Για τον αθλητή του Αμερικάνικου Football Colin Kaepernick
Του Σίμου Ανδρονίδη
Ο αθλητής του Αμερικάνικου Football[1], Colin Kaepernick, γονατίζοντας κατά την διάρκεια ανάκρουσης του εθνικού ύμνου των Ηνωμένων Πολιτειών, εν έτει 2016, ενέγραψε εκ νέου τους όρους και τις πλαισιώσεις της όχι απλά συμβολικής αλλά ουσιωδώς πολιτικής-κινηματικής διαμαρτυρίας & αντίθεσης για τις δολοφονίες Αφροαμερικανών πολιτών από αστυνομικούς σε διάφορες Πολιτείες των ΗΠΑ, προσιδιάζοντας παράλληλα σε μία εκ νέου νοηματοδότηση της ‘φορτισμένης’ ιστορίας των ΗΠΑ, ενέχοντας την γραμμή της απειθαρχίας ενώπιον της ‘φαντασμαγορίας’ επιτέλεσης του εθνικού ύμνου που επιδιώκει να καταστεί ομογενοποιητικός επικαλύπτοντας αντιθέσεις, και, προκαλώντας ουσιαστικά μία ευρύτερη κίνηση διαμαρτυρίας αθλητών του Αμερικάνικου Football, διαμαρτυρίες που επέφεραν την αντίδραση του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ..
Ασκώντας την λεκτική-ιδεολογική βία του ‘ασύγγνωστα’ ηθικού, ο πρόεδρος Τραμπ κινήθηκε πάνω στον άξονα της προσίδιας αναπαράστασης του γηπεδικού χώρου ως ηθικού ή ‘ηθικοποιημένου’ πεδίου, εκεί όπου καθίσταται δυνατή η προσωποποίηση της υπεροχής, η δυνατότητα της ‘μύησης’ στην ‘τελετουργία’ των ‘φετιχοποιημένων’ σωμάτων και των συμβόλων της γνώσης, ζητώντας από τους ιδιοκτήτες των ομάδων την αποπομπή των απείθαρχων αθλητών, εγγράφοντας την λεπτή γραμμή του πολιτικού-ιδεολογικού ετερο-προσδιορισμού εντός μίας γλώσσας εμπρόθετης και ‘κινητικής’ παράστασης: τα ‘καθάρματα’ αξίζουν ή και αξιώνουν την ίδια την απομάκρυνση τους..
Η κίνηση του Colin Kaepernick, επενεργεί στην εικόνα της προβαλλόμενης ‘εξισωτικής’ κανονικότητας, νοηματοδοτεί τις εκφάνσεις ενός ύμνου που δύναται να διαπεράσει τους όρους της φαντασιακής ταύτισης & της συν-ταύτισης με τους όρους της ειδικά ‘θεληματικής’ ‘Γης της Επαγγελίας’, αναφέροντας την πολιτική γλώσσα του ‘αθέατου’ και, συναρθρώνοντας την υποκειμενικότητα του ιδιαίτερου ακτιβισμού του με την απεύθυνση στο επανανεπινοημένο, εκείνη την στιγμή, πλήθος..
Ρηγματώνοντας’ το ίδιο το πρότυπο και το στερεότυπο του ‘εκατομμυριούχου’ όσο και ‘αδιάφορου’, ‘στεγανοποιημένου’ και προσηλωμένου στην εικόνα του αθλητή και αθλητή, ο Kaepernick λειτουργεί υπό τους όρους της απείθειας στις διάφορες ιεραρχικοποιημένες ‘κορυφές’, ασκώντας κριτική και στηλιτεύοντας διαμέσου της κτήσης της βουβής αθλητικότητας (διαμέσου της απεύθυνσης και της φαντασιο-κοπής της σημαίας-‘όνειρο’), τις φυλετικές και κοινωνικοοικονομικές-ταξικές ανισότητες-αντιθέσεις, στο εσωτερικό των Ηνωμένων Πολιτειών, την εγκάρσια τομή μεταξύ της ορατής & ‘αόρατης’ νεγρότητας και της ποθητής, στη βάση του αναπροσδιορισμένου, μικροαστισμού, ‘λευκότητας’, τις δολοφονίες Αφροαμερικανών πολιτών (και όχι μόνο), από μέλη των κατασταλτικών μηχανισμών των Ηνωμένων Πολιτειών, φονεύσεις που εγκολπώνονται την σήμανση της προσδιοριστικότητας της κρατικής-κατασταλτικής βίας με τον τρόπο που ασκείται στο εσωτερικό των πόλεων των Ηνωμένων Πολιτειών, ‘εγγίζοντας’ τις πλαισιώσεις της εκπεφρασμένης και τυπικά και άτυπα νομιμοποιημένης ‘Κουλτούρας’ της οπλοκατοχής και της ασκούμενης βίας που εννοιολογείται ως αναφορική ‘ιδέα’ και πρακτική εντός της ανάδυσης ενός ιδιαίτερου ιεραρχικού ‘δικαιώματος’ πάνω στη ζωή του άλλου.
Η ‘Κουλτούρα’ της οπλοκατοχής (το όπλο ως εν δυνάμει δεύτερος ‘φαλλός’, εικόνα της εμπρόθετης αρρενωπότητας), ενσωματώνει τα χαρακτηριστικά της ‘βαθιάς’ Αμερικής που αναζητεί το πρόταγμα της εξουσίας και του δικαιωματικού κώδικα στους δικούς της ‘μέσους όρους’ και προσλήψεις του ‘αν-απαλλοτρίωτου’ δικαιώματος πάνω στη, σχεδόν φεουδαρχικοποιημένη γη και ιδιοκτησία, προτάσσοντας παράλληλα τα πλαίσια της φανερής και κεκαλυμμένης (της άλλης ανθρώπινα ‘μυστικιστικής’) λαϊκής ‘τιμωρίας’..
Υπό αυτούς τους όρους, ο αθλητής του Football, ‘εγγίζοντας’ τις όψεις της Φουκωϊκής διαθετικότητας, ανα-καλεί την οντολογία της παρουσίας σε ένα μείζον κοινωνιο-αθλητικό γεγονός, σιωπώντας ενώπιον του ‘τραύματος’ της Αμερικάνικης ιστορίας και της καθημερινής καταγραφής, των προεκτάσεων του άτυπα ‘θεσμοποιημένου’ ρατσισμού, της μισαλλοδοξίας, δυνάμενος να ‘θρυμματίσει’ τα επάλληλα ‘καθεστώτα’ της ετερο-κανονικοποιημένης γνώσης, της προστατευτικής και ετεροφυλοφιλικής μέσης και λευκής-χριστιανικής Αμερικανικής οικογένειας που παραπέμπει στην περιπτωσιολογία του ισχυρού & του ισχυρού συμβολισμού, διαμεσολαβώντας, αφενός μεν αντιθέσεις, αφετέρου δε, λειτουργώντας ο ίδιος ως ριζοσπαστικοποιημένος αθλητής σε ένα ριζοσπαστικοποιημένο κοινωνιο-περιβάλλον.
Το σώμα ‘σιωπά’ για να αναδείξει, εντός της διάρκειας του εθνικού ύμνου, τις ‘ζώσες’ αντιφάσεις-αντινομίες, τις εντάσεις της κοινωνικής επισφάλειας, το ταξικό υπόβαθρο της ισχυρής χώρας, δεικνύοντας το Αμερικάνικο πριν τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, την ευρύτητα μίας ιστορίας, μίας πολιτικής ιστορίας που αναπαράγει αντιθέσεις και αντιφάσεις που δεικνύουν τον δικό του ‘a priori’ ένοχο..
Όπως επισημαίνουν οι Βαγγέλης Καραγιαννακίδης & Βασίλης Καγιάς, στο περιοδικό ‘Humba’: «Πιο σχηματικά μπορούμε να πούμε, πως με αυτήν την κίνηση, ο Κάπερνικ επανακτά την αυτοδιάθεση του (νοικιασμένου υπό καθεστώς συμβολαίου) σώματος του, αλλά μόνο για μια στιγμή- κι αυτό, γιατί αυτόματα το σώμα του παύει να είναι ιδιωτικό και μετατρέπεται σε συλλογικό και δημόσιο, ως ο συμβολικός τόπος στον οποίο διεξάγεται μια πολιτική μάχη».[2]
Το σώμα του αθλητή Kaepernick, η υιοθέτηση της επίκυψης και της ‘σιωπηλής’ γλώσσας, δεν φέρει μόνο την δυνατότητα της ”αυτοδιάθεσης του νοικιασμένου” σώματος του, αλλά δύναται να αναπαραγάγει την προβληματική της δράσης, επανεγγράφοντας επώδυνα για τον ίδιο και προσίδια, την Ντεριντιανή ‘διαφορικότητα’ του συμβάντος στον τόπο ενός ‘αναγεννησιακού’ θεάματος: επιζητώντας την ‘ενοχικότητα’ του ακτιβισμού, ο αθλητής υπαινίσσεται και υποδηλώνει την ‘ενοχικότητα’ ανάδειξης: του δικού του σώματος, καθώς και των ‘άλλων’, των έτερων σωμάτων που διαβούν στο μέσον και στις γωνίες των αναγνωρίσεων..
Με την τροπικότητα των Αφροαμερικανών αθλητών στους Ολυμπιακούς αγώνες του 1968, (το ύψωμα της γροθιάς από τους Τζον Κάρλος & Τόμι Σμιθ), ο Kaepernick γονατίζει, συνυφαίνοντας την αμυντικότητα της στιγμής με την ιδιαίτερη επιθετικότητα της ‘σιωπηλής’ γλώσσας, αξιώνοντας την διεκδικητική πολιτική που δύναται να συγκροτήσει την έννοια της Κοινότητας ενώπιον της πολιτικής της συμβολικής ‘μάγευσης’ και της παράλληλα αθλητικής’ απο-μάγευσης’, ανασημαίνοντας έναν ιδιαίτερο ακτιβισμό του παρόντος κρισιακού καιρού: το πολλαπλό και το σύνθετο μήνυμα ανασυγκροτείται πάνω στα στοιχεία της ‘διαμελισμένης’ γλώσσας, εδραζόμενο πάνω στην ίδια την πολιτική τελετουργίας των ‘εμβαπτίσεων’ για να αποσπαστεί από αυτήν την ίδια τελετουργία..
Η Judith Butler, σε μία ιδιαίτερη θεωρητική & πολιτικά πρακτική συνομιλία με την Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ, εστιάζει σε μία «επιτελεστική πολιτική κατά την οποία η διεκδίκηση της νομιμότητας συνεπάγεται την παρανομία, και, παρά το γεγονός αυτό, γίνεται ενάντια στον νόμο ενώπιον του οποίου ζητείται η αναγνώριση».[3]
Η δική του χειρονομία εκφράζει τους όρους της επώδυνα (από τότε ο Colin Kaepernick παραμένει άνεργος και δίχως ομάδα), και άμεσα αισθητής έκφρασης αλληλεγγύης (η αλληλεγγύη καθίσταται έκκεντρη πολιτική της απο-ιεράρχησης), στα κοινωνικά υποκείμενα που διερωτώνται τι δύναται να σημαίνει μία υπερ-πολιτικοποιημένη πολιτική του προϋποτιθέμενου στοιχείου.. Του προϋποτιθέμενου της ‘περιληπτικής’ ανάπτυξης ή αλλιώς, της ανάπτυξης για ‘όλους’..
Ενώπιον της σημαίας και της ανάκρουσης του εθνικού ύμνου ως ‘υποφερτό’ και εμπρόθετο ‘Κανόνα’, ο Colin Kaepernick ‘επαναφευρίσκει’ τον εαυτό του θέτοντας τα διακυβεύματα, εγγράφοντας τις αντιφάσεις μίας εποχής αναπαριστώμενων ‘Κανόνων’ και φορμαλιστικών σχεδίων ‘τελειοποίησης’.. Ενώπιον του εθνικού και του κοινοτικού ‘μύθου’ ( ο ‘μύθος’ ως ‘σύστημα’ σύμφωνα με τον Claude Levi- Strauss), ο αθλητής του Ράγκμπι, φέρει την ίδια την πολιτική πράξη ως κίνηση και ως συσσώρευση, τον αθλητισμό ως αιτία ‘χρεωστικής’ συνειδητότητας, απο-καλύπτοντας και ανα-καλύπτοντας εκ νέου την ‘Αμερική’..
Ο αθλητής ενσκήπτει σε πολλά πεδία.. Οι Ηνωμένες Πολιτείες ‘τρέφουν’ και ‘τρέφονται’ από διάστικτες ‘παραμορφωτικές’ ονειρώξεις..
O Kaepernick συνιστά την ‘επωνυμία’ της Αμερικανικότητας, ασκούμενος πάνω στην ευρύτητα του αθλητισμού και του αθλητικού ‘ιδεώδους’.. Στις Ηνωμένες Πολιτείες της ‘προσιτής Κουλτούρας’ του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ & της ιδεολογικής ‘επιθετικότητας’ η οποία τείνει στην απαξίωση των συστηματικά διαμορφούμενων προτάσεων, δημοσιογραφικών & πολιτικών, καθώς και στην αναδόμηση της έννοιας της πολιτικής ορθότητας που ορθώνεται εντός του πρόσημου του ‘ηθικά αδιάβλητου’ & του ‘δυνητικού εχθρού’, ο Colin Kaepernick καταθέτει την δική του ‘πρόταση’..
Διαρρηγνύοντας τους όρους της αθλητικής ή των αθλητικών συναινέσεων, ο quarterback του Αμερικάνικου Football, προσδιορίζει αθλητικά, πολιτικά, συμβολικά όσο και εννοιολογικά, μία ιδιαίτερη μορφή αποδόμησης, αποδόμηση που προσιδιάζει στην ανάγνωση που επιχειρεί ο Jacques Derrida, αναφερόμενος σε έναν τρόπο αποδόμησης «ιστορικότερο, ή περισσότερο αναμνησιακό», που, «μοιάζει να προχωρεί μέσω αναγνώσεων, κειμένων, εξονυχιστικών ερμηνειών και αναλογιών».[4]
Ο αθλητής εγγράφει την αίσθηση της ιστορικής γενεαλογίας, μεταβαίνοντας στον ‘τόπο’ της πρακτικής: γονατίζοντας, επιτελεί & αναφέρει την ευρύτητα του κοινωνικού-πολιτικού ‘τώρα’ καθώς και την ευρύτητα του ιστορικού χρόνου..
[1] Πέρα από αντιλήψεις δόκιμων ταυτολογιών και αποκλειστικών αναγωγών, δύναται να αναφέρουμε πως το Αμερικάνικο ποδόσφαιρο όπως και το Αμερικάνικο μπάσκετ (NBA), λειτούργησαν ως χώροι εισόδου Αφρο-αμερικανών αθλητών, χώροι κοινωνικής συμμετοχής, ‘φορτισμένου’ προσδιορισμού και αντιμετώπισης φυλετικών-ρατσιστικών στερεοτύπων. O αθλητισμός ως πεδίο κοινωνικών γειώσεων, διαμεσολαβεί την ίδια την αίσθηση της κίνησης, της παράστασης του δυνατού.
[2] Βλέπε σχετικά, Καγιάς Βασίλης & Καραγιαννίδης Βαγγέλης, ‘Γκρεγκ Πόποβιτς και πολιτικές σημασιοδοτήσεις’, Περιοδικό Humba, Tεύχος 26, Καλοκαίρι 2017, σελ. 66.
[3] Βλέπε σχετικά, Μπάτλερ Τζούντιθ & Γκαγιάτρι Τσακραβόρτι Σπίβακ, ‘Τραγουδώντας τον εθνικό ύμνο: Γλώσσα, πολιτική και δικαίωμα του ανήκειν’, Επιμέλεια Μετάφρασης-Εισαγωγή: Καραβαντά Μίνα, Εκδόσεις Τόπος, Αθήνα, 2015, σελ. 80.
[4] Βλέπε σχετικά, Derrida Jacques, ‘Ισχύς Νόμου’, Μετάφραση-Σημειώσεις-Επίμετρο: Μπιτσώρης Βαγγέλης, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα, 2015, σελ. 57.
Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο ένθετο του Νόστιμον Ήμαρ στον “Δρόμο”, τo Σάββατο 20.12.2017