Δε Φοβάμαι το Φόβο, της Μαργαρίτας Ικαρίου
(γράφει η δημοσιογράφος Μαργαρίτα Ικαρίου)
Θλίβομαι. Κι όταν θλίβομαι, οργίζομαι.
Κι όταν οργίζομαι δεν σιωπώ, όπως επιβάλλει το… savoir vivre της καριέρας και της κοινωνικής αποδοχής. Διόλου με απασχολεί αν χαθούν τα ερείσματά μου σε μια εποχή που οι αμοιβαίες αποσιωπήσεις καθιστούν το άπαν. Μα… δεν θέλω να φοβάμαι το φόβο.
Ούτε να τον νιώθω να απλώνεται γύρω μου σα σκιά… Έχουμε καταλήξει ή και καταντήσει να αναγκαζόμαστε διαρκώς να επιχειρηματολογούμε για το αυτονόητο σε ανθρώπους ζαρωμένους από την άγνοια και την καχυποψία, που μεταλλάχθηκαν σε λεοντιδείς του διαδικτύου ή των μαζωσυνάξεων.
Έχουμε υποχωρήσει ατάκτως έναντι των αρχών μας, βάζουμε φίμωτρο στην έκφραση της προσωπικής μας θέσης ή και στάσης ζωής, υπό τον φόβο της «μη αποδοχής» των πολλών ή της άκριτης και άκρατης συλλήβδην κατηγοριοποίησης.
Τι σημαίνει «φασίστας» και «αντιφασίστας»;
Τι είναι «ρατσισμός» και τι, «νεορατσισμός»;
Ποιος είναι ο «εθνικιστής» και ποιος ο «πατριδοκάπηλος»;
Ποιος είναι ο «θύτης» και ποιος το «θύμα»;
Ποιος ο «επαναστάτης» και ποιος ο «υποκινητής»;
Ποιάς γενιάς τις διχαστικές αποφορές ερχόμαστε να υιοθετήσουμε εκ νέου; Σε πόσο επικίνδυνες ατραπούς ερχόμαστε, ως χώρα, να πορευθούμε; Η αλήθεια ευτελίζεται και υφίσταται δίωξη καθώς τα ψεύδη έρχονται να υποκαταστήσουν το προφανές.
Η υπερδιόγκωση έχει γίνει το όπλο των αδαών και στη φημολογία επικάθεται μπουρδολογία. Πόσες, άραγε, διαφορές υπάρχουν ανάμεσα σε αυτόν που ύψωνε κάποτε απειλητικά τη μαγκούρα, για να διακόψει τον αντίλογο και στον σημερινό «πολιτισμένο» διάλογο όπου ο εκφράζων αντίθετη άποψη, δέχεται ύβρεις και λεκτικούς προπηλακισμούς;
Πως μέσα στις μικρές μας ομάδες ανθρώπων κατάφεραν να χωρέσουν τόσες συγκεκαλυμμένες απειλές, τόση μισαλλοδοξία μα και τόσος φόβος; Εκείνος που στεντορεία τη φωνή, έρχεται να ξεπουλήσει την διχαστική του πραμάτεια, καταφέρνει να φοβίσει τους σκιαγμένους, να παροδηγήσει τους μεταμελημένους, να ξεσηκώσει τους ήδη αγριεμένους και να οδηγήσει μεθοδευμένα τους ήπιους και συναινετικούς, σε αφωνία. Έτσι κι αλλιώς, ίσως και να μην ακούγονταν μέσα σε όλη αυτή τη γενικευμένη παραφωνία…
Διλήμματα και διχαστικές συμπεριφορές στις οποίες επιστρατεύονται ρητορικά ερωτήματα και η πιο σαρκοβόρα διαλεκτική. Παρακινώντας τους αδικημένους, φοβισμένους και καθημαγμένους να εφορμούν όχι στους αληθινούς «εχθρούς» αλλά σε άλλους αδικημένους, φοβισμένους και καθημαγμένους. Μετατοπίζοντας τις ευθύνες εκείνων που κυβερνούν τη γη και ορίζουν τις τύχες των εθνών, προς εκείνους που υφίστανται τις συνέπειες. Μια δράκα πολιτικοκοινωνικών συμφερόντων ποδηγετούν, χειραγωγούν και εξανδραποδίζουν ολόκληρο πλανήτη, στρέφοντας τον άνθρωπο έναντι του ανθρώπου…
Σε μια Ελλάδα που οι κάθε λογής τραμπαλιζόμενοι Τραμπ-άκουλες την έχουν καταντήσει «οικόπεδο φιλέτο» για τουριστικά λεφούσια, τόπο εγκλεισμού των προσφυγικών ροών αρκεί να μείνει ανεπηρέαστη η γηραιά Αλβιών ή «μπακλαβά γωνία» στις ορέξεις της «πολύτιμης συμμάχου» φαιάς γείτονος.
Κι εμείς, σε αυτές τις εποχές τρόμου και αλγεινών ανακατατάξεων, συνεχίζουμε ως εκφραστές αρχέγονων ένστικτων, να τρώμε τις σάρκες του όποιου θεωρήσουμε «εχθρό». Χθες του Αλβανού, προχθές του Πακιστανού, σήμερα του πρόσφυγα, αύριο του μετανάστη, μεθαύριο του αντιφρονούντα, αντιμεθαύριο του στραβοκοιτάξαντα, παραμεθαύριο του πρώην γείτονα…
Άνθρωποι σε απελπισία, σε απόγνωση, σε ανασφάλεια, σε φόβο, από τη μια. Άνθρωποι σε απόγνωση, σε ανασφάλεια, σε απελπισία, σε φόβο και από την άλλη. Άνθρωποι σε ασύμπτωτες ευθείες ή και φαύλους κύκλους με φαυλεπίφαυλους ταγούς, άνθρωποι που υπακούν σε προστάγματα και διατάγματα, αποζητώντας να εκτονώσουν και ισοφαρίσουν τα κακά που υφίστανται.
Πόσο δύσκολο είναι να συμπλακούν όταν δεν τους αφήνουν να απεμπλακούν; Μα, σε κάθε ηλίθια ή κτηνώδη έκφραση βίας, από όπου κι αν προέρχεται, είμαστε όλοι ανεξαιρέτως παρόντες. Θύματα μαζί και θύτες. Γιατί απωλέσαμε την ευθικρισία, απωθήσαμε τον ορθό λόγο, καταπνίξαμε την ευθύνη, κάναμε λογάριθμο την ανθρωπιά και κουρελού τη συλλογικότητα. «Δος μοι τούτον τον ξένον» γιατί ξένοι είμαστε όλοι μας σε έναν άξενο κόσμο.
Σταυρωμένοι με τα χέρια ανοιχτά ως ικέτες και ως επαίτες, να δεχόμαστε με πόνο και αίμα να μπήγονται βαθιά τα καρφιά της οικονομικής μας σταύρωσης. Να υψωνόμαστε ως παράδειγμα αποφυγής στην κατασκιαγμένη Ευρώπη πάνω σε ένα ξύλινο σταυρό καταφαγωμένο από το σαράκι της μόνιμης αντιπαλότητας που διέπει το έθνος μας. Και να πω πως ως λαός δε γνωρίζουμε από θυσίες και αίματα, χωρίς μια έστω προσμονή ανάτασης; Πόσους μικρούς και μεγάλους θανάτους δε βιώσαμε ως έθνος, πόσες αδικαίωτες ιστορικές αιμορραγίες, πόση μοναξιά, πόση ξένωση, πόσους εκδιωγμούς…
Στης Σμύρνης το «συνωστισμό» των ξεριζωμένων, στις βάρκες που κουβαλούσαν τους απελπισμένους από τα μικρασιατικά παράλια, σε πνιχτά βογκητά και οδυρμούς. Πόσο φως σταματημένο και πόσα μάτια ορθάνοιχτα που κοιτούσαν το σκοτάδι.
Πόσες ψυχές που στέγνωσαν απότομα σα στάλες πρώιμης βροχής και πόσα παιδικά στόματα που το νεκροφίλημα στάθηκε το πρώτο και τελευταίο φιλί τους…
Σε αυτές τις παραζαλισμένες εποχές που όλοι είμαστε έτοιμοι να ξεχάσουμε τον όρο «άνθρωπος», το ρητό που δεσπόζει στη δεύτερη σελίδα της «Ελληνικής Νομαρχίας», ίσως είναι το πιο σημαντικό: «ΣΤΟΧΑΖΟΥ και ΑΡΚΕΙ»!