Δι’ αυτά πολεμήσαμεν… αλλά να γίνουν «αυτοχρηματοδοτούμενα»! – του Στάθη Γκότση* (από το kommon.gr)
Είχα δυο αγάλματα περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, / ατόφια – φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. / Όταν χάλασαν τον Πόρο, τά ‘χαν πάρει κάτι στρατιώτες, / και στ’ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν […].
Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα:«Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, /να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι’ αυτά πολεμήσαμε»
Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, 1829 – 1850
Την Τρίτη 11 Φεβρουαρίου 2020 ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης εγκαινιάζει την περιοδική έκθεση «Δι’ αυτά πολεμήσαμεν… Αρχαιότητες και Ελληνική Επανάσταση», που εντάσσεται στο πρόγραμμα εορτασμού του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου (ΕΑΜ) για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση της ΝΔ και η εντεταλμένη υπουργός πολιτισμού Λ. Μενδώνη εξαγγέλλουν την πρόθεσή τους για τη μετατροπή του νομικού καθεστώτος των κρατικών μουσείων, από δημόσιες υπηρεσίες ενταγμένες στον κορμό Υπουργείου Πολιτισμού σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ), δηλαδή σε αυτόνομους διοικητικά φορείς που θα έχουν διορισμένα Διοικητικά Συμβούλια και θα είναι αποκομμένα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Το τι θα συνεπάγεται η αντικατάσταση των προσώπων που προΐστανται σε ένα Δημόσιο Μουσείο, δηλαδή του Διευθυντή και των Τμηματαρχών (που σήμερα προέρχονται από την υπαλληλική ιεραρχία), από διορισμένο Διοικητικό Συμβούλιο που θα αποτελείται από εξωυπηρεσιακούς παράγοντες, αποτυχόντες πολιτευτές, απόστρατους και συνταξιούχους, φιλότεχνους και φιλάρχαιους πολιτικούς φίλους και αρεστούς της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας, εύκολα μπορούμε να το αντιληφθούμε από την σχετική εμπειρία των τελευταίων πολλών ετών με τους διορισμούς Διοικητών στα Δημόσια Νοσοκομεία.
Όπως σημειώνει σχετικά και ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων: «τα Μουσεία και όλα όσα αυτά εμπεριέχουν (συλλογές, υλικοτεχνική υποδομή, εργαζόμενοι) θα αποτελούν προίκα στα συμφέροντα της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας […]. Η προσπάθεια μετατροπής των Δημόσιων Μουσείων σε ΝΠΔΔ συνιστά μία απροκάλυπτη παρέμβαση στα θέματα της Δημόσιας Διοίκησης με πελατειακές προεκτάσεις, καθώς τα διοικητικά όργανα θα έχουν άμεση εξάρτηση από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, χωρίς να έχουν συνείδηση και υποχρεώσεις υπαλλήλου που εφαρμόζει τον Νόμο. Ταυτόχρονα, τα ΝΠΔΔ είναι ένας τύπος δημόσιας διοίκησης που διασφαλίζει την εμπλοκή των ιδιωτών μέσω του διορισμένου Διοικητικού Συμβουλίου. Τα μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου εξυπηρετούν, εν δυνάμει, μικροπολιτικά ή και ιδιωτικά συμφέροντα και όχι κατ’ ανάγκην το δημόσιο συμφέρον, το συμφέρον όλων μας. Η νομική μορφή του ΝΠΔΔ παρέχει τη δυνατότητα συμπράξεων με τον ιδιωτικό τομέα ή ανάθεσης τομέων (όπως η φύλαξη) σε εταιρείες, ή ακόμα και προνομιακές σχέσεις με Ιδρύματα Πολιτισμού που αδημονούν να εισβάλουν και στον χώρο της διαχείρισης της πολιτιστικής κληρονομιάς».
Παραδίδοντας τα κρατικά μουσεία στα Ιδρύματα Πολιτισμού
Οι κυβερνητικές εξαγγελίες για την «αυτονόμηση» των δημόσιων μουσείων συνδέονται, λοιπόν, ευθέως με την προσπάθεια εμπλοκής των ιδιωτών στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του μουσειακού αποθέματος. Η ολοένα και μεγαλύτερη διείσδυση των «κοινωφελών» Ιδρυμάτων Πολιτισμού – δημιουργημάτων ιστορικά του μεγάλου εφοπλιστικού, κυρίως, κεφαλαίου – στη λειτουργία και διαχείριση του πολιτισμού είναι πλέον ορατή στους πάντες. Σχετίζεται δε με τη συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, καθώς η συνεχιζόμενη κρίση και η κρατική υποχρηματοδότηση προσφέρουν μια ιδανική ευκαιρία, ένα εφαλτήριο, για να εισχωρήσουν ακόμη πιο επιθετικά σε μια σειρά από τομείς, επιβάλλοντας από θέση ηγεμονίας τους δικούς τους όρους, πολιτιστικούς και οικονομικούς.
Στην περίπτωση των δημόσιων μουσείων, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο βρίσκεται, όπως φαίνεται, στο επίκεντρο του κυβερνητικού εγχειρήματος αλλαγής του θεσμικού καθεστώτος των μουσείων, παρά την παταγώδη κατάρρευση της αρχικής «εμβληματικής» εξαγγελίας από τον ίδιο τον πρωθυπουργό περί ενοποίησής του με το Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο. Άλλωστε, στο προεκλογικό πρόγραμμα της ΝΔ, το ΕΑΜ παρουσιάζεται «ως χαρακτηριστική περίπτωση που χρειάζεται να αναδιοργανωθεί στο πλαίσιο ενός ευρύτερου σχεδίου ανάπλασης του ιστορικού κέντρου, που θα την αναβαθμίσει ουσιαστικά». Τι σχέση έχει η διοικητική «αναδιοργάνωση» ενός μουσείου με την «ανάπλαση» της περιοχής; Καμιά. Αλλά τι σημασία έχει; Κάθε επιχείρημα που μοιάζει πειστικό ή φαίνεται να απαντά σε μια (πραγματική ή κατασκευασμένη) ανάγκη μπορεί κάλλιστα να επιστρατεύεται για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο. Και ποιος θα βοηθήσει σε αυτόν τον «ευγενή» σκοπό; Μα ασφαλώς το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος που ανέλαβε ήδη τη χορηγία της μελέτης επέκτασης και σύνδεσης του ΕΑΜ με το Ακροπόλ, κατοχυρώνοντας την πρωτοκαθεδρία του στην προσπάθεια οικειοποίησης του μεγαλύτερου μουσείου της χώρας.
Στο στόχαστρο βρίσκονται, βέβαια, εκτός από το ΕΑΜ και τα υπόλοιπα δημόσια μουσεία που σήμερα λειτουργούν ως Ειδικές Περιφερειακές Υπηρεσίες του Υπουργείου Πολιτισμού, ως οργανικά τμήματα της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας: Βυζαντινό και Χριστιανικό,Νεώτερου Ελληνικού Πολιτισμού, Αρχαιολογικό Θεσσαλονίκης, Βυζαντινού Πολιτισμού Θεσσαλονίκης, Αρχαιολογικό Ηρακλείου,Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων «Φοίβος Ανωγειανάκης»,Νομισματικό, Επιγραφικό, Ασιατικής Τέχνης στην Κέρκυρα.
Από το δημόσιο αγαθό στο αγοραίο προϊόν
Το βασικό επιχείρημα που προβάλλεται από την κυβέρνηση για την υλοποίηση της πολιτικής της για τα δημόσια μουσεία είναι πως αυτά, ως ΝΠΔΔ, θα μπορούσαν να πετύχουν την «αυτοχρηματοδότησή» τους, να μην χρειάζονται δηλαδή κρατική χρηματοδότηση, αλλά να καλύπτουν τα έξοδά τους αποκλειστικά από τις εισπράξεις τους και από ιδιωτικές χορηγίες. Πέρα από το ψευδές του επιχειρήματος (κανένα μουσείο στον κόσμο δεν είναι αυτοχρηματοδοτούμενο!), είναι προφανές πως η επίκλησή του μετατοπίζει τη συζήτηση για το τι είναι μουσείο και ποια είναι η χρησιμότητά του, από το κοινωνικό πεδίο στην σφαίρα της οικονομίας.
Τη σχετική ρητορική την ακούσαμε, δια στόματος Λ. Μενδώνη, ήδη από τις προγραμματικές δηλώσεις της κυβέρνησης, σε μια ανακύκλωση νεοφιλελεύθερων φληναφημάτων και πομπωδών εκφράσεων και ιδιωματισμών μιας τεχνοκρατικής γλώσσας του συρμού (rebranding, συνέργειες, στρατηγικός αναπτυξιακός πόρος κοκ), αποκαλυπτικών των βασικών προτεραιοτήτων της κυβέρνησης:
– την έκπτωση του πολιτισμού από δημόσιο αγαθό, σε αποκλειστικά οικονομικό μέγεθος, συνδεδεμένο απόλυτα με τις προτεραιότητες τουριστικών και εργολαβικών συμφερόντων εντός και εκτός της χώρας
– την ουσιαστική απόσυρση του δημοσίου από την χάραξη, τη χρηματοδότηση και την υλοποίηση πολιτικής στον πολιτισμό,
– την συνακόλουθη πλήρη παράδοση του πολιτισμού σε ιδιωτικά επιχειρηματικά συμφέροντα, «χορηγούς», «κοινωφελή» ιδρύματα και συλλόγους τύπου «Διάζωμα».
Αυτά που ξέραμε ως τώρα για τα κρατικά μουσεία, πως είναι δημόσιες υπηρεσίες οι οποίες φυλάσσουν, συντηρούν, καταγράφουν, τεκμηριώνουν, ερευνούν, ερμηνεύουν και κυρίως εκθέτουν και προβάλλουν συλλογές υλικών μαρτυριών του παρελθόντος στο κοινό, με σκοπό την εκπαίδευση και την αυτογνωσία του, μας λένε, επί της ουσίας, πως πρέπει να τα ξεχάσουμε. Τα μουσεία θα πρέπει να υποτάσσουν τους ερευνητικούς και μορφωτικούς τους σκοπούς σε προγράμματα βιωσιμότητας, θα πρέπει να περιορίζουν τις δράσεις τους σε κείνες που θα είναι οικονομικά συμφέρουσες, θα πρέπει να καθορίζουν την εκθεσιακή και εκπαιδευτική πολιτική τους με τρόπο που να είναι οικονομικά ανταποδοτική.
Μια παλιά ιστορία σε ένα ευρύτερο φόντο
Η επίθεση της κυβέρνησης στα δημόσια μουσεία δεν είναι ούτε κεραυνός εν αιθρία ούτε κάποια ελληνική πρωτοτυπία. Η σημερινή κυβερνητική προσπάθεια αποτελεί συνέχεια του ανάλογου εγχειρήματος και πάλι για τη μετατροπή έντεκα μεγάλων μουσείων σε ΝΠΔΔ που είχε αναλάβει το 2005 ο τότε υφυπουργός πολιτισμού της κυβέρνησης Κ. Καραμανλή, Π. Τατούλης, ξεσηκώνοντας θύελλα διαμαρτυριών που οδήγησαν τον σχεδιασμό εκείνο σε ναυάγιο.
Ωστόσο, ο δρόμος για την εισαγωγή ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς ευρύτερα είχε ανοίξει, ήδη νωρίτερα, με την ίδρυση ποικιλώνυμων ΝΠΔΔ, ΝΠΙΔ, Οργανισμών, ΑΕ, που αποσπούσαν σταδιακά δράσεις δημόσιου χαρακτήρα από την Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Η κατεύθυνση αυτή εγγράφεται, εξάλλου, στη γενικότερη πολιτική επιβολής ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων στη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς, όπως αποκρυσταλλώθηκε από την δεκαετία του 1990, σε παγκόσμιο επίπεδο μέσω των συμφωνιών για το Εμπόριο των Υπηρεσιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου και σε ευρωπαϊκό επίπεδο από τις συναφείς Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στην ελληνική περίπτωση, η συζήτηση για το νομικό καθεστώς των μουσείων επαναλήφθηκε με ένταση το 2008, όταν, παρά τις σφοδρές αντιδράσεις, κυρίως από τον Σύλλογο των Ελλήνων Αρχαιολόγων, το Νέο Μουσείο Ακρόπολης ιδρύθηκε τελικά ως ΝΠΔΔ, αποκομμένο πλήρως από την οργανωτική δομή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας.
Δώδεκα χρόνια μετά, οι θιασώτες της αλλαγής του νομικού καθεστώτος των δημόσιων μουσείων και της παράδοσής τους στην εμπορευματική λειτουργία επανέρχονται δριμύτεροι, εκτιμώντας προφανώς πως, μεσούσης ακόμη της κρίσης και με μειωμένες τις κοινωνικές αντιστάσεις, οι συνθήκες είναι ευνοϊκότερες από ποτέ για να επιτύχουν το στόχο τους.
Το αν θα διαψευστούν ή όχι οι προσδοκίες τους θα εξαρτηθεί εν πολλοίς από τα αντανακλαστικά που θα επιδείξει, όχι μόνο το μαχόμενο κομμάτι των εργαζομένων στο Υπουργείο Πολιτισμού, που βρίσκεται ήδη επί ποδός πολέμου, αλλά και ένα ευρύτερο πολιτικό δυναμικό που αντιλαμβάνεται το πολιτικό επίδικο της υπεράσπισης του δημόσιου χαρακτήρα των μουσείων, της αξίας της πολιτιστικής κληρονομιάς ως δημόσιου αγαθού για την υποστήριξη της συλλογικής μνήμης.
*O Στάθης Γκότσης είναι ιστορικός στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, Γενικός Γραμματέας του Ενιαίου Συλλόγου Υπαλλήλων ΥΠΠΟ Αττικής, Στερεάς και Νήσων.
Πηγή: kommon.gr
ΠΗΓΗ: imerodromos.gr