Γη, χωρίς ψωμί…ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΤΩΝΑΚΟΣ
Έχουμε μια δυσκολία σήμερα να κοιτάξουμε όπως πρέπει το παρελθόν για να καταλάβουμε ποιοι είμαστε και πως φτάσαμε μέχρι εδώ.
Ξεχνάμε πως το λίγο ή το πολύ που μας δόθηκε το οφείλουμε σε κάποιους διαβόλους που δεν συμβιβάστηκαν με τη μιζέρια, την αθλιότητα και την αδικία. Ένας τέτοιος διάβολος υπήρξε ο Ισπανός σκηνοθέτης Λουί Μπουνιουέλ.
Ο παραβατικός αυτός κινηματογραφιστής έφτιαξε την ταινία «Γη, χωρίς ψωμί» δείχνοντας με την οξυμένη καλλιτεχνική του όραση τις άθλιες συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι άνθρωποι σε μια περιοχή της Ισπανίας κοντά στη Salamanca.
Μια περιοχή που είχε μείνει μακριά από κάθε έννοια προόδου και ευημερίας.
Ο Bunuel άκουσε και διάβασε γι’ αυτήν και όταν την επισκέφθηκε αποφάσισε να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ.
Το Las Hurdes είναι μια κοιλάδα με πενήντα χωριά που δεν ξέρουν τι θα πει ψωμί, που ζουν σε σπίτια χωρίς καμινάδες, που το καλοκαίρι τρέφονται μόνο με άγουρα κεράσια, που μετακινούνται χιλιόμετρα για να βρουν μια δουλειά ή για να θάψουν τους νεκρούς τους, που δεν τραγουδάνε ποτέ, που πεθαίνουν από δυσεντερίες ή από ελονοσία, που μαθαίνουν στο σχολείο ότι πρέπει να σέβονται την ιδιοκτησία, όταν οι ίδιοι δεν έχουν ιδιοκτησία και ζουν στην πιο έσχατη εξαθλίωση.
Ο λόγος ο οποίος εκφέρεται από αόρατο ομιλητή είναι στεγνός και περιγραφικός, όπως θα συνέβαινε σε ένα επιστημονικό ντοκιμαντέρ.
Η ταινία συνοδεύεται από την 4η συμφωνία του Brahms, μουσική ρομαντική, σε προφανή αντίθεση με το περιεχόμενο και την εικόνα.
Η Ισπανική κυβέρνηση απαγόρευσε την ταινία ως προσβλητική για την χώρα.
Χρηματοδότης του εγχειρήματος ήταν ένας φίλος του Bunuel, καθηγητής σχεδίου, ο οποίος του είχε πει πως αν κερδίσει το λαχείο, θα του δώσει χρήματα να κάνει μια ταινία. Όταν το κέρδισε, κράτησε το λόγο του, δίνοντας την ευκαιρία στον Bunuel να γυρίσει την τρίτη μόλις ταινία του (μετά τον Ανδαλουσιανό σκύλο και τη Χρυσή εποχή), αποτυπώνοντας πάνω στο φιλμ πάνω από 27 λεπτά ανθρωπογεωγραφίας του απόλυτου περιθωρίου.
Αιμομιξία, δυστυχία, χάσμα ανάμεσα στην εκκλησία και την εκπαίδευση από τη μία και τον κόσμο από την άλλη. Τα όσα μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο έρχονται σε σύγκρουση με την πραγματικότητα γύρω τους.
Η ταινία δημιουργεί τριπλό σοκ: με την εικόνα της φτώχειας, ασιτίας, αρρώστιας, με το ξερό ρεαλιστικό σχόλιο της (ο ήχος γράφτηκε το 1937) και με τη μουσική του Brahms.
Δυο χρόνια πριν το θάνατό του ο Μπουνιουέλ κυκλοφόρησε ένα είδος αποκαλυπτικών απομνημονευμάτων με τίτλο «Η τελευταία μου πνοή». Εκεί αναφέρει τα εξής:
«Ο δάσκαλος Ραμόν Αθίν που ήταν αναρχικός χρηματοδότησε το γύρισμα της ταινίας, αφού είχε κερδίσει χρήματα από ένα λαχείο. Είχε μαζευτεί ένα γκρουπ γύρω από τον ποιητή Πιέρ Υνίκ και τον οπερατέρ Ελί Λοτάρ και πήγαμε στον καταραμένο τόπο Λας Χούρντες όπου είδαμε την ανικανότητα της Δυτικής Χριστιανικής Παιδείας και του αστικού ανθρωπισμού μεσ’ απ’ την αιμομιξία. Δυστυχία, χάσμα ανάμεσα στην εκπαίδευση και την εκκλησία από τη μια μεριά και τoν κόσμο από την άλλη. Τα γυρίσματα έγιναν βουβά και ο ήχος μπήκε το 1937 ενώ η μουσική ήταν από την Τέταρτη Συμφωνία του Μπραμς. Όταν τέλειωσα την κόπια εργασίας την έδειξα στο Παρίσι σε μερικούς φίλους, που ανάμεσά τους ήταν και ο Ζαν Κοκτώ, που με συμβούλεψε να την ¨μαζέψω¨. Τέλειωσα την κόπια όταν τέλειωσε και ο Εμφύλιος στην Ισπανία.»
πηγή