της κατηγορίας βαραίνει τη δίωξη. Ένα δικαστήριο δεν μπορεί να καταδικάσει εκτός αν η ενοχή έχει αποδειχθεί πέρα από εύλογες αμφιβολίες. Εάν υπάρχει εύλογη αμφιβολία, ο κατηγορούμενος πρέπει να αθωωθεί.
Οι κατευθυντήριες γραμμές του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, οι οποίες απορρέουν από τη νομολογία του σχετικά με το δικαίωμα σε δίκαιη δίκη και τη χρήση αποδεικτικών στοιχείων, ορίζουν ότι «πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η ποιότητα των αποδεικτικών στοιχείων, καθώς και οι συνθήκες υπό τις οποίες ελήφθησαν και αν αυτές οι συνθήκες θέτουν υπό αμφισβήτηση την αξιοπιστία ή την ακρίβειά τους. Στο πλαίσιο αυτό, το Δικαστήριο δίνει επίσης βάρος στο ζήτημα αν τα εν λόγω αποδεικτικά στοιχεία ήταν αποφασιστικής σημασίας ή όχι για την έκβαση της ποινικής διαδικασίας».