Ἡ δικαιοσύνη στὴν ἄμεση δημοκρατία τῶν Ἀθηναίων
Οἱ ὑποστηρικτὲς τῆς ἄμεσης δημοκρατίας δὲν παραλείπουν νὰ προσφύγουν στὸ μεγαλεῖο τῆς ἄμεσης δημοκρατίας τῶν ἀρχαίων Ἀθηνῶν προκειμένου νὰ ὑποστηρίζουν τὶς κατ’ οὐσίαν ἀνεδαφικὲς ἀπόψεις τους. Διότι, τόσον οἱ φανεροὶ ὑποστηρικτὲς τῶν ἐξουσιαστικῶν θεσμῶν ὅσον καὶ οἱ λοιποὶ ἀριστερίζοντες ἢ ἀναρχίζοντες, ἀγνοοῦν ἢ ὑποβαθμίζουν τὴν ὑπαρκτὴ βαρβαρότητα, ποὺ ἴσχυε καὶ τῆς ὁποίας ἡ ἀναπαραγωγὴ μὲ ἐκσυγχρονιστικὰ φτιασιδώματα δὲν θὰ προσέφερε καμμία μετουσίωσιν τῶν ὑπαρχουσῶν συνθηκῶν.
Ὅποιοι ξεχνοῦν τὶς ρίζες τους σύντομα καταφεύγουν σὲ ἐξουσιαστικὰ ὑποκατάστατα ὅπως εἶναι ἡ ἄμεση δημοκρατία. Λησμονοῦν πὼς ἡ ἀπανθρωπιὰ τῶν ἐξουσιαστικῶν θεσμῶν εἴτε ἐγκαθιδρυθεῖ μὲ τὴν ἔμμεση συγκατάθεση (ψῆφο) τῶν ὑπηκόων (πολιτῶν), εἴτε μὲ τὴν ἄμεση δὲν ἀλλάζει κατ’ οὐσίαν. Ἔτσι, ἔχουμε τὴν ἀνάδειξιν τοῦ ἀναρχισμοῦ ὡς παραμέτρου τῆς ἐξουσιαστικῆς ἰδεολογίας.
Ἂς δοῦμε, ἐν προκειμένω, τὰ ἰσχύοντα κατὰ τὸν 4ον π.Χ. αἰῶνα, τὸν γνωστό μας «χρυσοῦν αἰῶνα» τοῦ Περικλέους.
Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, τὰ δικαστήρια βραδυποροῦν ἐπειδὴ οἱ Ἀθηναῖοι εἶναι φυγόδικοι. Ἐξ αἰτίας αὐτοῦ τοῦ γεγονότος ἐκλέγονται μὲ κλῆρο πολῖτες, ὡς δημόσιοι διαιτητές, οἱ ὁποῖοι θὰ πρέπει νὰ ἔχουν ὑπερβεῖ τὸ 60ον ἔτος τῆς ἡλικίας τους. Σὲ ἕναν ἐξ αὐτῶν, ὁ ὁποῖος ἐκλέγεται διὰ κλήρου τὴν τελευταίαν στιγμήν, ὑποβάλλουν τὰ αἰτήματά τους οἱ ἑκάστοτε διάδικοι καταβάλλοντες ἕνα μικρὸν ποσόν. Ἐὰν αὐτὸς δὲν κατορθώση νὰ τοὺς συμβιβάση ἐκφράζει τὴν κρίσιν του ἐνόρκως. Σὲ αὐτὴν τὴν περίπτωσιν κάθε ἕνας ἀπὸ τοὺς διαδίκους μπορεῖ νὰ προσφύγη στὰ δικαστήρια, τὰ ὁποία ὅμως ἀπορρίπτουν τὶς μικρὲς ὑποθέσεις. Ἑπομένως, εἶναι ὑποχρεωμένοι ἢ στὸν συμβιβασμὸν ἢ σὲ μίαν «ἀδέκαστον» κρίσιν.
Ὅταν μία ὑπόθεσις γίνεται δεκτὴ πρὸς ἐκδίκασιν, μετὰ ἀπὸ τὴν καταγραφήν της, οἱ μάρτυρες ὑποβάλλουν ἐνόρκους καταθέσεις. Ὅλα τὰ ἔγγραφα κατατίθενται στὸ δικαστήριον καὶ σφραγίζονται σὲ ἕνα κιβώτιο. Ὅταν ἔλθη ὁ χρόνος τῆς δίκης ἐκλέγεται διὰ κλήρου τὸ δικαστήριο τὸ ὁποῖο καὶ ἐκδίδει τὴν ἀπόφασιν. Ἡ δίκη γίνεται ἐλλείψει δημοσίου κατηγόρου (εἰσαγγελέως). Τὸ κράτος ἐπιτρέπει στὸν κάθε ἕναν νὰ καταγγέλλη ὁποιονδήποτε θεωρεῖ ἔνοχον σοβαρῶν παραβάσεων κατὰ τῆς ἠθικῆς, τῆς θρησκείας ἢ τῆς πολιτείας. Ὡς ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς καταστάσεως δημιουργεῖται μία τάξις «συκοφαντῶν», οἱ ὁποῖοι συστηματικὰ ὑποβάλλουν καταγγελίες καὶ ἀναδεικνύονται οἱ κατ’ ἐξοχὴν τεχνῖτες τοῦ ἐκβιασμοῦ. Κερδίζουν ἀκόπως καὶ ἀνέτως τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἀσκοῦντες ἀγωγὲς ἢ ἀπειλοῦντες νὰ ἐναγάγουν εὐπόρους[1], ἀφοῦ γνωρίζουν ὅτι τὸ κράτος μὲ προθυμίαν καταδικάζει ὅσους εἶναι σὲ θέσι νὰ πληρώσουν σημαντικὰ πρόστιμα. Ἡ ἀδέκαστη δικαιοσύνη τῆς ἄμεσης δημοκρατίας!
Μεγάλα πρόστιμα ἐπιβάλλονται, ἐπίσης, καὶ στοὺς ἐνάγοντες ὅταν δὲν κατορθώνουν νὰ ἀποδείξουν τὴν ἀλήθειαν τῶν καταγγελιῶν τους.
Ὁ κάθε διάδικος ὑπερασπίζεται χωρὶς συνήγορο τὴν ὑπόθεσίν του. Ὅταν ἡ διαδικασία ἀποκτᾶ πολυπλοκότητα καὶ οἱ διάδικοι προβλέπουν ὅτι οἱ δικαστὲς εἶναι εὐαίσθητοι στὸν καλλιεργημένο λόγο (κάτι τὸ ὁποῖο εἶναι κανόνας), τότε προσλαμβάνεται νομομαθὴς ρήτωρ, πάντοτε ἐπὶ πληρωμή, ὁ ὁποῖος ἀναλαμβάνει νὰ ὑποστηρίξη τὴν πλευρὰν τοῦ κατηγόρου ἢ τοῦ κατηγορουμένου μὲ τὴν συγγραφὴν ἑνὸς λόγου τὸν ὁποῖον ὁ πελάτης-διάδικος ἐκφωνεῖ στὸ δικαστήριο. Γνωστὸς ρήτωρ καὶ συγγραφέας δικανικῶν λόγων εἶναι ὁ Λυσίας (Ὑπὲρ ἀδυνάτου, Κατὰ σιτοπωλὼν κ.λπ.), ἐνῶ ἐπίσης, φημισμένος γιὰ τὴν ἱκανότητά του νὰ ὁμιλεῖ μὲ ὄμορφο καὶ πειστικὸ τρόπο εἶναι καὶ ὁ σοφὸς Βίας ὁ Πριηνεύς, ὁ ὁποῖος χρησιμοποιεῖ τὴν ἱκανότητά του τασσόμενος μὲ τὴν πλευρὰν ἡ ὁποία εἶχε δίκαιο.
Πέραν τοῦ γραπτοῦ, ἡ ἀκρίβεια τῆς μαρτυρίας ἔπρεπε νὰ ἐπιβεβαιωθῆ καὶ ἐνόρκως ἀπὸ τὸν μάρτυρα ὁ ὁποῖος ὤφειλε νὰ εἶναι παρὼν κατὰ τὴν ἀνάγνωσίν της ἀπὸ τὸν γραμματέα. Κατὰ τὴν δίκην δὲν νοεῖται ἀντεξέτασις. Ὅ,τι εἰπώθηκε καὶ καταγράφηκε εἶναι δεδομένο. Ἡ ἐπιορκία εἶναι σύνηθες φαινόμενο.
Σὲ ὅ,τι ἀφορᾶ τὶς καταθέσεις γυναικῶν καὶ ἀνηλίκων θὰ πρέπει νὰ ληφθῆ ὑπ’ ὄψιν ὅτι αὐτὲς γίνονται δεκτὲς μόνον σὲ δίκες οἱ ὁποῖες ἀφοροῦν φόνους, ἐνῶ οἱ καταθέσεις τῶν δούλων γίνονται ἀποδεκτὲς μόνον ἐφ’ ὅσον ἀποσπῶνται μὲ βασανιστήρια. Στὴν ἀμεσοδημοκρατικὴ Ἀθήνα ἡ ἀμεσότης ἀναδεικνύεται, ἐν προκειμένω, «ἐν χορδαῖς καὶ ὀργάνοις» μὲ τὸν ἰσχύοντα κανόνα ὅτι ἄνευ βασανιστηρίων οἱ δοῦλοι ψεύδονται. Κάθε μόνιμη βλάβη ποὺ προκαλεῖται στὸν δοῦλο ἐξ αἰτίας τῶν βασανιστηρίων πρέπει νὰ ἀποζημιώνεται ἀπὸ ἐκείνους ποὺ τὴν προξένησαν[2]. Προφανῶς, ἡ ἀποζημίωσις δὲν δίδεται στὸν δοῦλο.
Τὰ βασανιστήρια στὴν περίπτωσιν τῶν πολιτῶν, κατὰ τὴν ἐποχὴ τοῦ Περικλέους, ἀπαγορεύονται, ὅμως οἱ ποινὲς ποὺ ἐπιβάλλονται ἀπὸ τὰ δικαστήρια εἶναι: τὸ μαστίγωμα, τὰ πρόστιμα, ἡ στέρησις τῶν πολιτικῶν δικαιωμάτων, ἡ κατάσχεσις τῆς περιουσίας, ἡ ἐξορία καὶ ὁ θάνατος. Σπανίως ἐπιβάλλεται ἡ φυλάκισις, δεδομένου ὅτι ἡ θεμελιώδης νομικὴ ἀρχὴ ποὺ ἰσχύει εἶναι ὅτι: ὁ δοῦλος τιμωρεῖται στὸ σῶμα του, ἐνῶ ὁ ἐλεύθερος στὴν περιουσία του.
Γενικώτερα, τὰ πρόστιμα εἶναι ἡ συνηθέστερη τιμωρία ποὺ ἐπιβάλλεται στοὺς πολῖτες. Ἡ ἔκτασις αὐτῆς τῆς τιμωρίας εἶναι τόσο εὐρεία ὥστε εἶναι προφανὲς ὅτι τὸ δημοκρατικὸ σύστημα ἦταν μίσθαρνο, βασισμένο σὲ άδικες καταδίκες. Ἕνα εὐτελὲς πρόσχημα ποὺ χρησιμοποιοῦν εἶναι τὸ νὰ δίνουν τὸ δικαίωμα στὸν καταδικασμένο καὶ στὸν κατήγορο νὰ κατονομάσουν τὸ πρόστιμο ἢ τὴν τιμωρία ποὺ νομίζουν ὅτι εἶναι «δικαιότερη». Ἔτσι τὸ δικαστήριο ἐπιλέγει ἀνάμεσα στὶς προτάσεις.
Ὁ θρίαμβος τῆς «δικαιοσύνης» ἐκδηλώνεται μὲ τὴν θέσιν στὴν ἴδια κλίμακα τόσον σοβαρῶν παραβάσεων ὅπως εἶναι ὁ φόνος, ἡ ἱεροσυλία ἢ ἡ προδοσία ἀλλά, ὅσον καὶ ἀσήμαντων κατ’ οὐσίαν παραβάσεων οἱ ὁποῖες τιμωροῦνται, ὁμοίως, μὲ τὴν δήμευσιν περιουσιῶν καὶ μὲ θάνατον. Ἡ θανατικὴ ποινὴ εἶναι δυνατὸν νὰ ἀποφευχθῆ ἐὰν ὁ κατηγορούμενος ἐπιλέξη νὰ ἐγκαταλείψη τὴν περιουσίαν του στὸ κράτος καὶ νὰ ἐξορισθῆ μὲ τὴν θέλησίν του.
Ἐὰν ὁ καταδικασμένος θεωρεῖ ἀνάξια τὴν φυγὴ καὶ ἐφ’ ὅσον εἶναι πολίτης, ὁ θάνατος ἐπιβάλλεται μὲ τὸν πλέον ἀνώδυνον τρόπον, συνήθως μὲ τὴν κατάποσιν δηλητηρίου (κώνειον). Μὲ παρασκεύασμα κωνείου θανατώθηκε ὁ Ἀθηναῖος φιλόσοφος Σωκράτης καὶ ὁ Θηραμένης (ἕνας ἀπὸ τοὺς τριάκοντα τυράννους). Στὴν περίπτωση ποὺ ὁ καταδικασμένος σὲ θάνατο εἶναι δοῦλος ἡ θανάτωσις γίνεται διὰ ροπάλου. Σὲ κάποιες περιπτώσεις ὁ καταδικασμένος πρὶν ἢ μετὰ τὸν θάνατόν του ρίπτεται ἀπὸ ἕναν βράχο σὲ γκρεμὸ ποὺ ἀποκαλεῖται βάραθρον. Ὅταν ἔχει ἐκδοθῆ θανατικὴ ἀπόφασις γιὰ κάποιον ὁ ὁποῖος διέπραξε φόνον, ἡ ποινὴ ἐκτελεῖται ὑπὸ τοῦ δημίου ἐνώπιον τῶν συγγενῶν τοῦ θύματος. Πρόκειται γιὰ ἕνα εἶδος ὑποκαταστάσεως τοῦ ἐθίμου τῆς ἐκδικήσεως, τὸ ὁποῖον ἴσχυεν παλαιότερα.
Γιὰ ὅσους τυχὸν δὲν γνωρίζουν, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅσους σκοπίμως παραβλέπουν τὸ γεγονός, θὰ ὑπενθυμίσουμε ὅτι τὰ νομικὰ δικαιώματα περιορίζονται στοὺς ἐλεύθερους πολῖτες, οἱ ὁποῖοι ἀποτελοῦν τὸ 1/7 τοῦ πληθυσμοῦ. Ἀκόμα καὶ τὰ ἐλεύθερα γυναικόπαιδα ἐξαιροῦνται ἀπὸ τὴν ἰσονομία τῶν πολιτῶν, γιὰ τὴν ὁποία ἔχουν τὸ θράσος νὰ ὑπερηφανεύονται τόσον οἱ πολιτικοὶ τῆς τότε ἐποχῆς (Περικλῆς) ὅσον καὶ τῆς τωρινῆς. Ὅσο γιὰ τοὺς μέτοικους, τοὺς ξένους καὶ τοὺς δούλους, αὐτοὶ δύνανται νὰ ἀσκήσουν ἀγωγὴ μόνον διὰ μέσου ἑνὸς προστάτη.
Τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ τοῦ «ζηλευτοῦ» αὐτοῦ συστήματος δικαιοσύνης εἶναι: Οἱ ἐκβιασμοὶ ἐκ μέρους τῶν συκοφαντῶν, τὰ συχνὰ βασανιστήρια τῶν δούλων, ἡ θανατικὴ ποινὴ γιὰ μικρὲς παραβάσεις, ἡ προσωπικὴ κατάχρησις τῆς δικαστικῆς διαδικασίας, ἡ εὐαισθησία τῶν ἐνόρκων στὶς ρητορεῖες καὶ ὄχι στὴν ἀλήθεια καὶ ἡ ἀνικανότητά τους νὰ μετριάσουν τὰ πάθη τοῦ παρόντος διὰ μέσου τῆς γνώσεως τοῦ παρελθόντος καὶ ἡ, ἐπίσης, πλήρης ἀνικανότητά τους νὰ ὑπολογίζουν μὲ φρόνησιν γιὰ τὸ μέλλον.
Ὅπως παρατηρεῖται[3], ὁ Ἀθηναϊκὸς Κώδικας ἀποτελεῖ μία μέτρια πρόοδο σὲ σχέσιν μὲ τὸν κώδικα τοῦ Χαμμουραμπί, ὁ ὁποῖος ἀποτελεῖ ἕνα ἀπὸ τὰ ἀρχαιότερα κείμενα νόμων, χρονολογούμενος ἀπὸ τὸ 1754 π.Χ.. Ἡ ἀπόστασις τῶν 1300 καὶ πλέον ἐτῶν ἀντὶ νὰ ἀπαλείψει τὴν ἀγριότητα τῶν μέσων καὶ τῶν ποινῶν αὐτοῦ τοῦ κώδικα τὴν διατηρεῖ σὲ μεγάλο βαθμὸ στὸν Ἀθηναϊκό.
Τέλος, τὸ πλέον σημαντικὸ τὸ ὁποῖον ὀφείλουμε νὰ ἐπαναλάβουμε εἶναι ὅτι ἡ βαναυσότης καὶ ἡ βία τῶν νόμων καὶ τῶν θεσμῶν δὲν ἐξαλείφεται ἐὰν ἡ κοινοβουλευτικὴ δημοκρατία ἀντικατασταθεῖ ἀπὸ τὴν ἄμεση, ὅπως καὶ τὸ ὅτι ὁ ἐκλεγμένος μὲ ἀμεσοδημοκρατικὲς διαδικασίες μπορεῖ κάλλιστα νὰ παραβῆ τὴν ἐντολὴ καὶ νὰ πράξη ἀλλοιῶς. Διότι ἡ ρίζα τῶν κακῶν εἶναι ἡ ἐξουσία καὶ δὲν ἐξαλείφεται οὔτε μὲ τὴν ἄμεση, οὔτε μὲ τὴν κοινοβουλευτικὴ δημοκρατία, ἀντίθετα ἐνισχύεται.
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 192, Απρίλιος 2019
[1]. Αὐτά, χαρακτηριστικά, ἀναφέρει ὁ Ξενοφῶν στὰ «Ἀπομνημονεύματά» του, Θ, 2,9.
[2]. Gilbert Murray: A History of Ancient Greek Literature, Ν. York 1927, 328.
[3]. Will Durant: Παγκόσμιος Ἱστορία τοῦ Πολιτισμοῦ, τόμος β’.
ΠΗΓΗ:https://anarchypress.wordpress.com