Επιτρέψτε μου να σας συστηθώ! Ευαγγελία Τυμπλαλέξη
Εγώ είμαι ο «Ανθρωπάκος»… ο ΜΕΓΑΣ,
Και είμαι καλά∙
Ως προλετάριος π’ ανταγωνίζεται τον διπλανό του,
Για να είναι πιο παραγωγικός∙
Ως αστός που τεκμηρίωσα τις θεωρίες των Λοκ και Χέγκελ,
Κι αθέτησα την οπτική των Μαλατέστα και Μαρκούζε∙
Ως Οικονομισμός π’ αναδιανέμει της υπερεργασίας το πλεόνασμα,
Κι αλαζονεία παρασιτική της Γραφειοκρατίας∙
Ως Τηλεφωνία π’ εθίζει με το δεκάευρο τους μήνες,
Κι Υποτέλεια π’ υποσκάπτει την αντίδραση∙
Ως διάθεση των Δυνάμεων να θέσουν τέλος στη διαμάχη,
Αλλά φταίνε οι συνθήκες που δεν είναι ώριμες∙
Ως καταδρομικά που πυροβολούν σε κατοικημένα κτήρια,
Και σοβαρότητα της κατάστασης π’ οπλίζει χέρια ανηλίκων∙
Ως ακτιβισμός που περιορίζεται,
Ακούσια ή εκούσια, λίγο με νοιάζει∙
Ως αηδιαστικός των γραφιάδων γραικυλισμός∙
Κι αυλοκολακεία των Ποιητών κατάπτυστη∙
Ως «Ηθικές Μεταρρυθμίσεις» ανά τον Κόσμο,
Π’ άκριτα σ’ αξιοθρήνητους δώρισαν φωτοστέφανα∙
Ως Αιγαίον Πέλαγος π’ αμαχητί πρόγκηξε κάποια παιδιά του,
Κι ως Τύπος που πρωτοστατεί στις χαμέρπειες.
Ο πατέρας μου ήταν μετανάστης και με γέννησε στη Γερμανία,
Αλλά βρίζω τους μετανάστες.
Νοιάζομαι για όλα τα παιδιά του Κόσμου,
Αφού έχω τακτοποιήσει τα «δικά» μου στο Εξωτερικό∙
Είναι προτιμότερο ν’ αγωνιώ για τις εξελίξεις σε μέρη μακρινά,
Παρά να κινητοποιούμαι για τα «εν οίκω»∙
Στέκομαι αρωγός στην Αχέντ,
Επειδή δεν είναι μια Γυναίκα της γειτονιάς μου∙
Δεν παλεύω για τον Έρωτα,
Θέλω σχέσεις συγκροτημένες∙
Κι ό,τι μου είχαν κάνει και με πλήγωσε,
Το έκανα κι εγώ σε Άλλους∙
Έτσι για να μεταπηδά η ενέργεια στους παράλληλους Κόσμους.
Μοιράζω απλόχερα ευθύνες,
Ακόμη και τις δικές μου…
Τα σκουλήκια στη φωλιά του Κούκου,
Κι ο Κούκος πέρα στην ακρώρεια Μόνος∙
Άσε τους Θνητούς στην τύχη τους…
Μια παρέα μιλούσε για τα αθλητικά στην τηλεόραση,
Μιαν άλλη παραπέρα για νόστιμες συνταγές∙
Ένα ζευγάρι μάλωνε για της τηλεόρασης τις ίντσες,
Που με τον πρώτο του θ’ αγόραζε μισθό∙
Οι Καλλιτέχνες ποντίζονταν στης ματαιοδοξίας την έπαρση∙
Η εδαφική διεκδίκηση κατάπινε τρία ψυχοτρόπα ημερησίως,
Με συνταγή ιατρού για να ‘βρει την ισορροπία της στον Χάρτη∙
Κι όλοι κάτι καπηλεύονταν!
Πιότερο απ’ τον φανατικό ιδεολήπτη,
Φοβάμαι τον ανέκφραστο κι αμίλητο…
Τα χαμένα βασίλεια στ’ αθέατα εξουσιαστικά τους Κέντρα,
Πως μηρυκάζουν τα όντα αφού πρώτα καταβροχθίσουν∙
Με βουλιμία τα ξένα πολιτιστικά σκύβαλα…
Εγώ είμαι ο «Ανθρωπάκος»… ο ΜΕΓΑΣ,
Και είμαι καλά∙
Μες στην αφροσύνη των Δεινών που έσπειρα,
Επινόησα και την αυτομόληση των ενοχών…
Νυχτώνει κι έλεος δεν έχω!
Για όλα τα μανιφέστα που έχτισα∙
Για τη Μέρα που δεν ξημερώνει∙
Για τα Σπίτια που θαλπωρή δεν έχουν∙
Για τη Φύση π’ εκχώρησε την εκδίκηση στις οικολογικές Οργανώσεις∙
Για τη θάλασσα που δεν έχει κύματα∙
Για την Ελευθερία που δεν αποχωρίζεται τις αλυσίδες της∙
Για τον Ουρανό π’ αντέχει την οσμή του αίματος∙
Για το Φεγγάρι που δέχεται στην ήβη του προσσεληνώσεις∙
Για ό,τι ξετυλίγει μιαν απόσταση∙
Για τη φασαρία π’ άσυλο δίνει στις κραυγές∙
Για τη Σιωπή που δεν κάνει κρότο∙
Για τον Τιτανικό και την έπαρσή του∙
Για τα παγόβουνα που τ’ αήττητο καραδοκούσαν∙
Για το «απλά» που δεν διαχωριζόταν απ’ το «απλώς».
Μόνο Λύκοι, λέει, υπήρχαν μεταμφιεσμένοι,
Τα κατσικάκια ήταν νεκρά…
Όλα χάρτινα στη ζωή,
Που σαπίζουν στην υγρασία∙
Κι ο κήπος του Μπρεχτ επιεικής στ’ ανθολούλουδα,
Φιλότιμος στα ζιζάνια∙
Όλοι για Κάποιον ανησυχούσαν,
Μα εγώ ανησυχούσα για Πολλούς∙
Ένας φίλος καλός έκλαιγε γυμνός κι απαρηγόρητος,
Και ταχυδρομούσε τα Λυπημένα Ποιήματά του∙
Κι ό,τι απομένει μια Γνώση αμείλιχτη.
Να κοπιάζεις για το Χρήμα κι ύστερα να το δωρίζεις∙
Ο μόνος τρόπος να τ’ απαξιώσεις.
Και ξαφνικά δεν ήθελα εξηγήσεις,
Μήτε να εξηγήσω επιθυμούσα κάτι∙
Μόνο την πρόθεση της Δημιουργίας,
Σαν δυο κλώνοι στροβιλίζονταν σ’ αιώνιο μυστικό χορό∙
Ο δεκαεξάκτινος Ήλιος στην αποθέωσή του,
Όταν τα φύλλα της Ψυχής ανθίζεις∙
Εύκολα οι άλλοι τα μαδούν.
Σε μέρες ισορροπίας γράφω άρθρα,
Όταν οι εσώτεροι μεγεθύνονται κλυδωνισμοί γράφω Ποίηση∙
Τι δεν καταλαβαίνετε;
Ευτυχώς ένα μικρό πουλί ερχόταν στο μπαλκόνι μου,
Κι έτρωγε τα ψίχουλα που του χάριζα…
Τα σκουλήκια στη φωλιά του Κούκου,
Κι ο Κούκος πέρα στην ακρώρεια Μόνος∙
Άσε τον Καθένα στην τύχη του.
Μόνο Λύκοι, λέει, υπήρχαν μεταμφιεσμένοι,
Τα κατσικάκια ήταν νεκρά…
Εγώ είμαι ο «Ανθρωπάκος»… ο ΜΕΓΑΣ!
Μες στην αφροσύνη των Δεινών που έσπειρα,
Επινόησα και την αυτομόληση των ενοχών∙
Αλλά και πάλι Καλά δεν είμαι…