Από τον Προυντόν στον Μπακούνιν του Daniel Guérin (1978)
Ο αείμνηστος Georges Gurvitch (Τζόρτζ Γκούρβιτς) θεωρούσε «συγκλονιστικό να συγκρίνει κάποιος τον Μπακούνιν και τον Προυντόν» και υποστήριξε ότι θα μπορούσε να γραφτεί ένα βιβλίο, με τίτλο Μπακούνιν και Προυντόν, για να δείξει πόσο απέχει, στην πραγματικότητα, ο Μπακούνιν από τον Προυντόν. Αναμφίβολα ο Γκούρβιτς είχε πιστέψει χωρίς να αμφισβητήσει στο παραμικρό τη φήμη του υποστηρικτή αντίληψης της καταστροφικής βίας που ακολουθούσε τον Μπακούνιν. Ο διαπρεπής κοινωνιολόγος απέρριψε ως «αφύσικη» οποιαδήποτε σύγκριση μεταξύ των δύο ανδρών. Προτείνω να κάνω εδώ μια απαραίτητη επαναξιολόγηση αυτού του θέματος.
Πρώτα απ’ όλα, οι δυο τους ήταν σύγχρονοι και φίλοι. Ο Μπακούνιν ήταν μόλις πέντε χρόνια νεότερος από τον Προυντόν (ενώ ο Μαρξ ήταν εννέα χρόνια νεότερος). Οι συνεισφορές τους είναι αμφίδρομες, με την επιρροή από τον Προυντόν προς τον Μπακούνιν να δεσπόζει. Τουλάχιστον αυτή είναι η γνώμη του Y.M. Steklov (Γιούρι Μιχαήλοβιτς Στέκλοβ) , ενός Ρώσου βιογράφου του Μπακούνιν. Και οι δύο ήταν οι ιδρυτές του ελευθεριακού σοσιαλισμού. Σίγουρα οι πορείες τους ως άνθρωποι, ως θεωρητικοί και ως ακτιβιστές διέφεραν. Ο ένας κταταγόταν από οικογένεια παραδοσιακών γεωργών και μετέπειτα τυπογράφος, με καθιστική εργασία, Γάλλος, ο άλλος ήταν ένας εξόριστος, κοσμοπολίτης Ρώσος. Ο ένας ήταν γιος αγροτών, ο άλλος γιος των γαιοκτημόνων. Ο ένας δίδασκε μόνο νεκρές γλώσσες, ο άλλος ήταν ο άριστος πολύγλωσσος. Πάνω από όλα, όπως μας υπενθύμισε ο Marcel Body (Μαρσέλ Μποντύ), ο Μπακούνιν απομακρύνθηκε από τον αγώνα λόγω της φυλάκισης του και στη συνέχεια λόγω της απέλασης του για δώδεκα χρόνια. Όντας ένας πρώιμος και γόνιμος συγγραφέας, ο Προυντόν μπόρεσε να δημοσιεύσει ένα τεράστιο έργο μεταξύ του 1839 και του θανάτου του το 1865. Ήταν λίγο πριν από το θάνατο του Προυντόν που ο Μπακούνιν, παίρνοντας την σκυτάλη, ξεκίνησε τη φλογερή του καριέρα ως αναρχικός. Άφησε πίσω του μια τεράστια ποσότητα γραπτού έργου, το οποίο είναι ακόμη μόνο εν μέρει προσβάσιμο.
Το έναυσμα που, καθώς πλησίαζε στα πενήντα, έκανε τον Μπακούνιν να κλίνει προς την αναρχία οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό, αναμφίβολα, στην επιρροή του Προυντόν, τον οποίο επισκέφτηκε στα τέλη του 1863 και το 1864. Είχε αρχίσει να μελετά τα έργα του Προυντόν πριν τον φυλακίσουν, μια μελέτη που ωρίμασε στη μοναξιά των κελιών της φυλακής και ολοκληρώθηκε, με την βιασύνη κάποιου που καταβρόχθιζε για να αναπληρώσει τον χαμένο χρόνο, μετά την απόδραση και την επιστροφή του στην Ευρώπη. Ίσως, μάλιστα, να είχε στη διάθεσή του κάποια βιβλία του Προυντόν τα τελευταία δύο χρόνια της εξορίας, όταν βρισκόταν σε κατ’ οίκον περιορισμό στη Σιβηρία.
Ωστόσο, μόλις στα τέλη του 1863, μετά το φιάσκο της Πολωνικής εξέγερσης, στην οποία, χωρίς λόγο, θα ήθελε να είχε καταφέρει να ριχτεί, ο Μπακούνιν έγινε ελευθεριακός. Σχετικά με αυτό το γεγονός, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι οι θέσεις του Προυντόν και του Μπακούνιν ήταν αρκετά παρόμοιες: ο Προυντόν δεν ήθελε να υποστηρίξει τους εξεγερμένους, γιατί έβλεπε σε αυτούς μέλη των ευγενών που καταπίεζαν τους χωρικούς τους. Ο Μπακούνιν θα συμφωνούσε αργότερα, ότι «το πρόγραμμα των Πολωνών» δεν ήταν σύμφωνο με τις «σοσιαλιστικές ιδέες», ότι «ακριβώς για αυτόν τον λόγο» παραμέλησε «την υπόθεση του λαού» και ότι η εξέγερση που είχε γίνει «εναντίον του λαού», προς αποκλειστικό όφελος των προνομιούχων τάξεων, ήταν ένα «αναδρομικό, θανατηφόρο, αντεπαναστατικό» κίνημα.
Πολύ πριν από το 1863, όπως θα δούμε, ο Μπακούνιν θαύμαζε τα γραπτά του Προυντόν και την επαναστατική δράση του κατά τη Γαλλική επανάσταση του 1848, αλλά δεν είχε φθάσει ακόμη σε αυτό που αποκαλούσε, στα γερμανικά, με μια νότα ειρωνείας, το Systemchen του, το «μικρό» του Σύστημα. Ήδη από το 1842, όταν έφτασε στη Δρέσδη, είχε γοητευτεί από ένα βιβλίο ενός Γερμανού συγγραφέα, του Lorenz von Stein (6), με τίτλο Σοσιαλισμός και κομμουνισμός στη σύγχρονη Γαλλία. Μεταξύ άλλων αποκαλύψεων, ο Μπακούνιν ανακάλυψε εκεί τις προκλήσεις που εκσφενδόνισε ο νεαρός Προυντόν στην ιδιοκτησία.
Το 1845, στο Παρίσι, ο Μπακούνιν δημιούργησε δεσμούς φιλίας με τον αναρχικό συγγραφέα, τον οποίο θεωρούσε «έναν από τους πιο αξιόλογους Γάλλους» της εποχής του. Μέσα στην οικειότητα αυτής της σχέσης, ο Μπακούνιν μάθαινε και δίδασκε ταυτόχρονα. Από τη μια εξοικειώθηκε με την αναρχία και, από την άλλη, ως λαμπρός νέος Χεγκελιανός, προσπάθησε ναεξοικειώσει τον Προυντόν με τη σκέψη του Χέγκελ, γιατί ο Προυντόν, που δεν ήξερε καθόλου γερμανικά, δυσκολευόταν να αφομοιώσει τη διαλεκτική. Ένα βράδυ, ένας από τους φίλους τους άφησε τους δύο τους απορροφημένους σε μια έντονη φιλοσοφική συζήτηση. Το επόμενο πρωί, τούς βρήκε στο ίδιο μέρος, μπροστά στη χόβολη στο τζάκι, να επιχειρηματολογούν ακόμα.
Όταν, στα τέλη του 1847, ο Μπακούνιν εκδιώχθηκε από τη Γαλλία στο Βέλγιο επειδή μίλησε σε μια συνάντηση για τον εορτασμό της Πολωνικής επανάστασης του 1831, ο Προυντόν εξέφρασε στα Catnets του την αγανάκτηση που του ενέπνευσε αυτό το αυθαίρετο μέτρο.
Ωστόσο, ο Μπακούνιν επέστρεψε γρήγορα στο Παρίσι για να συμμετάσχει με πάθος στην επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848, και θα σκεφτόταν αργότερα ότι «σε όλη αυτή την επαναστατική φαντασμαγορία υπήρχαν μόνο δύο πραγματικά σοβαροί άνδρες, αν και τελείως διαφορετικοί μεταξύ τους: αυτοί ήταν ο Προυντόν και ο Μπλανκί».
Μερικούς μήνες αργότερα έφυγε για τη Γερμανία. Εκεί έφτασαν στα αυτιά του οι απόηχοι από τη σύνοδο της Εθνοσυνέλευσης της 31ης Ιουλίου 1848, όταν ο Προυντόν, ο οποίος είχε εκλεγεί ως εκπρόσωπος, αναμετρήθηκε με όλους τους παρευρισκόμενους. Η εργατική εξέγερση στα τέλη Ιουνίου είχε μόλις κατασταλεί άγρια. Όλο το πλήθος των βουλευτών, εκτός από δύο εκπροσώπους, ο ένας εκ των οποίων ήταν ο Προυντόν, αναθεματίστηκε και προσβλήθηκε, όπως θα το περιέγραφε αργότερα ο Μπακούνιν, «ο ηρωικός σοσιαλιστής που μόνος του είχε το θάρρος να ρίξει την πρόκληση του σοσιαλισμού σε εκείνη την άγρια αγέλη των συντηρητικών, φιλελεύθερων και ριζοσπαστών αστών». Με εξαίρεση τον Προυντόν και τον Λουί Μπλανκ, ο Μπακούνιν σημείωσε περαιτέρω, «σχεδόν όλοι οι ιστορικοί της Επανάστασης του 1848… ποτέ δεν θέλησαν να ασχοληθούν με το έγκλημα και τους εγκληματίες του Ιουνίου». Γιατί; «Το έγκλημα του Ιουνίου επηρέασε μόνο τους εργαζόμενους».
Λίγο μετά την κοινοβουλευτική σύγκρουση, ο Μπακούνιν έγραψε στον φίλο του, τον Γερμανό ποιητή Georg Herwegh: «Ο Προυντόν είναι ο μόνος στο Παρίσι –ο μόνος στον κόσμο των πολιτικών συγγραφέων– που καταλαβαίνει οτιδήποτε. Έχει επιδείξει μεγάλο και αξιοθαύμαστο θάρρος. Η ομιλία του ήταν, εκείνη την άθλια και υποκριτική στιγμή, μια ευγενής πράξη». Ο Μπακούνιν ήταν ευγνώμων στον Προυντόν για την επίθεση στο ρεπουμπλικανικό κόμμα του 1848, στους κόλπους του οποίου «συνελήφθη η αντιδραστική σκέψη» και που στιγμάτισε «τον κυβερνητικό του ζήλο». Πρόσθεσε: «Υπήρξε εναντίον του Προυντόν, από την πλευρά των επίσημων εκπροσώπων του ρεπουμπλικανισμού, ένα είδος συνωμοσίας σιωπής». Έπειτα αναφώνησε: «Αχ! Πόσο δίκιο είχε ο Προυντόν όταν είπε: «Το 1848, όπως και το 1793, η επανάσταση είχε ως καταστροφείς τους ίδιους ανθρώπους που την εκπροσωπούσαν»».
Στον απόηχο της ανεπιτυχούς εξέγερσης στη Δρέσδη, ο Μπακούνιν συνελήφθη στις 10 Μαΐου 1849 και εκδόθηκε στην Αυστρία. Γνώρισε τα δύο βιβλία που δημοσίευσε ο Προυντόν την ίδια χρονιά: το Idées révolutionnaires (Επαναστατικές Ιδέες), μια συλλογή από ομιλίες του κατά την επανάσταση του 1848, και το Εξομολογήσεις ενός επαναστάτη. Αυτά τα δύο βιβλία ο Μπακούνιν επρόκειτο να παραθέσει και να προτείνει αργότερα, και ο φίλος του, ο φεντεραλιστής Άρνολντ Ρούγκε, τα μετέφρασε στα γερμανικά το 1850.
Η παριζιάνικη φιλία τους άφησε μερικές ανεξίτηλες αναμνήσεις τόσο στον Προυντόν όσο και στον Μπακούνιν. Όταν ο Προυντόν ανακοίνωσε στην εφημερίδα του Le Peuple τη σύλληψη του Μπακούνιν, τον περιέγραψε ως «ο φίλος όλων μας». Αφού φυλακίστηκε ο ίδιος στην φυλακή Sainte-Pelagie, ο Προυντόν έγραψε στον Alexander Herzen (Αλεξάντρ Γκέρτσεν) τον Νοέμβριο του 1851, με αφορμή μια φήμη ότι ο Μπακούνιν είχε πεθάνει, ότι «κλαίει» γι’ αυτόν και ότι τον «αγαπά». Στα Carnets του, στο λήμμα της 25ης Οκτωβρίου 1851, σχετικά και πάλι με τη φήμη, που δημοσιεύτηκε από την εφημερίδα Le National, είχε δηλώσει: «Ο Μπακούνιν ήταν φίλος μου. Ήταν μια αληθινή διάνοια, εναρμονισμένη με όλες τις ιδέες. Ένας καλός χαρακτήρας, γεμάτος αφοσίωση. Χωρίς να γράψει πολλά, έκανε εξαιρετική προπαγάνδα. Ο σοσιαλισμός και η φιλοσοφία δεν μπορούν να τον ξεχάσουν. Ο θάνατός του είναι ένα ακόμη επιχείρημα υπέρ τους ενάντια στο Κράτος, στην Εκκλησία και στο Κεφάλαιο». Μετά τον πρόωρο θάνατο του μεγαλύτερου σε ηλικία φίλου, στις 19 Ιανουαρίου 1865, ο Μπακούνιν μίλησε για τον «τρυφερό σεβασμό» που ένιωθε «για τη μνήμη του Προυντόν».
Ωστόσο, αυτή η πίστη στη φιλία, και, αργότερα, η κοινή τους ελευθεριακή επιλογή, δεν θα προχωρούσε χωρίς σοβαρές αποκλίσεις. Ο Μπακούνιν αναφέρθηκε στον Προυντόν, χωρίς απαραίτητα να προσθέτει επαρκή επιχειρήματα, ως έναν «αδιόρθωτο ιδεαλιστή» και ως έναν «μεταφυσικό ως την άκρη των δακτύλων του», που παρασύρθηκε σε μια «αφηρημένη έννοια του δικαιώματος», «στη λογική πιο ισχυρή από τα επαναστατικά αγροτικά ένστικτα του.» Έγραψε για τον Προυντόν το 1870 στο περιοδικό La Liberté στις Βρυξέλλες: «Αν είχε ζήσει περισσότερο, οδηγούμενος από την ίδια λογική, θα είχε ανακατασκευάσει τον καλό Κύριο, για τον οποίο πάντα κρατούσε μια μικρή θέση στην συναισθηματική και μυστικιστική του έννοια του Ιδανικού. Θα έπρεπε να το κάνει και ετοιμαζόταν να το κάνει. Μου το είπε ο ίδιος, με τον μισοσοβαρό, μισοειρωνικό τρόπο του, δύο μήνες πριν από το θάνατό του». Στην πραγματικότητα, ο Θεός ήταν ήδη χαραγμένος στο μεγάλο έργο του Προυντόν για τη δικαιοσύνη.
Σίγουρα, ο Μπακούνιν υπερασπίστηκε τον Προυντόν ενάντια στα «βρώμικα πράγματα» που έγραψε ο Μαρξ εναντίον του, προσπαθώντας «αυτό το μεγάλο όνομα με την τόσο ευρέως αποδεκτή φήμη να το βάλει στο παρασκήνιο». Αλλά συμφώνησε ότι «στην αδυσώπητη κριτική» που άσκησε ο Μαρξ στον Προυντόν, «δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πολλά είναι αλήθεια» και ότι ο θεωρητικός του ιστορικού υλισμού δικαιώθηκε σε αντίθεση με τον Προυντονιανό ιδεαλισμό. Παρείχε ένα ζωηρό εγκώμιο για το Κεφάλαιο, το οποίο θεώρησε ένα «υπέροχο έργο», «μια θανατική καταδίκη, επιστημονικά τεκμηριωμένη και αμετάκλητη» ενάντια στην καπιταλιστική εκμετάλλευση. Ωστόσο, με μια διαφορετική διάθεση, πρόσθεσε ο Μπακούνιν, «το ένστικτο της ελευθερίας λείπει» στον Μαρξ. «Είναι από την κορυφή ως τα νύχια αυταρχικός». Από την άλλη πλευρά, υπολόγισε ότι «ο Προυντόν καταλάβαινε και ένιωθε την ελευθερία πολύ καλύτερα από αυτόν».
Εξάλλου, ο Μπακούνιν μετρίασε την κριτική του στον Προυντονικό ιδεαλισμό όταν παρατήρησε ότι «το ιδανικό, όπως είπε ο Προυντόν, είναι μόνο ένα λουλούδι, του οποίου οι υλικές συνθήκες ύπαρξης αποτελούν τις ρίζες» και όταν συνεχάρη τον Προυντόν «για το ότι είπε πως ο σοσιαλισμός δεν έχει άλλη αποστολή από το να πραγματοποιήσει ορθολογικά και αποτελεσματικά πάνω στη γη τις απατηλές και μυστικιστικές υποσχέσεις, των οποίων την πραγματοποίηση έχει υποβιβάσει η θρησκεία στον παράδεισο». Ενέκρινε τον Προυντόν όταν έγραψε (κατά τον Φόιερμπαχ) ότι «οι άνθρωποι… πάντα λάτρευαν στους θεούς τους μόνο την άλλη πλευρά της δικής τους εικόνας». Και μετά περιέγραψε για το πώς απολάμβανε αυτό τον τολμηρό μύδρο από τον Προυντόν στο έργο δικαιοσύνη, χαιρετίζοντας τον Σατανά ως «αυτόν που έχει συκοφαντηθεί από ιερείς και βασιλιάδες» και επικαλούμενος τον δαίμονα με αυτά τα ασυνήθιστα λόγια: «Έλα, Σατανά, έλα, άσε με να σε αγκαλιάσω, άσε με να σε σφίξω στους κόλπους μου, ω ευλογημένε της καρδιάς μου!». Ο Μπακούνιν θαύμασε τον φίλο του επειδή χαιρέτησε τον Σατανά «με ευγλωττία γεμάτη αγάπη», τον «δημιουργό της ελευθερίας».
Εν ολίγοις, ο Προυντόν, όπως τον βλέπει ο Μπακούνιν, ήταν «μια αέναη αντίφαση, μια δραστήρια ιδιοφυΐα, ένας επαναστάτης στοχαστής που συζητούσε πάντα ενάντια στα φαντάσματα του ιδεαλισμού», ένας «ρεαλιστής επαναστάτης» που έφτανε να είναι ως ένας «ιδεαλιστής φιλόσοφος». Αλλά ο Μπακούνιν θεωρούσε τον εαυτό του διάδοχο του επαναστάτη, και μόνον αυτού. Πρότεινε «να διευρύνει, να αναπτύξει, να απελευθερώσει απ’ όλο το μεταφυσικό, ιδεαλιστικό, δογματικό φορτίο του το αναρχικό σύστημα του Προυντόν», την ίδια στιγμή που θα προσθέσει σε αυτό τον μαρξιστικό ιστορικό υλισμό.
Σε ένα από τα έργα του, που ολοκληρώθηκε το 1867-1868, ο Μπακούνιν απέτισε φόρο τιμής στον Προυντόν:
«Η δημιουργία κανόνων ήταν το κοινό πάθος όλων των σοσιαλιστών πριν από το 1848, με μια εξαίρεση. Ο Καμπέ (Cabet), ο Λουί Μπλαν (Louis Blanc), οι Φουριεριστές (οι οπαδοί του Fourier), το κίνημα του Σαιν-Σιμόν (Saint-Simonians), όλοι είχαν πάθος να κατηχήσουν και να οργανώσουν το μέλλον, όλοι ήταν λίγο πολύ αυταρχικοί.
»Αλλά μετά ήρθε ο Προυντόν: γιος αγρότη, και, στην πραγματικότητα και από ένστικτο, εκατό φορές πιο επαναστάτης από όλους εκείνους τους δογματικούς και αστούς σοσιαλιστές, οπλίστηκε με μια κριτική θέση τόσο βαθιά και διεισδυτική όσο και ανελέητη, προκειμένου να καταστρέψει όλα τα συστήματα.
»Αντιπαραβάλοντας την ελευθερία με την εξουσία, εναντία σε αυτούς τους κρατικούς σοσιαλιστές, αυτοανακηρύχτηκε με τόλμη αναρχικός και, μπροστά στον ντεϊσμό ή τον πανθεϊσμό τους, είχε το θάρρος να αποκαλεί τον εαυτό του απλώς άθεο. Ο δικός του σοσιαλισμός, θεμελιωμένος στην ελευθερία, ατομική και συλλογική, και στην αυθόρμητη δράση των ελεύθερων ενώσεων, που δεν υπακούει σε άλλους νόμους εκτός από αυτούς τους γενικούς νόμους της κοινωνικής οικονομίας, που ανακάλυψε ή που πρόκειται να ανακαλυφθούν από την επιστήμη, πέρα από κάθε κυβερνητική ρύθμιση και κάθε προστασία από το κράτος, υποτάσσοντας επιπλέον την πολιτική στα οικονομικά, πνευματικά και ηθικά συμφέροντα της κοινωνίας, έπρεπε αργότερα να καταλήξει αναγκαστικά σε φεντεραλισμό».
Στις αρχές Ιανουαρίου του 1870, ο Μπακούνιν δήλωσε ότι είχε απορροφηθεί από το διάβασμα του έργου του Προυντόν, γιατί σκεφτόταν να γράψει ένα βιβλίο για την καταστροφή του κράτους, ένα βιβλίο που επρόκειτο να γίνει το Κρατισμός και Αναρχία. Σε ένα έγγραφο που χρονολογείται από τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, εκτιμά ότι ο Προυντόν είχε «αποδείξει πολύ καλά» ότι «το κράτος… είναι η ιστορική καθιέρωση κάθε δεσποτισμού, όλων των προνομίων, ο πολιτικός λόγος για κάθε οικονομική και κοινωνική αναγωγή σε δουλεία».
Στα τέλη του 1873, ο Μπακούνιν συνέβαλε στη δημοσίευση ενός βιβλίου, μεταφρασμένου στα ρωσικά, το οποίο εμφανίστηκε στο Λονδίνο το 1874. Ο Michael Dragomanov (Μιχαΐλο Πέτροβιτς Ντραχομάνοβ), στο υστερόγραφο της Αλληλογραφίας του Μιχαήλ Μπακούνιν, που δημοσιεύθηκε το 1896, αποδίδει το βιβλίο στον Μπακούνιν. Γνωρίζουμε σήμερα ότι αυτός ο ισχυρισμός δεν είναι απολύτως σωστός. Στην πραγματικότητα, αυτό το μικρό βιβλίο συντάχθηκε από τον πιο στενό μαθητή του Μπακούνιν στη Διεθνή, τον James Guillaume (Τζέιμς Γκιγιόμ). Το βιβλίο μεταφράζεται από τα ρωσικά ως Αναρχία Σύμφωνα με τον (ή Κατά τον) Μπακούνιν. Ξέρουμε, επιπλέον, χάρη σε έναν άλλο μαθητή του Μπακούνιν, τον Αρμάν Ρος (Armand Ross), (και μπόρεσα να το ελέγξω μόνος μου), ότι ο Γκιγιόμ περιορίστηκε να συνοψίσει, με πολλά παραθέματα, τα δύο βιβλία του Προυντόν που προτιμούσε ο Μπακούνιν: το Εξομολογήσεις ενός επαναστάτη και το Γενική Ιδέα της Επανάστασης τον 19o αιώνα (Idée générale de la Révolution au dix-neuvième siècle). Ο Μπακούνιν, έχοντας ενημερωθεί για το έργο του Γκιγιόμ, τον ενθάρρυνε να το προχωρήσει.
Ο Άρθουρ Λένινγκ (Arthur Lehning) θεωρεί ότι ο πρόλογος του Γκιγιόμ μάλλον αναθεωρήθηκε από τον ίδιο τον Μπακούνιν. Αυτό θα έδινε μεγαλύτερη βαρύτητα στο ακόλουθο απόσπασμα:
«Θεωρούμε χρήσιμο να μεταφέρουμε τον σοσιαλισμό του Προυντόν με τα γνήσια χαρακτηριστικά του και να εξηγήσουμε, με απλούς και ξεκάθαρους όρους, τα βασικά στοιχεία των ιδεών που υπερασπίστηκε με τόση ενέργεια και ταλέντο».
Παραμερίζοντας κάθε πρόθεση να ασχοληθούν με τις ιδεαλιστικές και μεταφυσικές «ποικίλες παραξενιές» του Προυντόν, περιορίστηκαν «να σχολιάσουν μόνο το μέρος των θεωριών του που πρότεινε ο Προυντόν το 1848 και το οποίο επαναλήφθηκε στο πρόγραμμα της Διεθνούς Ένωσης Εργαζομένων…, αποτελούν την ουσία των θεωρητικών του θέσεων, δηλαδή την κατάργηση του πολιτικού κράτους, την οργάνωση της κοινωνίας στον οικονομικό Φεντεραλισμό… το φεντεραλιστικό δόγμα σχετικά με την οργάνωση της εργασίας».
Στην εισαγωγή του στον τόμο V των Αρχείων (https://en.wikipedia.org/wiki/Archives_Bakounine), ο Lehning παρέχει τόσο ένα φαξ της σελίδας που περιέχει τον τίτλο όσο και ορισμένα αποσπάσματα μεταφρασμένα στα γαλλικά από τον πρόλογο και από το ίδιο το βιβλίο, φωτοαντίγραφο του οποίου το Διεθνές Ινστιτούτο Κοινωνικής Ιστορίας στο Άμστερνταμ είχε την καλοσύνη να μου επιτρέψει να συμβουλευτώ. Το αρχικό χειρόγραφο στα γαλλικά έκτοτε κάηκε.
Μου μένει να σκιαγραφήσω, σε γενικές γραμμές, τον παραλληλισμό στις ελευθεριακές απόψεις του Προυντόν και του Μπακούνιν.
Και οι δύο χρησιμοποιούν τη λέξη «αναρχία» με την ετυμολογική της έννοια, της απουσίας εξουσίας ή κυβέρνησης. Ωστόσο, την χρησιμοποιούν επίσης με την κοινή, και παλαιότερη, αίσθηση του κοινωνικού χάους. Ίσως διατηρούν εσκεμμένα αυτή την ασάφεια για να υποδείξουν ότι η αναρχία, μέσω της κολοσσιαίας αταξίας, της πλήρους αποδιοργάνωσης της κοινωνίας, θα εγκαθιστούσε μια νέα, σταθερή και ορθολογική κοινωνική τάξη βασισμένη στην ελευθερία και την αλληλεγγύη.
Τόσο ο Προυντόν όσο και ο Μπακούνιν, κατακεραυνώνουν το κράτος και την εξουσία. Και οι δύο αμφισβητούν την «απάτη» της κάλπης. Κανείς δεν ήθελε πολιτική εξουσία, αλλά ήθελαν να καταστρέψουν τόσο το κεφάλαιο όσο και το κράτος. Και οι δύο απορρίπτουν κάθε σοσιαλισμό που δεν θα ήταν ελευθεριακός. Δηλαδή, κάθε μορφή σοσιαλισμού που θα εξυμνούσε το κράτος εις βάρος της ελευθερίας και που θα παραβίαζε τα δικαιώματα, τη δημιουργικότητα και την απαραίτητη απο-αλλοτρίωση του ατόμου.
Ο Προυντόν και ο Μπακούνιν ήταν και οι δύο αντίθετοι στον μαρξιστικό «δογματισμό» και στο μαρξιστικό «δεκανίκι». Αυτή την άποψη εκφράζει με δύναμη και ανησυχία ο Προυντόν στην επιστολή του προς τον Μαρξ της 17ης Μαΐου 1846. Είναι εξίσου εμφανές στο προσωπικό του αντίτυπο της Αθλιότητας της Φιλοσοφίας, όπου οι σημειώσεις του στο περιθώριο αναφέρονται στην κακή πίστη, τα ψέματα, τη συκοφαντία, τους παραλογισμούς του Μαρξ, καθώς και σε λογοκλοπή στη βίαιη επίθεσή του στη Φιλοσοφία της Αθλιότητας. Αλλά αυτό που στον Προυντόν ήταν μόνο μια συνοπτική απάντηση επρόκειτο να αναπτυχθεί από τον Μπακούνιν με απείρως μεγαλύτερο πλούτο όταν, πολύ μετά το θάνατο του Προυντόν, γνώρισε τις αντινομίες –που είχαν γίνει πεντακάθαρες– μεταξύ αναρχίας και μαρξισμού.
Και οι δύο είδαν την εξουσία και την κοινωνική επανάσταση ως ασυμβίβαστα. Ο Προυντόν αναφώνησε: «Βάλτε έναν Άγιο Βικέντιο ντε Πωλ στην εξουσία: θα υπάρξει ένας Γκιζό ή ένας Ταλεϋράνδος». Και ο Μπακούνιν: «Πάρτε τον πιο ένθερμο επαναστάτη και δώστε του τον θρόνο Πασών των Ρωσιών… και σε ένα χρόνο αυτός ο επαναστάτης θα είναι χειρότερος από τον ίδιο (τον τσάρο)». και «Πάρτε τον πιο ειλικρινή δημοκράτη και βάλτε τον σε οποιονδήποτε θρόνο, είναι δεδομένο ότι θα γίνει απατεώνας».
Ήταν και οι δύο ταυτόχρονα ατομικιστές και κοινωνικοί. Και οι δύο βασίζονταν στον επαναστατικό αυθορμητισμό των μαζών. Πίστευαν στην αναγκαιότητα, στην πρώτη περίπτωση, της παρέμβασης μερικών σοφών κεφαλών, στη δεύτερη περίπτωση, μιας συγκεκριμένης οργάνωσης που θα προηγηθεί της αφύπνισης των μαζών και στη συνέχεια θα εξασφάλιζε την ενότητα της επαναστατικής σκέψης και δράσης, χωρίς όμως να αναβιώσει κάθε είδους εξουσία. Και οι δύο ήταν κομμουναλιστές και φεντεραλιστές.
Ο Προυντόν και ο Μπακούνιν ήταν «κολεκτιβιστές», δηλαδή δήλωναν αδιαμφισβήτητα υπέρ της κοινής εκμετάλλευσης, όχι από το κράτος αλλά από συνεταιριζόμενους εργάτες, των μέσων παραγωγής μεγάλης κλίμακας και των δημόσιων υπηρεσιών. Ο Προυντόν έχει παρουσιαστεί λανθασμένα ως αποκλειστικός λάτρης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας. Η σύγχυση δημιουργήθηκε σε κάποιο βαθμό από τον ίδιο, σίγουρα, αλλά πολύ περισσότερο, μετά το θάνατό του, από τους ψεύτικους μαθητές του στη Διεθνή, τον Tolain και άλλους. Στο the Bâle Congress το 1869, ο Μπακούνιν δεν δίστασε να διακινδυνεύσει να συμμαχήσει με τους κρατιστές μαρξιστές εναντίον τους για να εξασφαλίσει τον θρίαμβο της αρχής της συλλογικής ιδιοκτησίας. Δεν είχε παρά περιφρόνηση για εκείνη την «μικρή εργατική παρέα που είχε δημιουργηθεί τα τελευταία χρόνια της ζωής του Προυντόν», προσθέτοντας ότι «εξάλλου, όλη αυτή η λεγόμενη κλίκα του Προυντόν ήταν θνησιγενής».
Και οι δύο, πριν από την εποχή τους, ήταν αντιαποικιστές. Ο Προυντόν κατήγγειλε τα εγκλήματα που διέπραξε ο Γαλλικός στρατός στην Αλγερία και οραματίστηκε τον την απόσχισή της. Προέβλεψε: «Μια μέρα θα έρθει η ανεξαρτησία για την Αλγερία». Ο Μπακούνιν ανέμενε μια τεράστια ομοσπονδία, στην αρχή Ευρωαμερικανική και στη συνέχεια που θα επεκτείνονταν στην Αφρική και την Ασία.
Εν κατακλείδι, θα ήθελα να ακυρώσω εκείνους από τους σημερινούς ελευθεριακούς σοσιαλιστές συντρόφους μου που κρίνουν λάθος τον Προυντόν μόνο για να εξυψώσουν τον Μπακούνιν, και, αντιστρόφως, τους με υπερβολικό ζήλο φορτωμένους Προυντονιστές που υποτιμούν τον Μπακούνιν. Σίγουρα το έργο του δεύτερου δείχνει αναμφισβήτητη πρόοδο σε σχέση με αυτό του πρώτου, του οποίου οι ιδιοφυιείς πινελιές πολύ συχνά επικαλύπτονται με κουραστικές αναλύσεις. Ωστόσο, ελπίζω ότι απέδειξα ότι ο Μπακούνιν θέρισε τη σοδειά που έσπειρε ο Προυντόν –ο πατέρας της αναρχίας– φιλτράροντας την, εμπλουτίζοντας την και τελικά ξεπερνώντας την.
Πηγή: theanarchistlibrary.org
Μετάφραση-απόδοση Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.249, Ιούνιος 2024
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com