ΕΡΗΜΟΣ…Του Μανόλη Κωνσταντάκη
Η Έρημος.
Απέραντη, τρομερή στην ομορφιά της, αμείλικτη και γοητευτική. Σε ρουφάει και σ’ αιχμαλωτίζει. Σε στραγγίζει από ζωή αν δεν την αντέξεις. Μια πυρωμένη θάλασσα τη μέρα, ένας παγωμένος τόπος που θαυμάζεις τα κεντίδια του γαλαξία τη νύχτα. Με τη δική της ζωή, σκληρή, αποστεωμένη, δηλητηριώδη, αμείλικτα θανάσιμη. Η επιβίωση εκεί είναι πολύπλοκη. Ο θάνατος πάλι απλός. Μια λάθος στιγμή, ένα λάθος πάτημα. Μη γονατίζεις ποτέ στον ήλιο. Συνέχιζε να περπατάς. Οι αντικατοπτρισμοί πάντα γεννιούνται μέσα σου.
Στη πεθυμιά της καρδιάς σου. Στις όμορφες στιγμές που έζησες και τώρα είσαι μακριά τους ή έφυγαν αυτές βιαστικά από σένα ακολουθώντας το προδότη χρόνο. Πάντα ο χρόνος προδίδει. Ζητά και μας κατασπαράζει στην αδήριτη παντοδυναμία του. Είναι τα ματαιωμένα θέλω σου που αγάπησες με πάθος. Απαθή σε πρόδωσαν κι αυτά. Κι επιστρέφουν να σου χαρίσουν θάνατο τρομερό πλανεύοντας σε. Μέχρι να μην θέλεις άλλο να αντισταθείς.
Τα παραμύθια της ζωής σου πάντα αξίζουν να τα ντύνεις με αγάπη και μελωδίες, με τα πιο έντονα κι όμορφα χρώματα. Πάνω από όλα αξίζουν να ακούγονται στις ώρες τις δύσκολες. Να γίνονται αυτά οι άγγελοι του θανάτου που θα σε συντρίψουν.
Κάποτε στερεύεις όμως. Έτσι είναι η έρημος. Σε ρουφάει από ζωή, από θέληση. Μόνο η δίψα μένει σύντροφος πιστός μέχρι το τέλος.
Μπερδεύεις τα λόγια στο μυαλό σου. Λες τα ίδια πότε σωστά, πότε ανάποδα. Δεν έχει και πολύ μεγάλη σημασία.
Τί τα θες, τί τα γυρεύεις; Ό,τι ήταν να ειπωθεί, ειπώθηκε κι ό,τι ήταν να γίνει έγινε. Έρχεται η ώρα που η κάψα στο καμίνι γίνεται αφόρητη και το μόνο που σε παίρνει να κάνεις είναι μιά κρύα βουτιά μέσα στις σκιερές και παγωμένες γωνιές του μυαλού σου.
Όχι στο όποιο παρελθόν, μα σε εναλλακτικές πραγματικότητες ονείρων, που δεν εντάχθηκαν στην ύλη και τη φθορά, έμειναν άφθαρτα υπαρκτές, εκεί να καταφεύγεις για λίγο, όχι σαν λύση, αλλά σαν όαση που σε ανακουφίζει από το λιοπύρι της ερήμου.
Να φυλαχτείς από το σιμούν που έρχεται να σαρώσει τους αμμόλοφους. Μάλλον θα συνεχιστεί η πορεία, λες.
Βήμα το βήμα.
Ανάσα την ανάσα.
Στη κάθε καυτή εκπνοή βιάζεσαι να ρουφήξεις άλλη μια γουλιά αέρα.
Να αφήσεις τα χνάρια των ποδιών σου στην άμμο, μέχρι τον επόμενο σιμούν που θα τα σαρώσει.
Έτσι είναι η έρημος.
Αδιαφορεί, κι είναι η σκληρότητα της αυτή το σκήπτρο της παντοδυναμίας της. Εσύ δεν είσαι παρά ένας κόκκος άμμου που νιώθει και σκέφτεται.
Μεταμορφωμένος σε ανθρώπινη μορφή. Κάποιες φορές γεννάς ένα μικρό στροβίλισμα αέρα, σε μιά πιο δυνατή εκπνοή, είναι η απαρχή ενός σιμούν.
Σε παίρνει και σε σηκώνει, μαζί με τα όνειρα σου, σε σκορπάει σε χίλιες μεριές. Σε κάνει να τρίβεσαι με τους εφιάλτες σου, να λεπταίνεις ανήμπορος, αδιάφορος να αντισταθείς σε αυτό το στοιχειό της φύσης που βρυχάται.
Γίνεσαι ένα κουβαράκι μικρό, όπως στον αμνιακό σου σάκο. Δεν είναι πως θα γεννηθείς ξανά. Είναι πως έτσι αυθόρμητα παίρνεις θέση για να φύγεις.
Θα φύγεις;
Μόνο η έρημος το ξέρει και δεν σου λέει. Ποτέ δεν θα στο πει. Αν είναι να γλυτώσεις, μόνο ένα μέρος υπάρχει και βιάζεσαι να καταφύγεις εκεί.
Στη δική σου μυστική, εσώτερη όαση. Άσυλο ζητάς. Από εσένα, το διώκτη. Η έρημος, ως γνωστόν, αδιαφορεί στην αιώνια σκληρότητα της. Ναι! Υπάρχεις και εκεί.
Πάντα υπήρχες.
Εσύ είσαι η έρημος.
Εσύ κι η όαση.
Ένας μικρός κόκκος άμμου.