Η αγιοσύνη είναι ντεκαβλέ, ο Έρωτας θέλει αμαρτία…Μανόλης Κωνσταντάκης
ΠΡΟΣΟΧΗ: Το σχόλιο αυτό είναι ελευθερόστομο και περιέχει εκφράσεις καθημερινές που μπορεί κάποιους να ενοχλήσουν, αλλά αυτός είναι ο τρόπος γραφής μου και δεν απολογούμαι για αυτό, παρακαλώ αν ανήκετε σε αυτή την κατηγορία που ενοχλείται με την αθυροστομία, μην συνεχίσετε την ανάγνωση.
Έρωτας.
Έχουν γραφεί τόσα κι έχουν γίνει ακόμα περισσότερα στο όνομα του. Τα πιο σημαντικά είναι τα ανείπωτα.
Οι πόθοι που εκπληρώθηκαν σε ένα λυτρωτικό καμίνι στεναγμών και καταλάγιασαν τη δίψα τους πίνοντας τα υγρά των σωμάτων.
Οι πόθοι οι ανεκπλήρωτοι που έπλευσαν σε θάλασσες αλκοόλ και δακρύων.
Όλοι τον λατρέψαμε ως τον μόνο θεό ανθρώπινο, αυτόν που έκανε την ύπαρξη μας να πάλλεται από ευτυχία, μα ήρθαν και στιγμές που τον καταραστήκαμε με λύσσα κι απογοήτευση.
Ο Έρωτας δεν είναι τυφλός ξέρετε, εμείς τυφλωνόμαστε.
Σύμφωνα με κάποιο παραμύθι τυφλώθηκε από τα αγκάθια των τριαντάφυλλων σε ένα παιχνίδι κρυφτού που διοργάνωσε η Τρέλα με τα υπόλοιπα συναισθήματα του ανθρώπου. Από τότε είναι οδηγός του. Έτσι λέει το παραμύθι τουλάχιστον, αλλά επειδή είμαι κι ο ίδιος παραμυθάς, δεν το πιστεύω. Αυτό που θεωρώ πως έγινε είναι ότι ο Έρωτας πόθησε παράφορα τη Τρέλα που είναι όμορφη πολύ κι επειδή κανόνες όπως κι ο Πόλεμος δεν γνωρίζει, την ξεγέλασε. Από τότε είναι αχώριστοι, πάνε παντού μαζί. Κι όσοι κι όσες ερωτεύονται, αποκτούν τη θεϊκή αυτή τρέλα που δεν γνωρίζει όρια και σύνορα, ούτε τάξεις, ηλικίες, φύλα και άλλες ανθρώπινες τεχνητές αηδίες.
Είναι μια τρέλα απόλυτα άναρχη, ολοκληρωτική, αυθύπαρκτη, είναι ζωή, αυτή είναι η ζωή.
Ο άνθρωπος ως είδος έχει μια κατάρα όμως, ότι αγγίζει, το λεκιάζει, το φθείρει, προσπαθεί να το βάλει σε κουτάκια, όπως μπήκε κι ο ίδιος, ζητά την επιβεβαίωση της ύπαρξης του μέσα από την κυριαρχία, την κατοχή, τον εξουσιασμό και τέλος από αυτό που θεωρεί κέντρο της ζωής, το χρήμα.
Ποθεί το πραγματικό κέντρο, αλλά το φοβάται κιόλας, μπορεί και να το ντρέπεται. Τον ποθεί και τον φοβάται τον Έρωτα, γιατί αυτός με τη Τρέλα του είναι στοιχείο αναρχικό κι ανυπάκουο, αρνείται να μπει σε κουτάκια και συμβάσεις, αρνείται να υποταχτεί, να γίνει τζουτζές κι εμπόρευμα. Είναι λεύτερος και ζωντανός. Μας ξέρει, ξέρει τι κάνουμε, οριοθετούμε, κατέχουμε και πουλάμε ή αγοράζουμε.
Ό,τι οριοθετούμε μέσα σε πλαίσια και στεγανά, ασφυκτιά, αρρωσταίνει, εκφυλίζεται και στο τέλος περιφέρεται νεκροζώντανο πτώμα, έκθεμα και ατραξιόν στην προσομοίωση ζωής που πλέουμε όλοι. Είναι πιο παλιός από μας και μας περιπαίζει ή μας αφήνει να παίξουμε μαζί του.
Δέχτηκε να πάρει μέρος στις γιορτές μας, όσο αυτές ζωντανά τον πραγμάτωναν μένοντας πιστές στο δώρο του, ανυπόκριτα κι ολοκληρωτικά με την αφέλεια και την αφοσίωση της θρησκευτικής πίστης. Αλλά θρησκεία ο ίδιος ήξερε πως δεν μπορούσε, δεν ήθελε να γίνει, ήταν ενάντια στη φύση του οι κανόνες, οι απαγορεύσεις, οι διαταγές και το χειρότερο όλων οι αφέντες της θρησκείας, της κάθε θρησκείας, οι παπάδες, σε όλες τους τις εκδοχές. Είναι μια ράτσα ανθρώπων που παίρνουν τον μεταφυσικό φόβο ή πόθο και τον μετατρέπουν σε υποταγή και χρυσάφι. Με αυτούς ο Έρωτας δεν θέλει σχέση και στην πραγματικότητα κι οι παπάδες φοβούνται να έχουν σχέση μαζί του. Αυτό όμως δεν τους εμπόδισε να βγάλουν κι από αυτόν χρήματα, πάντα ήταν οι καλύτεροι έμποροι αυτοί. Έτσι έφτιαξαν γιορτές και τελετές προς τιμήν του, στην πραγματικότητα όμως για να τον υποτάξουν. Και για χρόνια νόμιζαν πως το πέτυχαν.
Στην αρχαία Αθήνα το δεύτερο δεκαπενθήμερο του μήνα Γαμηλιώνα, γιόρταζαν τα θεογάμια προς τιμήν της Ήρας και του Δία που ήταν μέγας γαμίκουλας και την είχε ταράξει στο κέρατο τη θεά. Στην αρχαία Ρώμη αντίστοιχα, γιόρταζαν τα Λουπερκάλλια, προς τιμήν του Φαύνου (κάτι σαν τον Πάνα). Και στις δύο γιορτές το γαμήσι πήγαινε σύννεφο και φχαριστιόταν ο κοσμάκης και ξέδινε, γιορτές της γονιμότητας ήταν. Τον 5ο περίπου αιώνα Εκκλησία κατά την πάγια και προσφιλή τακτική της, αντικατέστησε αυτές τις όμορφες γιορτές με έναν ντεκαβλέ (απαραίτητη προϋπόθεση αγιότητας το ντεκαβλέ) Άγιο, τον Βαλεντίνο, που κατσικώθηκε μέχρι σήμερα. Μετά ήρθε ο μεσαίωνας κι οι παπαριές περι ιπποτικού έρωτος κλπ, και φτάσαμε αγκομαχώντας και κρυφογαμώντας μέχρι σήμερα. Στο μεταξύ ανακαλύψαμε τη σοκολάτα, το εμπόριο και η διαφήμιση αναπτύχθηκε και τα άλλα τα ξέρετε μη τα λέμε.
Όμως ο Έρωτας όπως είπαμε δεν μπαίνει σε κουτάκια, ούτε φοράει στολές και ρούχα, δεν έχει ανάγκη ναούς, πάντα ζούσε στις καρδιές και μιλούσε με τα σώματα. Έτσι επέζησε παρόλη την ανθρωπότητα που του έλαχε κι έτσι θα ζεί.
Στη καύλα των εραστών, στο σμίξιμο, στον πυρετό και την ένταση του οργασμού, στα βογγητά και στα γέλια.
Κάθε μέρα, κάθε στιγμή, γιατί αυτός είναι ο πραγματικός χρόνος, ένας πραγματικός θεός που δεν θέλει ναούς και τελετουργικά πέρα από ένα παθιασμένο γαμήσι με την απόλυτη καύλα του. Αυτό είναι ο ύμνος του.
Τιμωρεί τους ασεβείς με την απουσία του.
Μαραίνεται ο άνθρωπος τότε, στοιχειώνει κι αποζητά αυτό που δεν μπορεί να έχει. Αν το ποθήσει με όλη του την καρδιά, τότε ο Έρωτας επιστρέφει με χαρά και χωρίς να μετράει τα παλιά. Γιατί ο Έρωτας δεν μπορεί παρά να είναι χαρά. Απλώς δεν του αρέσει να μπάινει σε κουτάκια.
Σήμερα είναι το κατεξοχήν κουτάκι του έρωτα, όχι του αληθινού Έρωτα όμως. Του έρωτα των παπάδων και των εμπόρων. Κι όσοι είμαστε ερωτευμένοι, σήμερα τρώμε σοκολάτες απενοχοποιημένα και γελάμε. Γελάμε και κλείνουμε το μάτι με νόημα στον Έρωτα μας.
Αυτά τα ολίγα για την ημέρα, που προσωπικά αξίζει μόνο γιατί βρίσκω δικαιολογία να φάω τόσες σοκολάτες μέχρι να λιγώσω.
Γράφει ο Μανόλης Κωνσταντάκης