Ένας χρόνος από το δημοψήφισμα για ανεξαρτησία στην Καταλονία
Πριν ακριβώς έναν χρόνο οι Καταλανοί αψηφούσαν την απαγόρευση της διεξαγωγής του δημοψηφίσματος για την ανεξαρτησία της χώρας
Τα γεγονότα, συχνά βίαια, που σημάδεψαν το πριν, τη διάρκεια, και το μετά της προσέλευσης στις κάλπες, στάθηκαν η αφετηρία για τη μεγαλύτερη πολιτική κρίση που έχει συνοδεύσει το διαρκώς ανοιχτό θέμα της ανεξαρτησίας της Καταλονίας από την Ισπανία.
Πολιτικοί φυλακισμένοι, ή φυγόδικοι, επιβολή κράτους εξαίρεσης με την Μαδρίτη να ασκεί ασφυκτική επιτροπεία στην αυτόνομη περιφέρεια, αδιέξοδο στον διάλογο και κυρίως μία κοινωνία βαθιά διχασμένη, με το μίσος και τον εθνικισμό να αποτελούν έναν υπαρκτό κίνδυνο.
Σε άρθρο του με τίτλο «1η Οκτωβρίου. Ένας χρόνος αποσύνδεσης» ο διευθυντής ύλης της καταλανικής εφημερίδας La Vanguardia, Ζόρδι Ζουάν, γράφει ότι επρόκειτο για «το μεγαλύτερο πολιτικό λάθος του Μαριάνο Ραχό κι ένα δώρο για τους προμάχους της ανεξαρτησίας».
«Οι λόγοι που οδήγησαν περισσότερα από δύο εκατομμύρια Καταλανούς να προσέλθουν στα αυτοσχέδια εκλογικά τμήματα που στήθηκαν για να ρίξουν την ψήφο τους σε πλαστικό κουτί θα μπορούσαμε να πούμε πως ήσαν πολυποίκιλοι: από την προσωπική κατάφαση υπέρ της ανεξαρτησίας, έως την έκφραση μίας μορφής διαμαρτυρίας για την εξέλιξη που είχε λάβει η διένεξη για την Καταλονία έπειτα από την έγκριση του Καθεστώτος Αυτονομίας (Estatut) για την περιοχή» σημείωσε.
«Το πολιτικό υποκείμενο του català emprenyat (στρατευμένου Καταλανού) θέλησε με την αφορμή του δημοψηφίσματος να κάνει την φωνή του να ακουσθεί και να δείξει την κούραση του. Ναι μεν το δημοψήφισμα είχε κηρυχθεί παράνομο, αλλά πολλοί Καταλανοί θέλησαν μολαταύτα να συμμετάσχουν, προκειμένου να εκβιάσουν μία πολιτική διαπραγμάτευση με τον ίδιο τρόπο που το προηγούμενο δημοψήφισμα της 9ης Nομεβρίου σηματοδότησε μια μεγάλη ημέρα διεκδίκησης και διαμαρτυρίας»
Όμως εκείνο που συνέβη τη συγκεκριμένη ημέρα ήταν μια τόσο υπερβολική αντίδραση του κράτους, που ώθησε πολλούς Καταλανούς να διαβούν το νοητό όριο ανοχής για να αποσυνδεθούν εντελώς από την οποιαδήποτε έννοια της Ισπανίας. Θα τολμούσα να πω ότι μέσα τους συντελέσθηκε όχι μόνον μία νοητική, αλλά ταυτόχρονα και μία συναισθηματική, ρήξη.
Στον απολογισμό του ο δημοσιογράφος ανέφερε ότι «έναν χρόνο αργότερα, όλα όσα συνέβησαν στο ενδιάμεσο, που εξακολουθούν φέρουν ανεξίτηλα πάνω τους τα σημάδια εκείνες της ημέρας και αυτή η νοητική-συναισθηματική ρήξη, συνιστούν τη μεγαλύτερη δυσκολία για να βγει η περιοχή από την συγκρουσιακή κατάσταση τούτη».
«Το αυτονομιστικό κίνημα ριζοσπαστικοποιήθηκε ακόμη περισσότερο κι έφτασε στο απόγειό του με την μονομερή ανακήρυξη της Καταλανικής Δημοκρατίας, πράξη η οποί με τη σειρά του προκάλεσε το αίσθημα μιας άλλης σιωπηλής πλειοψηφίας των Καταλανών, που τότε έκανε κι αυτή ένα βήμα εμπρός για να ακουστεί και να κραυγάσει τα δικά της συναισθήματά υπέρ της Ισπανίας. Η εφαρμογή του περιοριστικού άρθρου 155, η φυλάκιση και η φυγή των ηγετών της ανεξαρτησίας και ό, τι έχει έκτοτε προκύψει, μπορούν να γίνουν κατανοητά μόνον μέσα από την αλληλοσύνδεση τούτων των γεγονότων» υποστήριξε.
Συνεχίζει επισημαίνοντας ότι «η ιστορία θα κρίνει με αυστηρότητα τους πρωταγωνιστές όλων όσων συνέβησαν την 1η Οκτωβρίου 2017. Σήμερα είναι αδύνατο να αποτολμηθεί οποιαδήποτε αυτοκριτική, καθόσον οι πληγές εξακολουθούν να είναι χαίνουσες και κανείς δεν θέλει να προσφέρει επιχειρήματα στην άλλη πλευρά».
Λιγοστές οι φωνές είναι εκείνες που έχουν ακουσθεί εντεύθεν του ποταμού Έβρου που να καταδικάζουν την αστυνομική καταστολή. Εντούτοις, οι εικόνες της καταστολής με πρωταγωνιστές τους αποσπασμένους αστυνομικούς έχουν καταγραφεί στη μνήμη πολλών Καταλανών και εξ αυτού σήμερα υπάρχουν τόσοι που δεν θέλουν να ακούσουν τίποτα άλλο, πλην από τον διαχωρισμό της περιοχής από την Ισπανία.
«Θα χρειαστεί να επενδύσουμε πολύ χρόνο στον κατευνασμό των παθών και στον διάλογο, προκειμένου να υπερβαθεί το στάδιο τούτο, το οποίο οφείλει επίσης να ξεπεράσει τις Συμπληγάδες της απόφασης του Ανώτατου Δικαστηρίου ενάντια στο κίνημα της ανεξαρτησίας. Μία δεύτερη μεγάλη δυναμική των συνεπειών εκείνου του δημοψηφίσματος, που παραμένουν ακόμα απρόβλεπτες» έγραψε.
Θύμισε ότι «ο τότε πρόεδρος Κάρλες Πουτζδεμόν θα μπορούσε να ζητήσει πρόωρες εκλογές την επαύριο του δημοψηφίσματος, όπως κάποιοι εξ υμών του ζητούσαμε δημοσίως να πράξει μετά τη δραματική εκείνη μέρα. Ουδείς δύναται να γνωρίζει μετά βεβαιότητος τι θα γινόταν εάν θα μπορούσαμε να ψηφίσουμε στις 26 Νοεμβρίου (όπως προτεινόταν), όμως είναι βέβαιο πως θα ήταν δυνατόν να αποφευχθούν κάποια από τα λάθη που έγιναν αργότερα.
»Ωστόσο, αργότερα, οι Καταλανοί εμπιστεύθηκαν ξανά μία φιλο-αποσχιστική κυβέρνηση, στις επιβληθείσες από τη Μαδρίτη εκλογές που χαρακτηρίσθηκαν από τα γεγονότα της 1ης Οκτωβρίου και την επιβολή του Άρθρου 155. Αυτό που προέκυψε και έχουμε σήμερα ενώπιόν μας είναι μια κυβέρνηση της Καταλονίας σε κρίση και σε αναζήτηση μιας ταυτότητας. Είναι μια κυβέρνηση που αγκαλά και διαχειρίζεται ένα καθεστώς αυτονομίας, το περιεχόμενο στις δημόσιες αναφορές των κυβερνώντων είναι σάμπως να ζούσαμε σε μια ανεξάρτητη Δημοκρατία».
Σε αυτό το σημείο ο Ζουάν ισχυρίστηκε πως «το έλλειμμα ηγεσίας του προέδρου Κιμ Τόρα, ο οποίος δεν έχει ακόμη αρθεί σκόπιμα στο ύψος των ευθυνών της θέσης του και η αυξανόμενη δυσπιστία μεταξύ των δύο κύριων παρατάξεων της ανεξαρτησίας, των Junts per Catalunya και της Esquerra Republicana (Erc) δεν βοηθούν στην έξοδο από την κρίση.
»Η αλλαγή του ενοίκου στο ανάκτορο της Μονκλόα στη Μαδρίτη, ναι μεν και έχει κατευνάσει κάπως το πολιτικό κλίμα, αλλά απέχει ακόμα παρασάγγας από μια συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Η πρόοδος στις διαπραγματεύσεις είναι εμφανής, όμως είναι δύσκολο οι οπαδοί της ανεξαρτησίας να προσαρμόσουν τις υποσχέσεις για βελτίωση της αυτοδιοίκησης της Καταλονίας στο όραμα για τη δημιουργία μιας ανεξάρτητης Δημοκρατίας. Το τρανότερο παράδειγμα διγλωσσία αποτελεί ο ίδιος ο Τόρα, ο οποίος αφ’ ενός υποστηρίζει τη δημιουργία ενός αυτοσχέδιου καταυλισμού από μια ομάδα αυτονομιστών στην πλατεία Σαν Τζάουμε και μετά δεν έχει άλλη επιλογή από το να στείλει την ίδια του την αστυνομία για να το διαλύσει».
Η μεγάλη απόφαση που πρέπει να λάβει τώρα ο Πουτζδεμόν είναι αν θα συνεχίσει την πορεία της προσέγγισης που έχει εγκαινιασθεί από τη νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση του Πέδρο Σάντσεθ, ή αντίθετα, να καταψηφίσει το σχέδιο προϋπολογισμού για προκαλέσει την πτώση της. Η στρατηγική που ακολούθησε από την αρχή των κοινοβουλευτικών εργασιών είναι η πολιτική της αντιπαράθεσης με την κεντρική κυβέρνηση, σε μία επιδίωξη να πολλαπλασιάσει τον αντίκτυπο από τις συνέπειες της 1ης Οκτωβρίου. Για τους αυτονομιστές που επιδιώκουν την οριστική αποσύνδεση της Καταλονίας από την Ισπανία, το ιδανικό θα ήταν μία κυβέρνηση συνασπισμού των ορκισμένων εχθρών της Άλμπερτ Ριβέρα (Ciudadanos) και Πάβλο Κασάδο (PP). Αυτός είναι άραγε ο στόχος του Πουτζδεμόν;
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ / La Vanguardia