Η υγεία και η εξέλιξη του πολιτισμού
Οι πρώτοι πληθυσμοί που έκαναν την εμφάνισή τους κατά την προϊστορία, επιβιώνουν εκπληκτικά καλά αν τους συγκρίνουμε με την πραγματική καταγραφή της ανθρώπινης ιστορίας και όχι με τις ρομαντικές εικόνες της πολιτισμικής εξέλιξης. Ο πολιτισμός δεν υπήρξε τόσο επιτυχής στην εγγύηση της ανθρώπινης ευημερίας, όπως μας αρέσει να πιστεύουμε, τουλάχιστον στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας μας. Προφανώς, οι βελτιώσεις στην τεχνολογία και στην οργάνωση δεν αντισταθμίζουν εξ ολοκλήρου τις απαιτήσεις που προκύπτουν από την αύξηση του πληθυσμού· πάρα πολλά από τα σχέδια και τις δραστηριότητες των πολιτισμένων τρόπων ζωής έχουν δημιουργήσει και αρνητικές επιπτώσεις παράλληλα με τα οφέλη.
Δεν υπάρχουν στοιχεία ούτε από εθνογραφικές αναφορές, ούτε από αρχαιολογικές ανασκαφές που να υποδηλώνουν ότι τα ποσοστά του τυχαίου τραυματισμού ή της διαπροσωπικής βίας μειώθηκαν σημαντικά με την υιοθέτηση πιο πολιτισμένων μορφών οργάνωσης. Στην πραγματικότητα, κάποια στοιχεία από αρχαιολογικούς χώρους και από ιστορικές πηγές δείχνουν ακριβώς το αντίθετο.
Τα στοιχεία τόσο από τις εθνογραφικές περιγραφές των κυνηγών της σημερινής εποχής, όσο και από τα αρχαιολογικά ευρήματα, δείχνουν ότι η κύρια τάση όσον αφορά την ποιότητα και την ποσότητα της διατροφής του ανθρώπου ήταν πτωτική. Οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες της σύγχρονης εποχής, αν και λιπόσαρκοι και περιστασιακά πεινασμένοι, μπορούν να απολαύσουν ένα επίπεδο πρόσληψης θερμίδων που υπερβαίνει τον εθνικό μέσο όρο πολλών μεγάλων χωρών του Τρίτου Κόσμου και που είναι γενικά υψηλότερο από αυτό των φτωχών ανθρώπων στον σύγχρονο κόσμο. Ακόμα και η καταγεγραμμένη ως πιο φτωχή, ομάδα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών απολαμβάνει μια πρόσληψη θερμίδων ανώτερη από αυτή των φτωχών ανθρώπων του σύγχρονου αστικού πληθυσμού. Οι προϊστορικοί κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες φαίνεται ότι είχαν απολαύσει πλουσιότερα περιβάλλοντα και καλύτερη διατροφή από ό, τι οι περισσότεροι των μεταγενέστερων πληθυσμών (τόσο οι πρωτόγονοι όσο και οι πολιτισμένοι). Όποτε έχουμε εξετάσει τους σκελετούς των σύγχρονων ανατομικά ανθρώπων, οι οποίοι έζησαν στα πρώτα προϊστορικά περιβάλλοντα που ήταν ακόμα πλούσια σε μεγάλα θηράματα, συχνά είναι σχετικά μεγαλόσωμοι άνθρωποι που εμφανίζουν, συγκριτικά, μικρές ενδείξεις κακής ποιότητος διατροφής. Η επακόλουθη τάση στο ανθρώπινο μέγεθος και το ανάστημα είναι ακανόνιστη, αλλά είναι πιο συχνά καθοδική από ό,τι ανοδική στα περισσότερα μέρη του κόσμου, μέχρι τον δέκατο ένατο ή τον εικοστό αιώνα.
Η διατροφή των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών φαίνεται να είναι συγκριτικά ισορροπημένη, ακόμη και όταν είναι χωρίς λίπη. Οι εθνογραφικές αναφορές για αυτές τις ομάδες, της σημερινής εποχής, δείχνουν ότι η πρόσληψη πρωτεΐνης είναι συνήθως αρκετά υψηλή, συγκριτικά με εκείνες των εύπορων σύγχρονων ομάδων και αρκετά πιο πάνω από το μέσο ποσοστό στον κόσμο. Η ανεπάρκεια πρωτεϊνών είναι σχεδόν άγνωστη σε αυτές τις ομάδες, και οι ελλείψεις βιταμινών και μεταλλικών στοιχείων είναι σπάνιες και συνήθως ήπιες σε σύγκριση με αναφορές για πολλούς πληθυσμούς του Τρίτου Κόσμου. Αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι οι συγκεκριμένες ελλείψεις, συμπεριλαμβανομένου του σιδήρου (αναιμία), της βιταμίνης D (ραχίτιδα), και, πιο αμφιλεγόμενα, της βιταμίνης C (σκορβούτο), καθώς και τα γενικά συμπτώματα πρωτεϊνικού υποσιτισμού και η αύξηση της καθυστέρησης της ανάπτυξης των παιδιών, έχουν γενικά αυξηθεί στους ιστορικούς χρόνους αντί να μειώνονται.
Μεταξύ των αγροτών, η αύξηση του πληθυσμού απαιτούσε όλο και πιο συχνή καλλιέργεια της γης και χρήση όλο και πιο ακατάλληλων προς καλλιέργεια εδαφών, με αποτέλεσμα τη μείωση της απόδοσής τους. Η τάση αυτή μπορεί και να είχε επηρεαστεί ή και όχι από τις τεχνολογικές βελτιώσεις στη γεωργία, όπως η χρήση των μεταλλικών εργαλείων, η εξειδίκευση του εργατικού δυναμικού, και οι αποδόσεις που συνδέονται με την παραγωγή μεγάλης κλίμακας που έχει την τάση να αυξάνει την ατομική παραγωγικότητα, καθώς και τη συνολική παραγωγή.
Όμως, ασχέτως αν η απόδοση της γεωργίας αυξήθηκε ή μειώθηκε, η διατροφή του ανθρώπου φαίνεται συχνά να έχει υποβαθμιστεί για μια σειρά από πολλούς λόγους: επειδή η όλο και πιο σύνθετη κοινωνία τοποθέτησε νέα εμπόδια μεταξύ των ανθρώπων και της ευέλικτης πρόσβασης σε πόρους, επειδή το εμπόριο συχνά ρούφηξε τους πόρους μακριά, επειδή ορισμένα τμήματα της κοινωνίας είχαν όλο και περισσότερο μόνο έμμεση πρόσβαση σε τροφή, επειδή οι επενδύσεις σε νέες τεχνολογίες για τη βελτίωση της παραγωγής επικέντρωσαν την εξουσία στα χέρια λίγων, έτσι ώστε τα οφέλη τους δεν ήταν μοιρασμένα, και ίσως επειδή υπήρξε ολοκληρωτική εκμετάλλευση και αποστέρηση για ορισμένα τμήματα της κοινωνίας. Επί πλέον, οι πιο πολύπλοκες κοινωνίες θα έπρεπε να αφιερώσουν ένα αυξανόμενο ποσό της παραγωγικής ενέργειάς τους στον ανταγωνισμό μεταξύ τους, την διατήρηση της τάξης εντός τους, τις τελετές χάριν της συνοχής τους, καθώς και τα προνόμια των λίγων, αντί να εστιάσει στην βιολογική διατήρηση των ατόμων.
Σε κάθε περίπτωση, η δημοφιλής εντύπωση ότι η διατροφή έχει βελτιωθεί μέσα από την ιστορία αντικατοπτρίζει την αφθονία του εικοστού αιώνα και φαίνεται πως έχει να κάνει, τόσο με την τάξη των προνομιούχων, όσο και με μια συνολική αύξηση της παραγωγικότητας. Ούτε οι κατώτερες τάξεις των προϊστορικών χρόνων και των κλασικών αυτοκρατοριών, ούτε ο σύγχρονος Τρίτος Κόσμος έχουν χαρεί τη βελτίωση της πρόσληψης θερμίδων· η κατανάλωση ζωικών πρωτεϊνών φαίνεται να έχει μειωθεί για όλες τις ομάδες εκτός από τις προνομιούχες.
Δεν υπάρχουν σαφείς ενδείξεις ότι η εξέλιξη του πολιτισμού έχει μειώσει τον κίνδυνο της δραματικής ελάττωσης των πόρων και της πείνας με τόση επιτυχία όση θα θέλαμε να πιστεύουμε. Περιστατικά πείνας συμβαίνουν μεταξύ ομάδων κυνηγών-τροφοσυλλεκτών, επειδή οι φυσικοί πόροι εξαφανίζονται και επειδή έχουν περιορισμένη δυνατότητα, είτε στο να αποθηκεύσουν, είτε στο να μεταφέρουν τα τρόφιμα. Ο κίνδυνος της πείνας αντισταθμίζεται, εν μέρει, από την σχετική ελευθερία των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών να μετακινούνται και να βρουν νέους πόρους, αλλά είναι σαφές ότι με την περιορισμένη τεχνολογία μεταφοράς δεν μπορούν να κινηθούν ούτε πολύ μακριά, ούτε αρκετά γρήγορα για να ξεφύγουν από τις σοβαρές διακυμάνσεις της ποσότητας των φυσικών πόρων. Όμως, κάθε μία από τις στρατηγικές που οι μόνιμα εγκατεστημένοι και πολιτισμένοι πληθυσμοί χρησιμοποιούν για τη μείωση ή την εξάλειψη των επισιτιστικών κρίσεων, δημιουργούν κόστη και κινδύνους παράλληλα με τα οφέλη.
Η υποβοήθηση των οικονομιών αναζήτησης τροφής από καλλιέργειες μικρής κλίμακας μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του κινδύνου της εποχικής πείνας, ιδιαίτερα σε πυκνοκατοικημένα και εξαντλημένα περιβάλλοντα. Η επιδεξιότητα και η προστασία των ειδών που συμμετέχουν στην γεωργία μπορεί να βοηθήσει στη μείωση του κίνδυνου της αποτυχίας των καλλιεργειών. Η αποθήκευση των τροφίμων στις μόνιμα εγκατεστημένες κοινότητες μπορεί, επίσης, να βοηθήσει στην προστασία του πληθυσμού από εποχιακές ελλείψεις ή αποτυχία των καλλιεργειών. Αλλά τα πλεονεκτήματα αυτά μπορούν να αντισταθμιστούν από τη μεγαλύτερη ευπάθεια που συχνά εμφανίζουν τα εγχώρια είδη καλλιεργειών, εξ αιτίας κλιματικών διακυμάνσεων ή άλλων φυσικών καταστροφών, ευπάθεια που στη συνέχεια επιδεινώθηκε από την εξειδικευμένη φύση ή την περιορισμένη στόχευση πολλών γεωργικών συστημάτων. Τα πλεονεκτήματα αντισταθμίζονται επίσης από την απώλεια της κινητικότητας που προκύπτει από την γεωργία και την αποθήκευση, τα όρια και τις αποτυχίες των πρωτόγονων συστημάτων αποθήκευσης, καθώς και από το ευάλωτο των μόνιμα εγκατεστημένων κοινοτήτων στην πολιτική δέσμευσης των αποθηκευμένων πόρων τους.
Παρά το γεγονός ότι η εντατικοποίηση της γεωργίας επέκτεινε την παραγωγή, ενδέχεται να αύξησε τους κινδύνους τόσο σε φυσικό, όσο και σε πολιτιστικό επίπεδο, αυξάνοντας τον κίνδυνο εξάντλησης του εδάφους σε κεντρικές περιοχές καλλιέργειας και τον κίνδυνο ανεπάρκειας της σοδειάς σε ακατάλληλες προς καλλιέργεια εκτάσεις. Επενδύσεις όπως η άρδευση για τη διατήρηση ή την αύξηση της παραγωγικότητας μπορεί να συμβάλλουν στην προστασία του εφοδιασμού τροφίμων, αλλά δημιουργούνται νέοι ενδογενείς κίνδυνοι και εισάγουν νέες μορφές αστάθειας, καθιστώντας την παραγωγή πιο ευάλωτη σε οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να διαταράξουν ή να στρεβλώσουν το πρότυπο της επένδυσης. Ομοίως, η εξειδίκευση της παραγωγής αύξησε την ποικιλία των προϊόντων που θα μπορούσαν να κατασκευαστούν, καθώς και τη συνολική απόδοση της παραγωγής· τοποθέτησε, όμως, μεγάλα τμήματα του πληθυσμού στο έλεος των άστατων συστημάτων ανταλλαγής ή των εξ ίσου άστατων κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Η σύγχρονη αποθήκευση και μεταφορά μπορεί να μειώσει την ευπάθεια από φυσικές καταστροφές, αλλά αυξάνει την ευπάθεια σε διαταραχές που οφείλονται σε τεχνολογικούς ή πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες των ίδιων των συστημάτων μεταφοράς και αποθήκευσης. Τα συστήματα μεταφοράς και αποθήκευσης είναι δύσκολο και δαπανηρό να διατηρηθούν. Οι κυβερνήσεις που έχουν την εξουσία να μεταφέρουν μεγάλες ποσότητες τροφίμων σε μεγάλες αποστάσεις για να αντισταθμίσουν την πείνα, όπως και την δύναμη να τονώσουν τις επενδύσεις σε συστήματα προστασίας της αποθήκευσης και μεταφοράς, έχουν επίσης και μπορούν να ασκήσουν την εξουσία άρνησης της βοήθειας και εκτροπής των επενδύσεων. Οι ίδιοι οι μηχανισμοί της αγοράς που διευκολύνουν την ταχεία διακίνηση των προϊόντων σε μεγάλη κλίμακα και μπορούν να βοηθήσουν ώστε να αποφευχθεί η πείνα, δημιουργούν επίσης πρότυπα διεθνούς ανταγωνισμού στην παραγωγή και την κατανάλωση που μπορεί να απειλήσουν με πείνα εκείνα τα άτομα που εξαρτώνται από τις παγκόσμιες αγορές για την προμήθεια των τροφίμων τους, ένα συνεχώς αυξανόμενο ποσοστό του παγκόσμιου πληθυσμού.
Συνεπώς, δεν είναι σαφές, θεωρητικά, ότι ο πολιτισμός διασφαλίζει την διατροφική επάρκεια του ατόμου. Διάφορα στοιχεία που έχουν δει το φως της δημοσιότητας καταδεικνύουν πως, ούτε η καταγραφή των εθνογραφικών μελετών και της ιστορίας, ούτε η αρχαιολογία παρέχει σαφή ένδειξη της προοδευτικής αύξησης τού δείκτη εξασφάλισης των προμηθειών του ανθρώπου σε τρόφιμα, (σε σύγκριση με το συνολικό μέγεθος παραγωγής), με την εξέλιξη του πολιτισμού.
Παρόμοιες διαπιστώσεις μπορούν να γίνουν με αναφορά στην φυσική ιστορία των μολυσματικών ασθενειών. Τα στοιχεία δείχνουν ότι οι προϊστορικοί κυνηγοί και οι πληθυσμοί τροφοσυλλεκτών θα είχαν υποστεί λιγότερες λοιμώξεις και θα είχαν συνολικά χαμηλότερα ποσοστά παρασίτων από τους περισσότερους πληθυσμούς ανά τον κόσμο, με εξαίρεση αυτούς του περασμένου αιώνα κατά τον οποίον τα αντιβιοτικά είχαν αρχίσει να προσφέρουν σοβαρή προστασία ενάντια στις λοιμώξεις.
Οι κυριότερες μεταδοτικές ασθένειες που αντιμετώπισαν οι μεμονωμένες ομάδες κυνηγών και τροφοσυλλεκτών πιθανά είχαν δύο τύπους: των ζωονοσογόνων ασθενειών, που προκαλούνται από οργανισμούς των οποίων ο κύκλος ζωής ήταν σε μεγάλο βαθμό ανεξάρτητος από τις ανθρώπινες συνήθειες και των χρόνιων ασθενειών, που κολλούσαν άμεσα από άτομο σε άτομο, η μετάδοση των οποίων ήταν απίθανο να είχε περιορισθεί λόγω του μικρού μεγέθους της ομάδας. Από τις δύο κατηγορίες, οι ζωονοσογόνες λοιμώξεις είναι αναμφίβολα η πιο σημαντική κατηγορία. Είναι πιθανό να ήταν σοβαρές ή ακόμη και άμεσα θανατηφόρες, επειδή ήταν κακώς προσαρμοσμένες στους ανθρώπους-ξενιστές. Επί πλέον, οι ζωοανθρωπονόσοι μπορεί να είχαν σημαντικό αντίκτυπο στους μικρούς πληθυσμούς με την εξάλειψη των ικανών να παράγουν ενηλίκων. Αλλά, από άλλη άποψη, οι επιπτώσεις τους θα ήταν περιορισμένες, επειδή δεν είχαν περάσει από άτομο σε άτομο.
Λόγω της κινητικότητας και της διαχείρισης των πτωμάτων των ζώων, οι κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες είναι πιθανό να είχαν εκτεθεί σε ένα ευρύτερο φάσμα ζωονοσογόνων λοιμώξεων σε σχέση με τους πιο πολιτισμένους πληθυσμούς. Η κινητικότητα μπορεί, επίσης, να τους είχε εκθέσει στην διάρροια «του ταξιδιώτη», στην οποία οι τοπικές μικροπαραλλαγές κάθε παρασίτου (συμπεριλαμβανομένων των ζωονοσογόνων) προκαλούσε επαναλαμβανόμενη πίεση για ανοσολογική απόκριση του οργανισμού.
Οι χρόνιες παθήσεις, οι οποίες μπορεί να εξαπλωθούν μεταξύ μικρών απομονωμένων ομάδων, φαίνεται να ήταν σχετικά ασήμαντες, αν και αποτελούν αναμφισβήτητα μια επιβάρυνση από νόσο που μπορεί συχνά να θεραπεύεται ταχέως με την ιατρική του εικοστού αιώνα. Αρχικά, οι χρόνιες παθήσεις φαίνεται να προκαλούν σχετικά μικρή νοσηρότητα στους επί μακρόν εκτεθειμένους. Επί πλέον, τα σκελετικά στοιχεία δείχνουν ότι ακόμη και μια δερματική ασθένεια (π.χ. η τροπική μόρωση), όπως και άλλες κοινές λοιμώξεις χαμηλού βαθμού (περιοστίτιδα) που σχετίζονται με μολύνσεις από οργανισμούς συνηθισμένους σήμερα στο ανθρώπινο περιβάλλον, ήταν συνήθως λιγότερο συχνές και λιγότερο σοβαρές μεταξύ των μικρών, πρώτων μετακινούμενων πληθυσμών από ό,τι μεταξύ των πιο μόνιμα εγκατεστημένων και πολυάριθμων ανθρώπινων ομάδων. Παρόμοια επιχειρήματα φαίνεται να ισχύουν για τη φυματίωση και τη λέπρα, αν κρίνουμε από τα στοιχεία των σκελετών. Ακόμα κι αν οι επιδημιολόγοι παραδέχονται τώρα ότι η φυματίωση θα μπορούσε να είχε εξαπλωθεί και να επιμείνει στις μικρές ομάδες, τα στοιχεία δείχνουν με συντριπτικό τρόπο ότι είναι κατά κύριο λόγο μια ασθένεια των πυκνών αστικών πληθυσμών.
Ομοίως, η χρόνια εντερική μόλυνση από βακτήρια, η λοίμωξη από πρωτόζωα και παράσιτα ελμίνθων (σ.τ.μ.: είδος σκουληκιών), μολονότι εμφανίζουν σημαντική διακύμανση στην εμφάνιση, σύμφωνα με το φυσικό περιβάλλον, φαίνεται γενικά να ελαχιστοποιούνται στις μικρές μετακινούμενες ομάδες. Τουλάχιστον, η επικράτηση των συγκεκριμένων παρασίτων και το φορτίο του παρασίτου, ή το μέγεθος της ατομικής δόσης, ελαχιστοποιείται, αν και σε κάποια περιβάλλοντα η κινητικότητα φαίνεται πράγματι να έχει αυξήσει την ποικιλία των παρασίτων με τα οποία έρχονται οι άνθρωποι αντιμέτωποι. Εθνογραφικές παρατηρήσεις δείχνουν ότι τα φορτία παρασίτων συχνά είναι σχετικά χαμηλά σε ομάδες που μετακινούνται και συνήθως αυξάνουν όταν υιοθετείται η μόνιμη εγκατάσταση. Παρόμοιες παρατηρήσεις υποδηλώνουν ότι οι εντερικές προσβολές είναι συνήθως πιο σοβαρές σε μόνιμα εγκατεστημένους πληθυσμούς από ό,τι σε πιο κινητικούς γείτονές τους. Τα στοιχεία δείχνουν, επίσης, ότι οι πρωτόγονοι πληθυσμοί συχνά εμφανίζουν καλύτερη απόκριση στα αυτόχθονα παράσιτά τους (δηλαδή, λιγότερα συμπτώματα της νόσου ανάλογα με το φορτίο του παρασίτου τους) από ό,τι θα περιμέναμε. Τα αρχαιολογικά στοιχεία δείχνουν ότι, στο μέτρο που μπορεί να μετρηθεί το φορτίο των εντερικών παρασίτων σε σχέση με τα αποτελέσματά του στη συνολική διατροφή (για παράδειγμα, σχετικά με τα ποσοστά της αναιμίας), οι λοιμώξεις αυτές ήταν σχετικά ήπιες στους πρώιμους ανθρώπινους πληθυσμούς, αλλά έγιναν όλο και πιο σοβαρές, καθώς οι πληθυσμοί αυξήθηκαν σε αριθμό και εγκαταστάθηκαν κάπου μόνιμα. Σε μία περίπτωση, όπου έγινε συγκριτική ανάλυση των αρχαιολογικών μουμιών από διαφορετικές περιόδους, υπάρχει άμεση απόδειξη της αύξησης των παθολογικών εντερικών βακτηρίων με την υιοθέτηση της μόνιμης εγκατάστασης. Σε μια άλλη περίπτωση, η ανάλυση των περιττωμάτων έχει καταγράψει μια αύξηση σε εντερικά παράσιτα λόγω της μόνιμης εγκατάστασης.
Πολλές σημαντικές λοιμώξεις μεταφερόμενες από έντομα ή ζώα μπορεί, επίσης, να ήταν λιγότερο σημαντικές μεταξύ των προϊστορικών κυνηγών-τροφοσυλλεκτών από ό,τι είναι στον σύγχρονο κόσμο. Οι συνήθειες των φορέων αυτών των σοβαρών ασθενειών, όπως η ελονοσία, η σχιστοσωμίαση και η βουβωνική πανώλη, δείχνουν ότι, μεταξύ των σχετικά μικρών ομάδων ανθρώπων χωρίς μεταφορικό μέσο πέρα από το περπάτημα, οι ασθένειες αυτές είναι απίθανο να έχουν προκαλέσει κάτι σοβαρό, όπως το βάρος της νοσηρότητας και της θνησιμότητας που προκάλεσαν στους ιστορικούς και σύγχρονους πληθυσμούς.
Η επιδημιολογική θεωρία προβλέπει, περαιτέρω, την αποτυχία των περισσότερων επιδημικών ασθενειών να εξαπλωθούν σε μικρούς απομονωμένους πληθυσμούς ή σε ομάδες μετρίου μεγέθους που συνδέονται μόνο με την σωματική τους μετακίνηση. Επί πλέον, οι μελέτες σε δείγματα αίματος σύγχρονων απομονωμένων ομάδων δείχνουν ότι, παρ’ όλο που το μικρό τους μέγεθος και η απομόνωση δεν είναι μια πλήρης εγγύηση κατά της μετάδοσης των ασθενειών αυτών στην περιοχή, η διασπορά από ομάδα σε ομάδα είναι τυχαία και ακανόνιστη. Το πρότυπο υποδηλώνει ότι οι σύγχρονοι απομονωμένοι πληθυσμοί κινδυνεύουν από επιδημίες από τη στιγμή που οι ασθένειες αυτές συντηρούνται από τους πολιτισμένους πληθυσμούς. Αυτό φαίνεται να επιβεβαιώνει τις προβλέψεις ότι τέτοιες ασθένειες θα μπορούσαν και να μην έχουν ακμάσει και εξαπλωθεί, επειδή δεν θα ήταν δυνατόν να έχουν μεταδοθεί σε έναν κόσμο που κατοικείται εξ ολοκλήρου από μικρές και απομονωμένες ομάδες, στις οποίες δεν θα υπήρχαν πολιτισμένες δεξαμενές των ασθενειών και όλες οι μετακινήσεις των ασθενειών θα μπορούσαν να συμβαίνουν μόνο με την ταχύτητα του περπατήματος των ανθρώπων.
Επί πλέον, συντριπτικά ιστορικά στοιχεία δείχνουν ότι οι μεγαλύτερες τιμές της νοσηρότητας και του θανάτου από λοίμωξη σχετίζονται με την εισαγωγή νέων ασθενειών από μία περιοχή του κόσμου σε μιαν άλλη, μέσα από διαδικασίες που συνδέονται με την πολιτισμένη μεταφορά εμπορευμάτων σε ταχύτητες και αποστάσεις έξω από την περιοχή στην οποία συνήθως έβγαιναν για κυνήγι και συλλογή οι ομάδες. Οι κοινωνίες μικρής κλίμακας μετακινούν τους ανθρώπους μεταξύ ομάδων και απολαμβάνουν περιοδικό συγχρωτισμό και διασπορά, αλλά δεν διανύουν τις αποστάσεις που σχετίζονται με τα ιστορικά και σύγχρονα θρησκευτικά προσκυνήματα ή τις στρατιωτικές εκστρατείες, ούτε κινούνται με την ταχύτητα των σύγχρονων μορφών μεταφοράς. Η αύξηση στη μετακίνηση των ανθρώπων και την μεταφορά των εξωγενών ασθενειών φαίνεται πιθανό να έχει πολύ πιο σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία, από το μικρό βάρος της διάρροιας «του ταξιδιώτη» που επιβλήθηκε από τις μικρής κλίμακας μετακινήσεις των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών.
Οι προϊστορικοί πληθυσμοί κυνηγών και τροφοσυλλεκτών μπορεί, επίσης, να έχουν ένα άλλο σημαντικό πλεονέκτημα σε σχέση με πολλές άλλες πολιτισμένες ομάδες. Λαμβάνοντας υπ’ όψη την ευρέως αναγνωρισμένη (και εν γένει θετική ή συνεργιστική) συσχέτιση του υποσιτισμού και των ασθενειών, η σχετικά καλή διατροφή των κυνηγών-τροφοσυλλεκτών μπορεί περαιτέρω να τους θωράκισε κατά των λοιμώξεων, που θα συναντούσαν.
Σε κάθε περίπτωση, από τα στοιχεία των σκελετών φαίνεται να προκύπτει ότι τα σοβαρά επεισόδια στρες που αναστάτωσαν την ανάπτυξη των παιδιών (οξεία επεισόδια λοίμωξης ή επιδημίες ή επεισόδια έλλειψης πόρων και πείνας) δεν μειώθηκαν και αν μη τι άλλο έγιναν όλο και περισσότερο συνηθισμένα με την εξέλιξη του πολιτισμού κατά τους προϊστορικούς χρόνους.
Υπάρχουν, επίσης, ενδείξεις, κυρίως από εθνογραφικές πηγές, ότι οι πρωτόγονοι πληθυσμοί υποφέρουν από σχετικά χαμηλά ποσοστά πολλών εκφυλιστικών ασθενειών, σε σχέση τουλάχιστον με τους πιο εύπορους πληθυσμούς των σύγχρονων κοινωνιών, ακόμη και μετά από τις διορθώσεις που γίνονται για την διαφορετική ηλικιακή κατανομή μεταξύ των ενηλίκων. Οι πρωτόγονοι πληθυσμοί (κυνηγοί-τροφοσυλλέκτες, αγρότες που καλύπτουν εξ ολοκλήρου τις βασικές ανάγκες τους, καθώς και όλες οι ομάδες που δεν βασίζονται στα σύγχρονα επεξεργασμένα τρόφιμα) φαίνεται να έχουν αρκετά διατροφικά πλεονεκτήματα –έναντι των πιο εύπορων σύγχρονων κοινωνιών– τα οποία τούς προστατεύουν από πολλές εκ των ασθενειών που μας ταλαιπωρούν σήμερα. Η λιτή διατροφή τους, που περιελάμβανε τροφές με λίγες θερμίδες σε σχέση με τις θρεπτικές ουσίες, χαμηλές σε συνολικό λίπος (και ιδιαίτερα οι χαμηλές σε κορεσμένα λιπαρά), με υψηλή περιεκτικότητα σε κάλιο και με χαμηλή περιεκτικότητα σε νάτριο, κοινές σε τέτοιες ομάδες, φαίνεται να συμβάλλουν στην προστασία τους έναντι σειράς εκφυλιστικών καταστάσεων που μαστίζουν τους πιο εύπορους από τους σύγχρονους πληθυσμούς, συχνά σε αναλογία με την ευημερία τους. Ο σακχαρώδης διαβήτης φαίνεται να είναι εξαιρετικά σπάνιος σε πρωτόγονες ομάδες (τόσο στους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες, όσο και στους αγρότες), καθώς και τα προβλήματα του κυκλοφορικού, όπως η υψηλή αρτηριακή πίεση, οι καρδιακές παθήσεις και τα εγκεφαλικά επεισόδια. Ομοίως, οι διαταραχές που σχετίζονται με την κακή λειτουργία του εντέρου, όπως η σκωληκοειδίτιδα, η εκκολπωμάτωση, η διαφραγματοκήλη, οι κιρσοί, οι αιμορροΐδες και οι καρκίνοι του εντέρου, εμφανίζονται σπάνια. Οι τιμές πολλών άλλων τύπων καρκίνου, ιδίως του μαστού και του πνεύμονα, φαίνεται να είναι χαμηλές στις περισσότερες κοινωνίες μικρής κλίμακας, ακόμη και αν διορθωθούν για το μικρό ποσοστό των ηλικιωμένων που συχνά παρατηρείται. Ακόμη και αυτοί οι καρκίνοι που σήμερα θεωρούμε ότι είναι ασθένειες της υπανάπτυξης, όπως το λέμφωμα Burkitt και ο καρκίνος του ήπατος, μπορεί να είναι το ιστορικό προϊόν των αλλαγών στην ανθρώπινη συμπεριφορά, που αφορούν στην αποθήκευση των τροφίμων ή την υποβοηθούμενη από τον άνθρωπο εξάπλωση των λοιμώξεων που μεταφέρονται από έντομα ή ζώα. Τα στοιχεία των σκελετών υποδηλώνουν, μέσα από τη σπανιότητα των μεταστάσεων στα οστά, ότι οι καρκίνοι ήταν συγκριτικά σπάνιοι στην προϊστορία.
Η ιστορία του προσδόκιμου ζωής του ανθρώπου είναι πολύ πιο δύσκολο να περιγραφεί ή να συνοψιστεί με ακρίβεια, επειδή τα στοιχεία είναι τόσο αποσπασματικά και οι διαμάχες που εμπλέκονται στην ερμηνεία της είναι πάρα πολλές. Αλλά μόλις κοιτάξουμε πέρα από το πολύ υψηλό προσδόκιμο ζωής από τα μέσα του εικοστού αιώνα στις πλουσιότερες χώρες, τα υπάρχοντα δεδομένα φαίνεται, επίσης, να υποδηλώνουν ένα σχέδιο πιο πολύπλοκο και λιγότερο προοδευτικό από ό,τι έχουμε συνηθίσει να πιστεύουμε.
Σε αντίθεση με τις υποθέσεις που ήταν κάποτε ευρέως διαδεδομένες, η αργή ανάπτυξη των προϊστορικών πληθυσμών δεν συνεπάγεται απαραίτητα υψηλά ποσοστά θνησιμότητας. Αποδεικτικά στοιχεία χαμηλής γονιμότητας ή/και της χρήσης του ελέγχου των γεννήσεων από ομάδες μικρής κλίμακας υποδηλώνουν (αν χρησιμοποιήσουμε διαγράμματα σύγχρονης ζωής) ότι οι μέσες τιμές της αύξησης του πληθυσμού πολύ κοντά στο μηδέν θα μπορούσαν να έχουν διατηρηθεί από τις ομάδες μόνο με ιστορικά μέτρια θνησιμότητα (προσδόκιμο ζωής μεταξύ 25 έως 30 ετών από τη γέννηση, με 50 έως 60 τοις εκατό των βρεφών να ενηλικιώνονται, γεγονός που φαίνεται να ταιριάζει με αυτά που παρατηρήθηκαν σε εθνογραφικά και αρχαιολογικά δείγματα). Οι ομάδες αυτές θα είχαν εξισορροπήσει τη γονιμότητα, η οποία θα ήταν πιθανότατα κάτω από τους μέσους όρους των περισσότερο μόνιμα εγκατεστημένων σύγχρονων πληθυσμών. Η προϊστορική επιτάχυνση της αύξησης του πληθυσμού, μετά την υιοθέτηση της μόνιμης εγκατάστασης και της γεωργίας, αν δεν είναι ένα κατασκεύασμα της αρχαιολογικής ανασυγκρότησης, θα μπορούσε να εξηγηθεί από την αύξηση στη γονιμότητα ή την αλλαγή των αποφάσεων στον έλεγχο των γεννήσεων, που φαίνεται να συνοδεύουν τη μόνιμη εγκατάσταση και τη γεωργία. Η εξήγηση αυτή ταιριάζει στα δεδομένα που έχουμε στη διάθεση μας καλύτερα από οποιαδήποτε ανταγωνιστική υπόθεση.
Δεν είναι σαφές κατά πόσον η θέσπιση της μόνιμης εγκατάστασης ή της γεωργίας θα αύξανε ή θα μείωνε το ποσοστό των ατόμων που αποθνήσκουν, όπως τα βρέφη ή τα παιδιά. Τα πλεονεκτήματα της μόνιμης εγκατάστασης μπορεί να είχαν αντισταθμιστεί από τους κινδύνους που συνδέονται με την αυξημένη μόλυνση, την μικρότερη χρονική απόσταση μεταξύ των γεννήσεων, ή την αντικατάσταση τού μητρικού γάλατος από αμυλούχες κρέμες από και άλλα πιο θρεπτικά τρόφιμα απογαλακτισμού. Η εντατικοποίηση της γεωργίας και η υιοθέτηση ενός πιο πολιτισμένου τρόπου ζωής πιθανώς δεν μπόρεσε να βελτιώσει την επιβίωση των παιδιών μέχρι προ τινός. Τα ποσοστά βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας που παρατηρούνται στις μικρότερες σύγχρονες ομάδες (ή που ανακατασκευάστηκαν για τις προϊστορικές ομάδες) με λιγότερη βεβαιότητα δεν υπολείπονται των περισσοτέρων ευρωπαϊκών χωρών, μέχρι κάποια στιγμή στον δέκατο ένατο αιώνα και ήταν, στην πραγματικότητα, μικρότερα από τα αστικά ποσοστά παιδικής θνησιμότητας κατά το μεγαλύτερο μέρος του δέκατου ένατου αιώνα (και ενός μεγάλου μέρους του εικοστού αιώνα, σε πολλές πόλεις του Τρίτου Κόσμου).
Δεν υπάρχουν αποδεικτικά στοιχεία από τα αρχαιολογικά δείγματα που να υποδηλώνουν ότι το προσδόκιμο ζωής των ενηλίκων αυξήθηκε με την υιοθέτηση της μόνιμης εγκατάστασης ή της γεωργίας. Υπάρχουν εν τούτοις κάποια στοιχεία (που περιπλέκονται από τις συνέπειες μιας πιθανής επιτάχυνσης της αύξησης του πληθυσμού από δείγματα νεκροταφείων) που υποδηλώνουν ότι το προσδόκιμο ζωής των ενηλίκων μπορεί στην πραγματικότητα να έχει μειωθεί, από την εποχή που υιοθετήθηκε η γεωργία. Σε μεταγενέστερα στάδια της εντατικοποίησης της γεωργίας και της ανάπτυξης του πολιτισμού, το προσδόκιμο ζωής των ενηλίκων αυξήθηκε σημαντικά. Οι πληθυσμοί των αρχαιολογικών χρόνων, από την Εποχή του Σιδήρου ή ακόμη και τη Μεσαιωνική περίοδο στην Ευρώπη και τη Μέση Ανατολή ή από την Mισσισίππιαν περίοδο στην Βόρειο Αμερική, υποδηλώνουν συχνά ότι ο μέσος όρος των ενηλίκων πέθαιναν στα μέσα ή στα τέλη της τρίτης δεκαετίας. Αυτό το ποσοστό δεν διέφερε, ενώ μερικές φορές ήταν χαμηλότερο από τον μέσο όρο των πρώτων μεταγενέστερων πληθυσμών στις ίδιες περιοχές. Επί πλέον, η ιστορική βελτίωση του προσδόκιμου ζωής των ενηλίκων μπορεί να ήρθε ως αποτέλεσμα, τουλάχιστον εν μέρει, από την αύξηση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας και τη συνακόλουθη «επιλεκτική» φύση όσων εισέρχονταν στην ενηλικίωση, καθώς οι επιδημικές ασθένειες μετατόπιζαν το κέντρο βάρους τους από τους ενήλικες στα παιδιά.
Αυτά τα στοιχεία υποδηλώνουν σαφώς ότι πρέπει να επανεξετάσουμε τις ακαδημαϊκές και δημοφιλείς εικόνες της ανθρώπινης προόδου και της πολιτιστικής εξέλιξης. Έχουμε χτίσει τις εικόνες μας για την ανθρώπινη ιστορία αποκλειστικά από τις εμπειρίες των προνομιούχων τάξεων και πληθυσμών και έχουμε θεωρήσει πολύ στενή τη σχέση μεταξύ της τεχνολογικής προόδου και της προόδου για την ζωή του ατόμου.
Σε ακαδημαϊκό επίπεδο, τα στοιχεία αυτά, που συχνά υποδηλώνουν φθίνουσες αποδόσεις για την υγεία και τη διατροφή, τείνουν να υπονομεύσουν τα μοντέλα της πολιτισμικής εξέλιξης που βασίζονται στην τεχνολογική ανάπτυξη. Προσθέτουν βάρος στις θεωρίες της πολιτισμικής εξέλιξης που δίνουν έμφαση σε περιβαλλοντικούς περιορισμούς, στη δημογραφική πίεση, και τον ανταγωνισμό και την κοινωνική εκμετάλλευση, παρά στην τεχνολογική ή την κοινωνική πρόοδο, ως πρωτογενείς υποκινητές της κοινωνικής αλλαγής. Ομοίως, η αρχαιολογική απόδειξη ότι απομακρυσμένοι πληθυσμοί συχνά έχουν υποστεί υποβάθμιση στην υγεία τους, ως αποτέλεσμα της ένταξής τους σε ευρύτερες πολιτισμικές μονάδες, η καθαρή ταξική διαστρωμάτωση της υγείας στον πρώιμο και τον σύγχρονο πολιτισμό, και η γενική αποτυχία είτε του πρώιμου, είτε του σύγχρονου πολιτισμού για την προώθηση σαφών βελτιώσεων στην υγεία, τη διατροφή, ή την οικονομική ομοιόσταση για μεγάλα τμήματα του πληθυσμού τους μέχρι το πολύ πρόσφατο παρελθόν, όλα ενισχύουν τον ανταγωνισμό και τα εκμεταλλευτικά μοντέλα για την προέλευση και τη λειτουργία των πολιτισμένων κρατών.
Με απλά λόγια, νομίζω ότι πρέπει να επανεξετάσουμε ριζικά την παραδοσιακή αντίληψή μας ότι ο πολιτισμός αποτελεί πρόοδο για την ευημερία του ανθρώπου ή τουλάχιστον ότι το έπραξε για τους περισσότερους ανθρώπους κατά το μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας πριν από τον εικοστό αιώνα. Τα συγκριτικά στοιχεία απλά δεν υποστηρίζουν αυτή την εικόνα.
Από το ομώνυμο βιβλίο του Mark Nathan Cohen, σελ 131-141. –
Μετάφραση Κ.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 146, Φεβρουάριος 2015