Το “Βατερλό” της παραγωγής – Δραματικά στοιχεία στο φως της δημοσιότητας και σοβαρές καταγγελίες για την πολιτική των Βρυξελλών
Χάθηκαν πολλά παραδοσιακά προϊόντα της Ελλάδας – κυρίως βασικά είδη διατροφής του λαού μας – εξαιτίας της πολιτικής των Βρυξελλών. Τα στοιχεία αποδεικνύουν ότι η μείωση στην παραγωγή προϊόντων που είχαν συνδεθεί με την παράδοση της χώρας μας ήταν απίστευτα μεγάλη από το 1981
και μετά, για να φτάσουμε σήμερα σε μια κατάσταση όπου τέτοια προϊόντα να είναι πλέον ελάχιστα στα άλλοτε “πλημμυρισμένα” από καλλιέργειες ελληνικά εδάφη!
Όπως γράφει μάλιστα η εφημερίδα “Καθημερινή”, οι αγρότες στράφηκαν σαφώς προς τα επιδοτούμενα προϊόντα εγκαταλείποντας ακόμα και παραδοσιακές ελληνικές καλλιέργειες, όπως τα όσπρια ή τα κτηνοτροφικά φυτά, με αποτέλεσμα οι διατροφικές ανάγκες του πληθυσμού να καλυφθούν με μεγάλη αύξηση των εισαγωγών.
“Άφησαν” τα όσπρια
Παρακάτω η “Καθημερινή” γράφει ότι το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό των οσπρίων που καλλιεργούνταν παραδοσιακά στην Ελλάδα. Και δυστυχώς εγκαταλείφθηκαν, καθώς η καλλιέργειά τους δεν επιδοτείτο από την Ε.Ε. Έτσι, ενώ το 1961 παράγονταν 12.586 τόνοι φακές και το 1981 8.451 τόνοι, το 2011 η παραγωγή έπεσε στους 2.856 τόνους. Και το 1961 αντίστοιχα παράγονταν 13.365 τόνοι ρεβίθια, το 1981 12.694 τόνοι και το 2011 παράγονταν 2.200 τόνοι. Από τα πέρατα της Γης εισάγουμε όσπρια για να φτιάξουμε παραδοσιακές ελληνικές συνταγές: φασόλια από την Κίνα, μαυρομάτικα από το Περού και τη Μαδαγασκάρη, φακές από τον Καναδά, ρεβίθια από το Μεξικό και την Τουρκία και κουκκιά από τη Συρία…
Ακόμα ένα παραδοσιακό ελληνικό προϊόν, ο χαλβάς – όπως και το ταχίνι – παράγεται κυρίως με εισαγόμενο σουσάμι. Μόλις 33 τόνοι ήταν η παραγωγή ελληνικού σουσαμιού το 2011 σε σύγκριση με το 1981 (1.572 τόνοι) και το 1961 (6.374 τόνοι).
«Καταστροφή οι επιδοτήσεις»
Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η τοποθέτηση που κάνει στη “Νέα Κρήτη” ο αντιπρόεδρος της Ομάδας Αμπελουργών Κρήτης και αντιπρόεδρος της ΕΑΣΗ Μύρων Χιλετζάκης: «Η μεγαλύτερη καταστροφή που υπέστη ο Έλληνας παραγωγός ήταν από τις επιδοτήσεις. Αλλά με ποιες επιδοτήσεις; Αντί να δοθούν επιδοτήσεις στήριξης του προϊόντος, δόθηκαν επιδοτήσεις εγκατάλειψης του προϊόντος. Ούτε ένα κράτος-μέλος στην Ε.Ε. δεν έχει επιδοτηθεί για αγρανάπαυση»!
Μάλιστα, σήμερα, οι αγρότες σε όλη τη χώρα δεν ξεπερνούν τους 120.000 κατά κύριο επάγγελμα αγρότες και 60.000 νέους παραγωγούς κάτω των 40 ετών, είτε κατά κύριο επάγγελμα είτε ετεροεπαγγελματίες. Κι όμως… Μέχρι το 1981 η Ελλάδα είχε γεωργούς και κτηνοτρόφους σε ποσοστό άνω του 25%!
Μάλιστα, ο συνδικαλιστής υπενθυμίζει ότι «το 1989, όταν ξεκίνησε να επιδοτείται το προϊόν κατά κιλό, η εξαγωγή σταφίδας της Κρήτης ξεπέρασε τους 100.000 τόνους, όταν οι γείτονές μας οι Τούρκοι εξήγαγαν 30.000 τόνους σταφίδας. Και εξάγουν σήμερα οι Τούρκοι 350.000 τόνους σταφίδας και εμείς εξάγουμε, με τη μαύρη την κορινθιακή μαζί, όχι πάνω από 30.000 τόνους. Αυτό τα λέει όλα…».
Όταν υπήρχε ο “σχεδιασμός”
Ο γεωπόνος Στέφανος Λιβέρης, που κατάγεται από την Άρτα αλλά είναι παντρεμένος στην Κρήτη και εργάζεται στον τομέα της εκπαίδευσης των αγροτών στον ΕΛΓΟ “Δήμητρα” στο Ηράκλειο, είναι αποκαλυπτικός και χαρακτηριστικός: «Το 1961 είχαμε αυξημένη παραγωγή σε όλα τα επίπεδα. Μόνο στο βόειο κρέας υστερούσαμε. Κι αυτό διότι είχαν έρθει οι Αμερικανοί μετά τον εμφύλιο και μας οργάνωσαν. Και είχαμε τότε μια Διεύθυνση Γεωργικών Εφαρμογών, που έστελνε τους γεωπόνους της παντού και καθοδηγούσαν τους αγρότες. Δηλαδή πήγαιναν στα ορεινά και έλεγαν στους αγρότες “εδώ που είστε μπορείτε να βγάλετε και μήλα. Μπορείτε να βγάζετε φουντούκια. Μπορείτε να βγάζετε κάστανα”, κ.λπ…».
Μάλιστα, ο Στέφανος Λιβέρης λέει ότι «οι γεωπόνοι τότε είχανε αναλάβει ο καθένας τρία-τέσσερα χωριά και πηγαινοέρχονταν με τα πόδια. Και πήγαιναν παντού. Αυτή η υπηρεσία πήγαινε σε όλη την Ελλάδα. Και ήταν πάρα πολύ καλά οργανωμένη. Ε, αυτή η υπηρεσία κράτησε μέχρι το 1981…».
Στο σημείο αυτό ο κ. Λιβέρης τονίζει: «Αυτοί οι γεωπόνοι άρχιζαν τότε από τα καφενεία τα βράδια. Αλλά επειδή κάποτε με όλα αυτά έγραφαν οδοιπορικά και υπερωρίες, άρχισαν και τους τα καταργούσαν. Το πρώτο χτύπημα στην υπηρεσία αυτή ήρθε από τη χούντα. Διότι, επειδή έλεγαν οι γεωπόνοι περί συνεταιρισμών, θεωρούσαν ότι αυτά ήταν… “κομμουνιστικά”. Και το δεύτερο στραπάτσο ήρθε το 1981 με την ΕΟΚ…».
Η ΝΕΑ ΚΑΠ
«Τα εγκλήματα συνεχίζονται…»
«Έγιναν εγκλήματα. Και σήμερα συνεχίζονται», τονίζει και ο πρόεδρος του Παραρτήματος Κρήτης του ΓΕΩΤΕΕ Αλέκος Στεφανάκης. «Αυτό που έγινε είναι ότι όταν μια καλλιέργεια είναι επιδοτούμενη, στο πλαίσιο της αγροτικής πολιτικής για τον πρωτογενή τομέα, ασφαλώς οι παραγωγοί στρέφονται εκεί που υπάρχει η επιδότηση. Είναι ο λόγος που προωθήθηκε και καλλιεργήθηκε πάρα πολύ η μονοκαλλιέργεια της ελιάς στην Κρήτη, η μονοεκτροφή των αιγοπροβάτων και ασφαλώς η μονοκαλλιέργεια του αμπελιού…».
Σύμφωνα με το γνωστό κτηνίατρο, «η ΚΑΠ έκανε τεράστια ζημιά, διότι έμειναν πίσω ή εγκαταλείφθηκαν περιοχές που καλλιεργούσαν καταπληκτικά προϊόντα του πρωτογενούς τομέα. Και όλο αυτό έχει τεράστια επίπτωση στην ισορροπία και του συστήματος και στην ισορροπία της αγοράς. Γιατί φανταστείτε μια γεωργική οικογένεια που μάζευε εισόδημα λίγο από τα πρόβατα, λίγο από τα γουρούνια, λίγο από το λάδι κι έβαζε και κουκκιά. Αν λοιπόν μια χρονιά δεν πάει καλά το λάδι, το εισόδημα το γεωργικό σήμερα στη μονοκαλλιέργεια είναι εφιαλτικό…».
Καταλήγοντας, ο Αλέκος Στεφανάκης εξηγεί ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία ο πρωτογενής τομέας έχασε το αντανακλαστικό του, ενώ η σημερινή ΚΑΠ είναι προς τη σωστή κατεύθυνση, με την Ελλάδα όμως να εξακολουθεί να μοιράζει τις επιδοτήσεις λάθος.
«Το αγροτοδιατροφικό, όταν συνδεθεί με την επισκεψιμότητα ενός τόπου, με όλη την κοινωνία της υπαίθρου, γίνεται ένα οικονομικό μοντέλο. Αυτό της αγροτικής ανάπτυξης», λέει χαρακτηριστικά στην εφημερίδα μας το μέλος της Οργάνωσης Βιώσιμης Ανάπτυξης “Φοίνιξ” Δημήτρης Ψαρράς.
Μάλιστα, τονίζει ότι αυτό το μοντέλο έχει αναπτυχθεί στη γειτονική Ιταλία. «Και αυτό το μοντέλο μπορεί να δώσει λύση επί μονίμου βάσεως σε κάθε αναπτυξιακό πρόβλημα που μπορεί να έχει μια περιοχή. Είναι ένα μοντέλο που η Κρήτη έχει γεννηθεί γι’ αυτό. Δηλαδή να φτιάχνουμε ποιοτικά τρόφιμα, να έχουμε επισκεψιμότητα και να έχουμε και αυτάρκεια. Αλλά, αντί να το ακολουθήσουμε, καθόμαστε και ασχολούμαστε με μοντέλα όπως του μαζικού τουρισμού, των υπηρεσιών, των ανεξέλεγκτων ΑΠΕ, κ.λπ…».
(ΡΕΠΟΡΤΑΖ: ΧΡΙΣΤΟΦΟΡΟΣ ΠΑΠΑΔΑΚΗΣ – “ΝΕΑ ΚΡΗΤΗ”)