Ένας επικήδειος που δεν γράφτηκε ποτέ
Γεννήθηκες και μεγάλωσες στα βουνά. Αντιλαμβανόσουν τις αλλαγές του χρόνου, απ’ τα λουλούδια, τα ζώα και τα πουλιά. Απ’ τα δέντρα και την μυρωδιά της γης. Θέλησες να τα μάθεις καλύτερα όλα αυτά και γι’ αυτό τα σπούδασες σε γεωπονική σχολή.
Διάβαζες, όταν στην εποχή σου αυτό δεν ήταν σημαντικό. Άνοιξες βιβλία, όταν οι άνθρωποι ένιωθαν ότι η μόνη βιβλιοθήκη είναι το βουνό και η φύση. Ανεξάντλητη και απέραντη. Και είχαν δίκιο όλοι αυτοί οι άνθρωποι, όπως είχες δίκιο και εσύ που θέλησες να συνδυάσεις τις γνώσεις. Το ένιωθες ότι ήσουν διαφορετικός και αυτό σου άρεσε, ένιωθες καλά και όμορφα που είχες κάνει ένα βήμα διαφορετικό.
Αλλά ύστερα ήρθε ο πόλεμος. Τα νέα έφτασαν στο βουνό και εσύ σκέφτηκες να καταταχθείς εθελοντής.
Διακατεχόμενος από ένα ρομαντισμό, συνεπαρμένος από την φλόγα των γύρω σου, ακολούθησες τα γεμάτα τραίνα και κατευθύνθηκες σε ένα άλλο βουνό διαφορετικό από αυτό που ως τώρα ήξερες. Με λίγο πολύ ίδια δέντρα, λουλούδια και πουλιά, αλλά με διαφορετικό ήχο. Ήχους από σφαίρες, πολυβόλα και σφυρίγματα όλμων. Φωνές, κραυγές πόνου και ψίθυροι. Σιωπή θανάτου.
Σχεδόν τέσσερις μήνες κράτησες σε εκείνα τα βουνά. Είδες πολλούς να σακατεύονται και άλλους να πεθαίνουν και όλο σκεφτόσουν το δικό σου βουνό. Όλο δεν μπορούσες να το βγάλεις απ’ το μυαλό σου, εκείνο το δικό σου βουνό, που άφησες στον μακρινό νότο.
Εκεί που έκανες να κοιμηθείς τις νύχτες, κάθε τόσο σε ξύπναγε μια ριπή από όπλο, η οποία αναμειγνυόταν με την οσμή του θυμαριού και για πολύ λίγο, μέσα στην θολούρα και μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, ήσουν πάλι εκεί, στο δικό σου βουνό, στο δικό σου τόπο που μυρίζει θυμάρι.
Μια νύχτα έπρεπε να μείνεις ξύπνιος. Είχες μάθει ότι οι Ιταλοί ετοιμάζουν την μεγάλη επίθεση. Ίσως είχες ακούσει τις φήμες ότι απέναντι στο βουνό είχε έρθει και ο ίδιος ο Μουσολίνι για να οργανώσει αυτή την επίθεση.
Ήσουν ένας εθελοντής ανεβασμένος στο ύψωμα του θανάτου με την κωδική ονομασία 731. Σκοτάδι και παγωνιά. Ησυχία πριν την καταιγίδα. Ο μισός σε ένα λάκκο ο άλλος μισός έξω. Άναψες τσιγάρο, ευχαριστήθηκες την πρώτη ρουφηξιά, σκέφτηκες ότι όλα θα πάνε καλά, ότι όλα προς το παρόν είναι ήσυχα, στην δεύτερη ρουφηξιά όμως δεν σκέφτηκες τίποτα, παρά μόνο άκουσες· μια ριπή πυροβόλου που στόχευσε την φωτιά σου. Αμέσως ένιωσες ένα στιγμιαίο κάψιμο στο σώμα, σωριάστηκες στο χώμα και ήσουν πάλι εκεί. Στο μέρος που ήξερες καλά. Στο δικό σου βουνό, εκεί που γεννήθηκες και μεγάλωσες. Μακριά από την βοή και την ματαιότητα του πολέμου. Ελεύθερος και παραδομένος στην ησυχία της νύχτας.
Το ημερολόγιο έγραφε: 09/03/1941. Σημείο θανάτου: Όρος Τρεμπεσίνα. Ύψωμα 731. Έτος γέννησης: 1907. Τόπος γέννησης: Γιάννιτσα Μεσσηνίας, Όρος Ταΰγετος.
Ε.
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com