Έρευνα ΚΕΠΥ: Υποστελεχωμένα τα νοσοκομεία της χώρας παρά την πανδημία
Έρευνα του ΚΕΠΥ (Κέντρο Έρευνας και Εκπαίδευσης στη Δημόσια Υγεία, την Πολιτική Υγείας και την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας) επιβεβαιώνει την τραγική κατάσταση των δημόσιων νοσοκομείων της χώρας, καταρρίπτοντας το κυβερνητικό αφήγημα περί δήθεν ενίσχυσής τους κατά τη διάρκεια της πανδημίας.
Η έρευνα καταγράφει αρχικά την κατάρρευση του ΕΣΥ στα χρόνια των μνημονίων, τονίζοντας πως ειδικά την πρώτη περίοδο της οικονομικής κρίσης (2009-2015) «το ΕΣΥ απώλεσε το 20% του νοσοκομειακού του προσωπικού (απώλεια 18.869 θέσεων
εργασίας, εκ των οποίων το 50% αφορούσε σε θέσεις ιατρικού, νοσηλευτικού και
παραϊατρικού προσωπικού)». Το ΚΕΠΥ ξεκαθαρίζει πως αυτή η «μαζική απώλεια θέσεων εργασίας στο ΕΣΥ (…) σχετίζεται με τις μνημονιακές δεσμεύσεις, τα προαπαιτούμενα δηλαδή του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας, οι οποίες και προέβλεπαν την απόλυση συμβασιούχων από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ, την πρόωρη συνταξιοδότηση μόνιμου προσωπικού και το ουσιαστικό πάγωμα των προσλήψεων».
Το ΚΕΠΥ σημειώνει επίσης πως τη δεύτερη χρονική περίοδο της οικονομικής κρίσης (2015-2019) υπήρξε μια αύξηση του νοσοκομειακού προσωπικού του ΕΣΥ «κατά 7,4%
(5.581 νέες θέσεις εργασίας, εκ των οποίων το 23% αφορούσε σε θέσεις ιατρικού,
νοσηλευτικού και παραϊατρικού προσωπικού)», αύξηση η οποία «σχετίζεται με τη σχετική χαλάρωση των μνημονιακών δεσμεύσεων ως προς τις προσλήψεις στο δημόσιο τομέα και
αποδίδεται κύρια στην πρόσληψη επικουρικού προσωπικού». Είναι όμως σαφές πως η αύξηση αυτή δεν επαρκούσε για να αντισταθμίσει τις απώλειες της προηγούμενης περιόδου.
Παράλληλα, όπως σημειώνει η έρευνα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης 2009-2019 «ο ιδιωτικός τομέας διατήρησε εν πολλοίς τις θέσεις εργασίας στις ιδιωτικές κλινικές αυξάνοντας έτσι το μερίδιο του στη συνολική νοσοκομειακή απασχόληση στη χώρα από 18,8% το 2009 σε 20,7% το 2019».
Όταν όμως ήρθε η πανδημία της COVID-19, αναδεικνύοντας όσο ποτέ άλλοτε τη σημασία της Δημόσια Υγείας, δεν υπήρξε ουσιαστική ενίσχυση του Εθνικού Συστήματος Υγείας, παρά τις περί του αντιθέτου εξαγγελίες της κυβέρνησης. Η έρευνα του ΚΕΠΥ σημειώνει πως ενώ κατά τη χρονική περίοδο 2019-2022 «το νοσοκομειακό προσωπικό του ΕΣΥ αυξήθηκε κατά 9,4% (7.223 νέες θέσεις εργασίας, εκ των οποίων η πλειονότητα αφορούσε σε θέσεις νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού)», μόλις 1.029 εξ αυτών των θέσεων εργασίας αφορούσε νέες θέσεις εργασίας ιατρών (αύξηση ιατρικού προσωπικού 5,7%).
Παράλληλα, όπως τονίζει η έρευνα, «η αύξηση του προσωπικού των νοσοκομείων του ΕΣΥ προήλθε σχεδόν εξ’ολοκλήρου από την αύξηση του επικουρικού προσωπικού και του προσωπικού ορισμένου χρόνου. Αντιθέτως, κατά τη χρονική περίοδο 2019-22 το μόνιμο προσωπικό των νοσοκομείων του ΕΣΥ παρέμεινε στάσιμο», εξειδικεύοντας την αύξηση του μόνιμου προσωπικού σε μόλις 0,5%, δηλαδή μόλις «321 νέες θέσεις μόνιμης εργασίας
κατά τη διάρκεια της πανδημίας».
Όπως σημειώνεται, η στασιμότητα αυτή στις προσλήψεις μόνιμου προσωπικού και η αντικατάστασή τους με επικουρικό προσωπικό είναι πρακτική που είχε ξεκινήσει από το 2017 και έγινε κυρίαρχη πρακτική κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Τη χαρακτηρίζει «ανησυχητική εξέλιξη με ανυπολόγιστες επιπτώσεις στην ποιότητα και συνέχεια των παρεχόμενων υπηρεσιών από τα νοσοκομεία του ΕΣΥ».
Συμπερασματικά, η μελέτη του ΚΕΠΥ αναδεικνύει «την πλημμελή και με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα στήριξη των νοσοκομείων του ΕΣΥ με ανθρώπινο δυναμικό ακόμη και την περίοδο της ύστατης ανάγκης, την περίοδο δηλαδή της πανδημίας. Ενδεικτικά τη τριετία 2019-22 το προσωπικό των νοσοκομείων του ΕΣΥ αυξήθηκε κατά 9,4% (αποκατάσταση 7.223 περίπου θέσεων εργασίας, προερχόμενη σχεδόν αποκλειστικά από την αύξηση του επικουρικού ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και των ειδικευόμενων ιατρών μόνο κατά το 3ο έτος της πανδημίας). Κατά τη ίδια χρονική περίοδο το μόνιμο προσωπικό του ΕΣΥ παρέμεινε στάσιμο».
Σημειώνει επίσης πως παρά τις «κορώνες» για δήθεν ενίσχυση του ΕΣΥ, τα δεδομένα δείχνουν πως τον Δεκέμβριο του 2022 οι εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία της χώρας ήταν κατά 8.626 λιγότεροι από τα επίπεδα προ της οικονομικής κρίσης, το 2009.