Εθνικισμός και Πολιτισμός

Κάθε τύπου εθνικισμός είναι αντιδραστικός από τη φύση του, γιατί προσπαθεί να επιβάλει στα διακριτά κομμάτια της μεγάλης ανθρώπινης οικογένειας έναν καθορισμένο χαρακτήρα σύμφωνα με μια προκαθορισμένη αντίληψη. Από αυτή την άποψη, επίσης, παρουσιάζει την αλληλεξάρτηση της εθνικιστικής ιδεολογίας με το δόγμα κάθε γνωστής θρησκείας. Ο εθνικισμός δημιουργεί τεχνητούς χωρισμούς και διαιρέσεις μέσα σε εκείνη την οργανική ενότητα που εκφράζεται από το Ανθρώπινο γένος, ενώ συγχρόνως προσπαθεί για μια φανταστική ενότητα που πηγάζει από μια φαντασίωση, και οι υποστηρικτές του θα ήθελαν να συντονίσουν όλα τα μέλη μιας καθορισμένης ανθρώπινης ομάδας σε ένα σκοπό προκειμένου να τη διακρίνουν από άλλες ομάδες πιο εμφανώς. Από αυτή την άποψη, ο αποκαλούμενος «πολιτιστικός εθνικισμός» δεν διαφέρει καθόλου από τον πολιτικό εθνικισμό, για τους πολιτικούς σκοπούς του οποίου χρησιμεύει κατά κανόνα ως φύλλο συκής. Οι δύο τους δεν μπορούν να ξεχωρίσουν στην ουσία, αντιπροσωπεύουν απλά δύο διαφορετικές πτυχές του ίδιου εγχειρήματος.
Ο πολιτιστικός εθνικισμός εμφανίζεται με τη καθαρότερη μορφή του όταν οι άνθρωποι βρίσκονται υπό ξένη κυριαρχία, και δεν μπορούν για το λόγο αυτό να ακολουθήσουν τα δικά τους σχέδιά για πολιτική εξουσία. Στη περίπτωση αυτή, η «εθνική σκέψη» προτιμά ασχολείται με δραστηριότητες πολιτιστικής ανάπτυξης των ανθρώπων και προσπαθεί να κρατήσει την εθνική συνείδηση ζωντανή με τις αναμνήσεις του χαμένου μεγαλείου και του ένδοξου παρελθόντος. Τέτοιες συγκρίσεις μεταξύ ενός παρελθόντος που έχει γίνει ήδη μύθος και ένα δουλικό παρόν καθιστούν τους ανθρώπους διπλά ευαίσθητους στην αδικία που υφίσταται, γιατί τίποτα δεν έχει επιπτώσεις στο πνεύμα του ατόμου ισχυρότερα από την παράδοση. Αλλά εάν τέτοιες ομάδες ανθρώπων πετύχουν αργά ή γρήγορα την απελευθέρωση από τον ξένο ζυγό και οι ίδιοι εμφανιστούν ως εθνική εξουσία, η πολιτιστική φάση της προσπάθειάς τους με εμφατικό τρόπο περνά σε δεύτερη μοίρα, που δίνοντας χώρο στη σοβαρή πραγματικότητα των πολιτικών στόχων τους. Στην πρόσφατη ιστορία των διάφορων εθνικών οργανισμών στην Ευρώπη που δημιουργήθηκαν μετά από τον πόλεμο (ΣτΜ τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο) μας προφέρουν μαρτυρίες για αυτό.
Στη Γερμανία, επίσης, οι εθνικές προσπάθειες και οι δύο πριν και μετά από τους «πολέμους της απελευθέρωσης» (ΣτΜ μια σειρά πολέμων που οδήγησαν τελικά στη δημιουργία της Γερμανικής Αυτοκρατορίας) επηρεάστηκαν έντονα από το ρομαντισμό, του οποίου οι οπαδοί προσπάθησαν να αναστήσουν τις παραδόσεις μιας χαμένης εποχής μεταξύ των ανθρώπων και να κάνουν το παρελθόν να τους παρουσιαστεί με μια ηρωποιημένη οπτική. Όταν, αργότερα, οι τελευταίες ελπίδες που οι γερμανικοί πατριώτες είχαν στηρίξει στην απελευθέρωση από τον ξένο ζυγό έσκασαν σαν παραφουσκωμένα μπαλόνια, τα πνεύματά τους αναζήτησαν καταφύγιο στη φεγγαρόφωτη μαγική νύχτα και τον και τον ονειροπόλο κόσμο των νεράιδων που δημιούργησε για αυτούς ο ρομαντισμός, προκειμένου να ξεχάσουν τη γκρίζα πραγματικότητα της ζωής και των ντροπιαστικών απογοητεύσεών της.
Στον πολιτιστικό εθνικισμό, κατά κανόνα, δύο διακριτά συναισθήματα ενώνονται, τα οποία δεν έχουν πραγματικά τίποτα κοινό: γιατί το συναίσθημα για το τόπο δεν είναι ο πατριωτισμός, δεν είναι αγάπη για το κράτος, δεν είναι αγάπη που έχει τις ρίζες της στην αφηρημένη ιδέα του έθνους. Δεν χρειάζεται καμία πολύπλοκη εξήγηση για να αποδείξει ότι το σημείο της γης στο οποίο ένα άτομο έχει περάσει τα νεανικά του χρόνια του είναι ριζωμένο βαθιά μέσα του με το πιο μύχιο συναίσθημά του. Οι εντυπώσεις της παιδικής ηλικίας και της πρώιμης νεότητας που είναι οι μονιμότερες και που έχουν την πιο μόνιμη επίδραση επάνω στην ψυχή του. Ο τόπος είναι, κατά κάποιο τρόπο, εξωτερικό ρούχο του ανθρώπου, είναι έντονα εξοικειωμένος με κάθε πτυχή και γωνιά του. Αυτό το έμφυτο συναίσθημα φέρνει στα επόμενα χρόνια μια λαχτάρα για ένα παρελθόν θαμμένο στα ερείπια, και είναι αυτό που επιτρέπει στο ρομαντικό να κοιτάξει μέσα τόσο βαθιά.
Με την αποκαλούμενη «εθνική συνείδηση» δεν έχει καμία σχέση αυτό το έμφυτο συναίσθημα, αν και συχνά οι δύο ρίχνονται στο ίδιο δοχείο και, μετά από παραχάραξη, τους αποδίδεται η ίδια αξία. Στην πραγματικότητα, το αληθινό έμφυτο συναίσθημα καταστρέφεται με τη γέννησή του από τη «εθνική συνείδηση», που προσπαθεί πάντα να ρυθμίσει και να αναγκάσει σε προκαθορισμένη μορφή κάθε εικόνα που ο άνθρωπος λαμβάνει από την απέραντη ποικιλία της πατρίδας. Αυτό είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα εκείνων των μηχανικών προσπαθειών για ενοποίηση που στην πραγματικότητα είναι απλά οι φιλοδοξίες των εθνικιστικών κρατών.
Η προσπάθεια να αντικατασταθεί η φυσική σύνδεση του ανθρώπου με το τόπο του από μια υπάκουη αγάπη προς το κράτος – μια δομή που οφείλει τη δημιουργία του σε κάθε είδους τυχαίο γεγονός και στο οποίο, με τη ωμή δύναμη, στοιχεία, που δεν έχουν καμία οποιαδήποτε σχέση μεταξύ τους, έχουν συγκολληθεί μαζί – είναι ένα από τα πιο γκροτέσκα φαινόμενα της εποχής μας. Η αποκαλούμενη «εθνική συνείδηση» δεν είναι παρά μια πίστη που διαδίδεται με τη φροντίδα της πολιτικής εξουσίας, που έχει αντικαταστήσει το θρησκευτικό φανατισμό των προηγούμενων αιώνων και έχουν καταλήξει να είναι σήμερα το μεγαλύτερο εμπόδιο στην πολιτιστική ανάπτυξη. Η αγάπη για το τόπο δεν έχει τίποτα κοινό με τη λατρεία μιας αφηρημένης πατριωτικής ιδέας. Η αγάπη για το τόπο δεν ξέρει από «θέληση για εξουσία», είναι απαλλαγμένη από εκείνη την κούφια και επικίνδυνη στάση ανωτερότητας απέναντι στο γείτονα που είναι ένα από τα ισχυρότερα χαρακτηριστικά κάθε μορφής εθνικισμού. Η αγάπη για το τόπο δεν συμμετέχει στην πρακτική πολιτική ούτε επιδιώκει να υποστηρίξει το κράτος με κάθε τρόπο. Είναι καθαρά ένα εσωτερικό συναίσθημα που εκδηλώνεται ελεύθερα όπως και η ανθρώπινη απόλαυση της φύσης, της οποίας ο τόπος είναι μέρος. Όταν αντιμετωπίζεται έτσι, το έμφυτο συναίσθημα για το τόπο συγκρινόμενο με την κυβερνητικά διαταγμένη αγάπη προς το έθνος είναι το ίδιο όπως η σύγκριση της φυσική βλάστησης με ένα τεχνητό υποκατάστατο.
Rudolf Rocker, Εθνικισμός και Πολιτισμός, 1937 (κεφ. 13, απόσπασμα)