«Αποστασιοποιημένος» ο Δικαστής από το Ναζιστικό έγκλημα;
Του Χριστόφορου Σεβαστίδη, ΔΝ- Εφέτη, Προέδρου της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων.Μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα του Χίτλερ στο Burgerbraukeller, μια από τις μεγαλύτερες μπυραρίες στο Μόναχο, στις 8 Νοεμβρίου 1923 και την σύλληψη των πραξικοπηματιών δύο ημέρες αργότερα, η υπόθεση πέρασε στα χέρια της γερμανικής δικαιοσύνης. Την 1η Απριλίου 1924 εκδόθηκαν οι δικαστικές αποφάσεις. Το Δικαστήριο του Μονάχου απάλλαξε τον στρατηγό Ludendorff από την κατηγορία της εσχάτης προδοσίας, πέντε άλλα πρόσωπα καταδικάστηκαν σε τρίμηνη φυλάκιση, ενώ ο Χίτλερ μαζί με άλλους τρεις συνωμότες καταδικάστηκαν σε φυλάκιση πέντε ετών. Το Δικαστήριο αναγνώρισε πως όλοι οι κατηγορούμενοι είχαν οδηγηθεί στις ενέργειές τους «από πνεύμα καθαρά πατριωτικό και με την πιο ευγενή και ανιδιοτελή βούληση» και πως είχαν ειλικρινή πίστη και συνείδηση «ότι όφειλαν να ενεργήσουν για τη σωτηρία της πατρίδας». Από ηθική άποψη η απόφαση και το σκεπτικό ισοδυναμούσε με αθώωση και έτσι ακριβώς εξελήφθη σε όλη τη Γερμανία. Ο Χίτλερ αποφυλακίστηκε 8 μήνες μετά την καταδίκη του από το Δικαστήριο.
Το 2013 η Εθνική Ένωση Δικαστών της Χιλής αισθάνθηκε την ανάγκη να ζητήσει συγγνώμη από τα θύματα και την κοινωνία, παραδεχόμενη ότι οι Δικαστές είχαν εγκαταλείψει τον βασικό τους ρόλο στην προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων την εποχή της χούντας του Πινοσέτ (1973-1990) όταν χιλιάδες άνθρωποι βασανίστηκαν, εξαφανίστηκαν, εκτελέστηκαν.
Μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, στη Χώρα μας όπως και σε άλλες Χώρες που υπέστησαν τη ναζιστική κτηνωδία, η πιο επείγουσα αποστολή της Δικαιοσύνης ήταν να ικανοποιήσει το αίτημα για δίκαιη τιμωρία των εγκλημάτων, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα τη μετάβαση σε ένα κράτος δικαίου και θέτοντας ένα τέλος στις εξωδικαστικές εκκαθαρίσεις των κινημάτων αντίστασης. Από τους στατιστικούς πίνακες του Ειδικού Δικαστηρίου Δοσιλόγων της εποχής 1945-1949 προκύπτει ότι οι απαλλαγές έφτασαν σε ποσοστό 61,5% (Δ. Κουσουρή, Δίκες των Δοσιλόγων). Ο Υπουργός Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας, Ε. Μπέβιν, διόρισε το Νοέμβριο του 1945 μια Βρετανική Αποστολή Νομομαθών στην Ελλάδα, η οποία μεταξύ άλλων θα διερευνούσε εάν οι διαδικασίες σύλληψης και οι ανακρίσεις ήταν ικανοποιητικές και αν υπήρχαν οι δέουσες εγγυήσεις εναντίον των αυθαίρετων φυλακίσεων. Για τους βρετανούς δικαστές, οι οποίοι στηρίζονταν στις εμπειρίες τους από το βρετανικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης, ήταν αδιανόητο ότι στην Ελλάδα ακόμα και οι δικαστές ήταν πρόθυμοι να παραβούν τους κανόνες δικαίου από μίσος για την Αριστερά (Heinz Richter, Η επέμβαση των Άγγλων στην Ελλάδα, 401 επ).
Όλα τα παραπάνω αποτελούν τυπικά ιστορικά παραδείγματα που καταδεικνύουν ότι οι Δικαστές σε καμιά κοινωνία και σε καμιά εποχή δεν λειτουργούν σε συνθήκες αποστειρωμένου κλιβάνου. Επηρεάζονται ποικιλόμορφα από την εποχή τους, ενώ με την θεσμική τους ιδιότητα και τις αποφάσεις τους διαμορφώνουν και οι ίδιοι κοινωνική συνείδηση, αναπαράγοντας πολλές φορές ασυνείδητα κρατούσες αντιλήψεις και ιδεολογίες. Η συνταγματική διακήρυξη περί προσωπικής και λειτουργικής ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών καθώς και οι υποχρεώσεις για αντικειμενικότητα και αμεροληψία στη λήψη των αποφάσεων δεν αναιρούν το υπόβαθρο πάνω στο οποίο ο δικαστής δομεί την σκέψη του. Η νομική σκέψη δεν χτίζεται στο κενό. Το έδαφος πάνω στο οποίο χτίζεται είναι η ίδια η προσωπικότητα, οι αντιλήψεις, η φιλοσοφική τοποθέτηση του κρίνοντος. Είναι αλήθεια ότι ο δικαστής ερμηνεύει το νόμο. Ένας νόμος όμως επιδέχεται πολλές ερμηνείες και για το λόγο αυτό πολλές πρωτόδικες αποφάσεις ανατρέπονται στα εφετεία ή άλλες εφετειακές αναιρούνται στο Ανώτατο Δικαστήριο.
Αυτό που δεν έχει συνειδητοποιηθεί αρκετά είναι το μήνυμα που εκπέμπει μια δικαστική απόφαση, ο κοινωνικός της αντίκτυπος, η συνείδηση που αυτή διαμορφώνει, όταν αφορά ζήτημα με γενικότερες προεκτάσεις. Η ελαστικότητα των γερμανών δικαστών της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης απέναντι στους ναζιστές, το εύκολο συγχωροχάρτι, η κατάλληλη ερμηνεία του κανόνα δικαίου, έστρωσαν τον δρόμο και στέριωσαν σε πιο σταθερά θεμέλια την άνοδο της ακροδεξιάς. Οι γερμανοί δικαστές του 1924, που δίκασαν τους πραξικοπηματίες, δεν ήταν κατ’ ανάγκη και οι ίδιοι ναζιστές. Εξάλλου ακόμα και το 1928 οι Εθνικοσοσιαλιστές συγκέντρωναν μόλις 2,6% σε πανεθνικό επίπεδο. Οι Δικαστές έδειξαν ωστόσο ανοχή, αδιαφορία για τις προεκτάσεις της απόφασής τους. Τότε δεν γνώριζαν τι θα ακολουθήσει. Σήμερα εμείς γνωρίζουμε. Δεν δικαιολογείται κανείς να αγνοεί την ιστορική πραγματικότητα. Δεν δικαιούται κανείς να αδιαφορεί.