Ένα καυτό καρβέλι ψωμί.Της Δήμητρας Περλορέντζου
Κάποτε ζούσε ένας πεινασμένος,
που δεν τον χόρταιναν τα ψίχουλα που τον τάϊζαν.
Ένας ζητιάνος στερημένος και αφημένος σαν τα παρτάλια και τα αδέσποτα που σέρνονται στους δρόμους.
Χρόνια καιγόταν η ψυχή του για φαγί
μα δεν τολμούσε τίποτα παραπάνω.
Τυραννιόταν και ονειρεύονταν ένα μεγάλο αχνιστό ολόδικο του καρβέλι.
Μα το φαντάζεσαι.
Ένα τεράστιο φρέσκο ζεστό δικό του ψωμί.
Σαν και αυτά που χαίρονταν οι άλλοι άνθρωποι.
Άξαφνα ένα χειμωνιάτικο απόγευμα σε κάποιο μαγαζάκι είδε εκείνο το ψωμί που αποζητούσε τόσο μα τόσο πολύ να φουρνίζεται.
Και τι δεν έκανε για να το αποκτήσει, πόσο δεν έκλαψε, δεν προσπάθησε, δεν πάλεψε να πείσει την φουρνάρισσα πως είναι το μόνο πράγμα που χει αξία στην ζωή του.
Και τελικά τα κατάφερε.
Με τόσα παρακάλια και τόσες προσευχές και τόσα μα τόσα υγρά κλαμένα μάτια τα κατάφερε.
Και βγήκε η φουρνάρισσα στην στράτα και τον λυπήθηκε έτσι όπως έκλαιγε σκυφτός και αξιολύπητος και μόνος και πεινασμένος και με όλη της την γενναιοδωρία του εναπόθεσε ένα καυτό ολόκληρο καρβέλι στα χέρια του.
Αυτό δεν ήθελε άλλωστε τόσα χρόνια;
Ολόδικο του όπως τ’ονειρεύτηκε.
Μόνο που το καρβέλι έκαιγε πολύ και ήταν βαρύτερο απ’όλα τα ψίχουλα του κόσμου.
Και αυτός είχε ξεχάσει πως να το κρατάει.
Κι αυτός είχε ξεχάσει πως είναι να έχει.
Θυμόταν μονάχα πως είναι να λυπάται για αυτά που οι άλλοι διεκδικούν.
Θυμόταν μονάχα να ζητάει παρακαλώντας και να μην αποκτάει ποτέ.
Ξαφνικά το καρβέλι έμοιαζε φωτιά
και ζόρι που του βάρυνε τις πλάτες.
Το θέλε λίγο αλλά όχι ολόκληρο τελικά.
Το θέλε τώρα αλλά όχι για μετά.
Το θέλε όσο το έβλεπε αχνιστό και μεγάλο στην βιτρίνα.
Στα χέρια του όμως ήταν αλλιώς,
θα έπρεπε να βρει τι να κάνει τόσο ψωμί.
Θα έπρεπε να το φυλάξει σε κάποιο ντουλάπι και αυτός δεν είχε σπίτι.
Δεν ήθελε να έχει σπίτι.
Θα έφτιαχνε σπίτι από την αρχή για ένα μονάχα καρβέλι;
Και τελικά τι να το κάνει ένα ολόκληρο καρβέλι όταν επέλεγε χρόνια τα ψίχουλα;
Αντί να το κρατήσει λοιπόν
το μύρισε μονάχα δυνατά για να θυμάται, έκοψε κι ένα κομματάκι απο αυτό που ήθελε τόσο πολύ
και το επέστρεψε με χαμηλωμένα μάτια στην φουρνάρισσα.
Με τύψεις, με πόνο, με θυμό αλλά το επέστρεψε.
Επέλεξε να μην το έχει απο το να αντέξει την φωτιά του και το βάρος του.
Από το να χρειαστεί να κάνει ένα βήμα μπροστά.
Από το να μάθει να κρατάει αυτό που χρόνια υποτίθεται ζητούσε.
Και γύρισε στην πείνα του
τόσο οικεία και τόσο δική του.
Και τόσο εύκολη χωρίς το βάρος
ενός ολόκληρου καρβελιού.
Και γύρισε στην ελεημοσύνη του.
Και στην σκυφτή αδέσποτη ζωή του.
Κάποτε ζούσε ένας πεινασμένος.
Και τώρα όλοι ξέρουμε γιατί.
Δήμητρα Περλορέντζου.
21/7/18.