Γαρύφαλλα στις κάνες. Πενήντα χρόνια από την τελευταία κοινωνική επανάσταση στην Ευρώπη, του Άλεξ Κάντζιας – Ρόντε
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 η στρατιωτική δικτατορία που όριζε τις τύχες της Πορτογαλίας από το 1932 βρισκόταν αντιμέτωπη με δυσεπίλυτες εσωτερικές αντιφάσεις. Ο πόλεμος στις αποικίες ενάντια στα απελευθερωτικά κινήματα σε Γουινέα – Μπισάου, Αγκόλα και Μοζαμβίκη μαινόταν από το 1961 χωρίς να έχει καταφέρει την καταστολή τους, με τις φρικαλεότητες ενάντια στον άμαχο πληθυσμό αντίθετα να προκαλεί αντιδράσεις. Το γεγονός ότι ένα 40-50% του προϋπολογισμού πήγαινε στις ένοπλες δυνάμεις είχε γονατίσει την οικονομία και δεν άφηνε πολλά περιθώρια για κοινωνική πολιτική. Την ώρα που ξοδεύονταν τεράστια ποσά για όπλα στις παρυφές της Λισαβόνας ολόκληρες συνοικίες παρέμεναν χωρίς ρεύμα και νερό.
Επιπλέον το ότι οι νέοι Πορτογάλοι στέλνονταν μαζικά να πεθάνουν στην Αφρική μετέφερε τον πόλεμο στο εσωτερικό και της ίδιας της μητρόπολης. Δέκα χιλιάδες στρατιώτες, προερχόμενοι σχεδόν στο σύνολο τους από τα λαϊκά στρώματα, είχαν γυρίσει στην πατρίδα σε φέρετρα ενώ διακόσιες χιλιάδες είχαν τραυματιστεί. Για να ξεφύγουν από την επιστράτευση και τη φτώχεια ενάμισι εκατομμύριο εργάτες είχαν καταφύγει σε χώρες όπως η Γαλλία, το Λουξεμβούργο και η Ελβετία. Την ίδια στιγμή η χώρα μετασχηματιζόταν από αγροτική σε βιομηχανική οικονομία: εκατοντάδες χιλιάδες εγκατέλειπαν την ύπαιθρο για τα μεγάλα αστικά κέντρα ενώ ο αριθμός των φοιτητών είχε τριπλασιαστεί συγκριτικά με εκείνον του 1950. Τα μηνύματα του Μάη, που άλλωστε ήταν και πολύ πρόσφατος, έφταναν και στην πορτογαλική νεολαία που ασφυκτιούσε κάτω από τις αυστηρές επιταγές της καθολικής εκκλησίας.
Δρώντας σε βαθιά παρανομία το κομμουνιστικό κόμμα είχε καταφέρει να αποκτήσει στενούς δεσμούς με τους βιομηχανικούς εργάτες και τους αγρεργάτες, οργανώνοντας διαμαρτυρίες και εξεγέρσεις. Η αντίσταση μεταξύ των νέων αυξανόταν υπήρξαν ανταρσίες και μαζικές λιποταξίες στις ένοπλες δυνάμεις και πολλοί νεότεροι αξιωματικοί είχαν λόγω των εμπειριών τους αναπτύξει αντιφασιστικά αισθήματα επιθυμώντας το τέλος του πολέμου – ένα γεγονός που εξακολουθεί να είναι μοναδικό για μια χώρα του ΝΑΤΟ μέχρι σήμερα. Για να το πετύχουν όμως αυτό έπρεπε να στραφούν ενάντια στο ίδιο τους το σώμα και να ρίξουν την Χούντα.
Καθώς τα όπλα των φαντάρων και των κατώτερων αξιωματικών βγήκαν στους δρόμους ο λαός, αγνοώντας τις εκκλήσεις τους να μείνει στα σπίτια του, βγήκε στους δρόμους μετατρέποντας μια συνωμοτική επαναστατική ενέργεια σε λαϊκή εξέγερση. Στις χιλιάδες κάνες των όπλων τοποθετήθηκαν κόκκινα γαρύφαλλα και καθώς δεν υπήρχαν νόμιμα πολιτικά κόμματα ή συνδικάτα οι ίδιοι οι εργαζόμενοι πήγαιναν στους χώρους εργασίας τους και άρχισαν να εκλέγουν τους δικούς τους αντιπροσώπους από λαϊκές συνελεύσεις, άμεσα ανακλητούς άμα δεν εκτελούσαν τις οδηγίες τους. Στις γειτονιές και τα δημαρχεία εκλέγονταν προσωρινές επιτροπές και επιτροπές γειτονιάς.
Τρία εκατομμύρια άνθρωποι από έναν πληθυσμό δέκα εκατομμυρίων συμμετείχαν σε εργατικές επιτροπές, διαμαρτυρίες και απεργίες. Τα νοσοκομεία διοικούνταν από γιατρούς, νοσηλευτές και τεχνικούς. Μέχρι και η καθαρίστρια είχε δικαίωμα ψήφου! Οι μεγάλες εταιρείες τέθηκαν επίσης υπό τον έλεγχο των εργαζομένων και οι μικρές υπό αυτοδιαχείριση — περισσότερες από εξακόσιες συνολικά. Ήδη από τις 25 Απριλίου, οι εργαζόμενοι άρχισαν να πηγαίνουν στα κεντρικά γραφεία του κρατικού φορέα λογοκρισίας και της πολιτικής αστυνομίας, καταλαμβάνοντας τα και απελευθερώνοντας τους πολιτικούς κρατούμενους. Υπό κατάληψη τέθηκαν επίσης τα κεντρικά γραφεία των κρατικών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Έτσι γεννήθηκε μια κατάσταση δυαδικής εξουσίας, που είναι χαρακτηριστικό των περισσότερων επαναστάσεων, με τον λαϊκό παράγοντα να παραμένει ενεργός μέχρι και το «καυτό» καλοκαίρι του 1975 προχωρώντας σε μαζικές απεργίες, καταλήψεις εργοστασίων και σπιτιών και να φαίνεται έτοιμος για όλα. Κάθε αποτυχημένη προσπάθεια της αντεπανάστασης φαινόταν να κάνει τους εργάτες ακόμα πιο δυνατούς.
Μπροστά σε αυτή την επαναστατική κατάσταση οι ηγέτες του δυτικού κόσμου και η αστική τάξη πόνταραν τα (πολλά) ρέστα τους στον Μάριο Σοάρες τον ηγέτη του Σοσιαλιστικού Κόμματος, το οποίο είχε ιδρυθεί στη Δυτική Γερμανία, στην ουσία από τους Αμερικάνους και την ηγεσία του SPD στις αρχές της δεκαετίας του 1970. Το κόμμα αυτό ήταν εξαιρετικά μικρό και δεν έπαιξε ουσιαστικό ρόλο στον αντιδικτατορικό αγώνα. Έφτασε όμως πολύ σύντομα τα ογδόντα χιλιάδες μέλη κερδίζοντας το 37,9% των ψήφων στις εκλογές για την συντακτική εθνοσυνέλευση στις 25 Απριλίου του 1975. Το Κομμουνιστικό Κόμμα γιγαντώθηκε από τα τρεις χιλιάδες στα εκατό χιλιάδες μέλη μέσα σε ένα χρόνο, ενώ οι ακροαριστερές εβδομαδιαίες εφημερίδες πουλούσαν χιλιάδες αντίτυπα.
Η τελευταία πράξη θα παιχτεί στις 25 Νοεμβρίου του 1975. Απογοητευμένοι από την απροθυμία της νέας κυβέρνησης να εκκινήσει την διαδικασία μετάβασης στο σοσιαλισμό οι πιο ριζοσπάστες αξιωματικοί υπό τον ηγέτη της επανάστασης των γαρυφάλλων Οτέλο ντε Καρβάλιο θα καταλάβουν τη Σχολή Πολεμικής Αεροπορίας και έξι αεροπορικές βάσεις στην πρωτεύουσα και στα νότια της χώρας. Ωστόσο, το πορτογαλικό ΚΚ, σε ευθυγράμμιση βεβαίως με τη Μόσχα, και οι πλειονότητα των αριστερών αξιωματικών ήθελαν μια αστική δημοκρατία, όχι μια σοσιαλιστική επανάσταση και φρόντισαν για την γρήγορη καταστολή του κινήματος. Τα όρια μεταξύ «εφικτού» και «ουτοπίας» για άλλη μια φορά έμειναν απελπιστικά κολλημένα στο παρών.
Οι κληρονομιές που άφησε η επανάσταση είναι πολύπλοκες και αντιφατικές Σε επαναστατικές διαδικασίες, όπως αυτή στην Πορτογαλία, πρέπει πάντα να προσπαθεί κανείς να προσδιορίζει ποιά είναι η κληρονομιά της επανάστασης και ποια της αντεπανάστασης. Γιατί μπορεί τα ριζοσπαστικότερα οράματα να μην υλοποιήθηκαν ωστόσο υπήρξαν πολύ σημαντικά επιτεύγματα όσον αφορά το κράτος πρόνοιας και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Πραγματοποιήθηκε μια σημαντική αναδιανομή της αγροτικής γης και εκτιμάται πως το 60%-80% της οικονομίας εθνικοποιήθηκε. Μέχρι και τη δεκαετία του 1990 ή ίσως μέχρι το 2008 για την παλαιότερη γενιά ένα σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης υπαγόταν σε έναν τύπο «ελεγχόμενου καπιταλισμού», με πολλά «προνόμια» και «δικαιώματα». Μετά το ξέσπασμα της κρίσης όμως ουσιαστικά κανένας εργαζόμενος δεν προστατεύεται από τον ακραίο νεοφιλελευθερισμό. Η επανάσταση επιτάχυνε επίσης την κατάρρευση των δικτατοριών σε Ισπανία και Ελλάδα ενώ για πολλούς ανέβαλε και την έλευση του νεοφιλελευθερισμού για μια δεκαετία, λόγω του παραδείγματος και της έμπνευσης που έδωσε στους ανθρώπους σε όλη τη νότια Ευρώπη.
Σήμερα πολλοί, και όχι μόνο στην ίδια την Πορτογαλία, θέλουν να ξεχαστεί ο κρίσιμος ρόλος του λαϊκού παράγοντα στη διαδικασία αποαποικιοποίησης και μετάβασης στη δημοκρατία. Να λησμονηθεί ότι τα πολιτικά και κοινωνικά δικαιώματα δεν «παραχωρήθηκαν» στον λαό της Πορτογαλίας από «τα πάνω» αλλά έπρεπε να κατακτηθούν στους δρόμους, στις γειτονιές και στους χώρους εργασίας. Η πορτογαλική, όπως άλλωστε όλες οι πραγματικές λαϊκές επαναστάσεις, δείχνει το πως άνθρωποι που ήταν εντελώς εκτός πολιτικής, πολλοί από αυτούς μάλιστα συντηρητικών αντιλήψεων ή με πολύ συγκεχυμένες ιδέες, μπορεί μέσα σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα να ριζοσπαστικοποιηθούν (να αναπτύξουν ταξική συνείδηση) και να εμπλακούν σε συλλογικές διαδικασίες, να πάρουν τις τύχες τους και εκείνες της χώρας τους στα χέρια τους, μεταμορφώνοντας την και μεταμορφώνοντας και τον εαυτό τους μέσα από αυτήν τους την κίνηση. Βέβαια οι διεκδικητικές συλλογικές δράσεις δεν είναι φαινόμενα ανακλαστικά: οι κοινωνικές αντιστάσεις δεν προκύπτουν αυτόματα υπό την επήρεια της βραχυπρόθεσμης συγκυρίας αλλά αποτελούν αποτέλεσμα μακροχρόνιων επεξεργασιών της κοινωνικής πραγματικότητας. Το συμπέρασμα ότι η δράση είναι αναγκαία προκύπτει ακριβώς τη «στιγμή» που φαίνεται ότι τα πράγματα έχουν φτάσει σε ένα όριο και η ζωή δεν μπορεί να συνεχίσει με τους κανονικούς της ρυθμούς. Και από το αν υπάρχει εκείνη την στιγμή κάποιος που να φωτίσει το δρόμο που οδηγεί έξω από το λαβύρινθο.
ΠΗΓΗ: kommon.gr