Εσύ που τώρα με διαβάζεις μπορείς να μπεις στην θέση τους;

Εσύ που τώρα με διαβάζεις μπορείς να μπεις στην θέση τους; Η ώρα είναι περασμένες έξι και εγώ στο μικρό λιμανάκι της Αγιάς Μαρίνας περιμένω το καραβάκι σκυλοπνύχτη της επιστροφής.Δύο μέρες διακοπές με το μωρό έ όσο να πεις το λες και ταλαιπωρία. Χάσαμε την βολή μας, το πρόγραμμα τον ύπνο μας όπως στο σπίτι. Τα παιχνιδάκια του λείψανε πιο πολύ απ’ολα και το δωμάτιο που δεν είχε κανάλι με παιδικά. Ο ουρανός αρχίζει να γεμίζει σύννεφα και ο αέρας δυναμώνει με ένα παράξενο κρύο τρόπο που φέρνει το νερό στην αποβάθρα. Μαζευόμαστε και είμαστε πολλοί. Ώρα επιστροφής και όλοι με την ίδια σκέψη. Κρατάω το παιδί αγκαλιά και τις τσάντες στους ώμους. Και το καράβι έρχεται και είμαστε υπεράριθμοι και στιμοχνώμαστε όλοι μαζί ποιός θα προλάβει μια θέση. Η σκέψη να περάσουμε οι μάνες πρώτες δεν εφαρμόζεται ποτέ. Κάποιοι αργούμε να τα καταφέρουμε και δεν υπάρχει επιστροφή. Το σαλόνι γεμάτο το πρώτο κατάστρωμα επίσης το δεύτερο κλειστό. Κάποιοι δεν έχουμε που ν’ακουμπήσουμε τα παιδιά και τον εαυτό μας. Σφηνώνομαι στα πλευρά του φουγάρου να κερδίσω στο πλάι μια θέση για τον μικρό. Ο ήλιος έχει χαθεί, ο ουρανός έχει βαρύνει με ενα παγωμένο μολυβί χρώμα χειμωνιάτικο. Κουνάει δυνατά και το νερό μας χτυπάει με δύναμη. Το παιδί τρέμει κρυώνει, όλη η χαρά του ταξιδιού έχει σβήσει στα μάτια του. Δεν βγάζει κουβέντα προσπαθεί να καταλάβει που τον έχω πάει. Γιατί είμαστε εκεί πάνω στο φουγάρο με τα κρύα σίδερα και τα κύματα να χτυπούν. Τον τυλίγω με μια βρεγμένη από την παραλία πετσέτα. Τα χεράκια του τουλάχιστον το στήθος να μην το φτάνει ο αέρας που σφυρίζει. Και τότε ξεκινάει η βροχή δυνατή άγρια σε ριπές που δεν σ’αφήνουν ν’αναπνεύσεις. Τον κρατάω κολλημένο στα πλευρά μου να μην τον βρίσκει το νερό που έρχεται. Μάταια, δεν βγάζει κουβέντα αυτή η σιωπή του με παγώνει, μόνο τα μάτια του μιλάνε. Δεν ξέρει τι συμβαίνει γιατί είμαστε εκεί μ’αυτόν τον τρόπο. Και ξαφνικά τρελαίνομαι δεν αντέχω άλλο το βλέμμα του. Τό καράβι κουνάει σαν τρελό με τον αέρα και την βροχή . Τον βουτάω αγκαλιά τον βολεύω πάνω μου με την πετσέτα τυλιγμένη στα πλευρά μας. Και παλεύω να βρω την ισορροπία μου. Δεν μπορώ να κρατηθώ από πουθενά αλλά θα φτάσω κάτω ότι και να γίνει. Καρέκλες παντού άνθρωποι στην ίδια θέση με μένα, σακίδια τσάντες μωρά που κλαίνε και εγώ ανάμεσα τους όρθια με το μωρό στην αγκαλιά χωρίς στήριγμα αποφασισμένη να τον κρύψω κάπου για να μην το ζήσει έτσι άλλο. Και ξαφνικά εκεί ανάμεσα σε όλα αυτά παγώνω. Δεν είμαι πια η Δήμητρα δεν έχω αγκαλιά τον Έκτορα και αυτό δεν είναι το ταξίδι επιστροφής μιας ώρας από την Αίγινα για Πειραιά. Για μια αλησμόνητη στιγμή το καράβι εξαφανίζεται. Γίνεται μια ξεσκισμένη σωσίβια λέμβος που χτυπάει στα κύματα του Αιγαίου χειμωνιάτικα. Και εγώ γίνομαι η Μαριάμ, η Αϊσέ η Νούρα και είμαι έγκυος και έχω το μωρό μου στην αγκαλιά και είναι βράδυ και έχει κρύο απίστευτο και εγώ δεν ξέρω κολύμπι . Κανείς μας δεν ξέρει κολύμπι. Και δεν έχω πια χώρα και δεν έχω γονείς και δεν έχω πια σπίτι. Δεν έχω ρούχα και τα παιχνίδια του μικρού μου. Δεν έχω τον άντρα μου που πιθανότατα δεν ζει. Δεν έχω να κοιμηθώ σε στρώμα χωρις ν’ακούω οβίδες να σφυρίζουν πάνω απο το κεφάλι μου. Δεν έχω δωμάτιο να κλείσω την πόρτα για να πλαγιάσω χωρίς να με βιάσουν. Δεν έχω φάει δεν έχω άλλη αλλαξιά να βγάλω αυτά που στάζουν από πάνω μου. Δεν έχω άλλη μαντίλα να κρυφτώ να μην αισθάνομαι. Δεν έχω κανέναν να με κρατήσει να μην πέσω, δεν έχω κανέναν να με αγκαλιάσει να μην χτυπήσω στην κοιλιά, δεν έχω άλλα μάτια να μην βλέπουν τον θάνατο που έρχεται και τα ξεβρασμένα πτώματα των παιδιών στη ανοιχτά της Χίου. Δεν έχω γλώσσα δεν έχω φωνή δεν έχω Ζωή. Θεέ μου δεν έχω ΖΩΗ. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο έχασα τα πάντα. Έγινα ενας άνθρωπος ανύπαρκτος. Για ένα δεύτερολεπτο όλα όσα είχα δεδομένα έσβησαν από την σκέψη μου. Έγινα η Νούρα η Αϊσέ και η Μαριάμ. Σε ένα μικρό ταξίδι αναψυχής μιας ώρας εγω κατάφερα με ότι γίνονταν να μπω στην θέση τους. Όχι δεν μπήκα απλά στην θέση τους έγινα Εγώ. Τις συμπονούσα τις λυπόμουν αλλά δεν μπορούσα να καταλάβω. Μέχρι που έγινα Εγώ. Εγώ που δεν έχω τιποτα,τίποτα. Πόσο τεράστιο έγινε ξαφνικά αυτό το τίποτα.Και δεν μπορούσα να το φανταστώ αν δεν το ένιωθα για μια στιγμή. Μέχρι να φτάσω στο σαλόνι ενός πλοίου με το κρύο να μας περνάει, βρεγμένη ως το κόκαλο με το παιδί να τρέμει και την βροχή να μας χτυπάει στα σκοτεινά. Μέχρι να νιώσω ασφαλής στα φώτα ενός σαλονιού και ν’ακουμπίσω τον μικρό σε μια καρέκλα δανεικιά που μου παραχωρήθηκε. Έγινα πάλι εγώ με την λογική μου στην θέση της και τις σκέψεις μου κουβάρι. Έγινα πάλι εγώ από τύχη. Είμαι εδώ με το μωρό μου ζωντανό με το σπίτι μου στην θέση του, με την δουλειά μου με τους ανθρώπους μου με τα ρούχα μου με το καλοκαίρι μου με την Ζωή μου δομημένη από τύχη. Μ’ακούς. Έγινα πάλι εγώ αλλά εκείνες δεν έφυγαν ποτέ. Είναι μέσα μου, στα μάτια μου και απαιτούν χωρίς κουβέντα χωρίς μια λέξη σε μια γλώσσα που δεν γνωρίζουν να ξαναφτιάξουμε την Ζωή τους που δεν ζούμε από τύχη. Για χάρη τους. Γιατί εκείνες είμαι Εγώ, γιατί εκείνο το μωρό στην αγκαλιά είναι ο γιος μου. Και δεν υπάρχει διαφορά στο από πού θα έρθουν. Ουτε στο τι θεό πιστεύουν ούτε στο χρώμα απο το δέρμα μας. Είμαι εγώ, είσαι εσύ είμαστε εμείς. Από τύχη. Κάποτε είμασταν εκείνες από τύχη. Κάποτε ήταν η προγιαγιά μου με το νεκρό μωρό δεμένο στις κοτσίδες της. Κάποτε ήταν οι θείαδες μου με τους άντρες τους θαμένους στα Αμελέ Ταμπούρου. Κάποτε είμασταν εμείς και πια δεν είμαστε για το σήμερα και μόνο από τύχη. Εγώ έζησα μια στιγμή για κείνες και κόντεψα να χάσω το μυαλό μου. Εσύ που τώρα με διαβάζεις πριν ξαναπείς πως σ’ ενοχλεί η όψη των προσφύγων του πολέμου μπορείς να μπεις στην θέση τους; Εύκολο, πάρε ένα καραβάκι με Μποφόρ χειμώνα κολλημένος στο φουγάρο με την βροχή και ένα νήπιο στα χέρια σου να τρέμει. Απλό είναι και ίσως τα καταφέρεις με λίγη τύχη.
Δήμητρα Περλορέντζου.