H «επιτυχημένη» ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΣΗ, το βέτο και η εθνική πολιτική συναίνεση

Το κείμενο που ακολουθεί δημοσιεύθηκε στο φύλλο 72, του Μαΐου 2008, της μηνιαίας αναρχικής εφημερίδας ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ και αναφέρεται στην σύνοδος κορυφής του ΝΑΤΟ του 2008, η οποία εμφανίσθηκε ως επιτυχία της διπλωματίας των εν Ελλάδι εξουσιαστών.
Αυτό το οποίο έχει σημασία σ’ αυτές της περιπτώσεις είτε «επιτυχίας», είτε «αποτυχιών» και «δυσαρμονίας» εντός του πολιτικού χώρου είναι η μετατόπιση από το ένα ζήτημα στο άλλο (όπως επί παραδείγματι η πρόσφατη προβολή του σκανδάλου NOVARTIS, άρον άρον, μετά τα συλλαλητήρια σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα). Το επίσης σημαντικό είναι η χρονοτριβή που τίθεται σε εφαρμογή ώστε να ατονήσουν και εν συνεχεία να καμφθούν οι εντάσεις στην κοινωνία.
Είναι προφανές ότι σε κάποιες περιπτώσεις η διαδικασία της χρονοτριβής αποσκοπεί στην επικράτηση του πανδαμάτορος χρόνου, αλλά και σε αυτές τις περιπτώσεις τα αποτελέσματα δεν είναι πάντοτε τα αναμενόμενα. Έχοντες ως δεδομένο πως παρήλθαν 25 ολόκληρα χρόνια, η φράση του τότε πρωθυπουργού Κ. Μητσοτάκη, το 1993, ότι το όνομα που θα λάβουν τα Σκόπια δεν έχει μεγάλη σημασία, γιατί κανείς δεν θα το θυμάται σε 10 χρόνια, απεδείχθη εκτός πραγματικότητος, μολονότι εκδήλωνε τους ευσεβείς πόθους μιας μερίδας εξουσιαστών. Είναι προφανές ότι αυτή η χρονοβόρος διαδικασία σχετίζεται με την διευθέτηση (και όχι πάντοτε επίλυση) των εκάστοτε εκκρεμοτήτων μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής και της Αμερικανικής κυριαρχίας αφ’ ενός και των υπολοίπων ανταγωνιζόμενων δυνάμεων, αφ’ ετέρου. Τις «νίκες» διαδέχονται οι «ήττες» (όπως έγινε μετά το περίφημο βέτο του οποίου ακολούθησαν «ήττες»), αλλά τα πράγματα βαίνουν σύμφωνα με τα καθολικά σχέδια των εξισορροπούμενων διαφορών και αντιθέσεων των κυρίαρχων. Κι άντε, κάθε τόσο, απ’ την αρχή. Το ποιος πληρώνει τα κόστη είναι και βέβαιο και γνωστό…
Αναμφίβολα είναι δύσκολο να μην αναγνωρίσει κάποιος, ότι στη περίοδο που διανύουμε, υπάρχει μια έννοια, που χρησιμοποιείται κατά κόρον και δεν είναι άλλη από τη διαπραγμάτευση. Και είναι τέτοια η χρήση της, που νομίζει κάποιος, ότι ποτέ άλλοτε δεν ρυθμίζονταν τόσα, διαφορετικά και σημαντικά θέματα.
Αλλά ας ξεκινήσουμε από τις εθνικές μάχες και τα συνεπακόλουθά τους….
Οι δημοσκόποι έσπευσαν, να ξεκαθαρίσουν, ότι η «καταγραφόμενη επιβράδυνση της πτώσης του δικομματισμού οφείλεται και στην επίδραση συσπείρωσης, που σημειώθηκε λόγω του ελληνικού βέτο στην σύνοδο Κορυφής του ΝΑΤΟ. Τάση που συγκυριακά ωφέλησε πρωτευόντως τον πρωθυπουργό και την κυβέρνηση, αλλά δευτερευόντως και τον αρχηγό της Αξιωματικής αντιπολίτευσης, λόγω της συναινετικής στάσης που τήρησε».
Η «επιτυχημένη», λοιπόν, διαπραγμάτευση χρεώνεται πρώτιστα στην σύμπλευση κυβέρνησης και Πασοκ. Τα ΜΜΕ φρόντισαν να προβάλλουν δεόντως την κοινοπραξία τους, που εκδηλώθηκε με την προσφορά εθνικής υπηρεσίας και την ανάδειξη της εθνικής ενότητας σ’ όσους επιβουλεύονται τα εθνικά συμφέροντα.
Μήπως, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ δεν διακρίθηκαν εξ ίσου με την συναινετική στάση τους στους χειρισμούς και την ξεκάθαρη στήριξη τους στην εθνική διαπραγμάτευση του Βουκουρεστίου;
Μα και βέβαια.
Μόνο που το μερίδιο τους, ηθελημένα άλλωστε, έπρεπε να είναι «ακριβοδίκαια» μοιρασμένο. Οι «μεγάλοι» του συναφιού έπρεπε να προβληθούν δεόντως. Ο καθείς να ανακουφιστεί σύμφωνα και με τα προβλήματά του. Το σκηνικό να μην βγάζει «μάτι».
Το έπος της μεγάλης εθνικής επιτυχίας ήρθαν να χρυσώσουν τα ΜΜΕ με ένα ορυμαγδό από παραμύθια, που περιέγραφαν το πώς «ξαφνιάστηκαν» οι αμερικανοί φίλοι, που τάχα δεν περίμεναν ότι «θα τολμήσουμε το μεγάλο όχι». Χαράς ευαγγέλια, λοιπόν, για τα εθνικιστικά βιολιά και τα πατριωτικά νταούλια.
Το κατά πόσο, βέβαια, έμεινε έκπληκτη η αμερικανική διπλωματία από τις εξελίξεις, διαγραφόταν από το γεγονός και μόνο ότι επιδεικτικά στο προσκήνιο κινούνταν μόνο τα χαμηλόβαθμα στελέχη της. Γεγονός που πέρασε, κυρίως, στα ψιλά των εφημερίδων και βέβαια ακόμα και όταν αναφερόταν αποκρυβόταν επιμελώς η πραγματική του διάσταση.
Η εθνική νίκη του Βουκουρεστίου, ακόμη, μας λένε, ενεργοποίησε τις ΗΠΑ, που πλέον θα εμπλακούν πιο ενεργά στις «διαπραγματεύσεις» που θα γίνονται σε «άλλο επίπεδο». Όσο για τους «αδαείς» αμερικάνους διπλωματικούς υπαλλήλους, που «τα έκαναν μούσκεμα», αποσύρονται από το προσκήνιο, για να αναλάβουν καταλληλότεροι, αφού όπως αναφέρουν «διπλωματικές πηγές», όταν «η Ουάσιγκτον διαπίστωσε πού πραγματικά βρίσκονταν τα πράγματα στη συνομιλία που είχε η κ. Ράις με την κ. Μπακογιάννη τέσσερις ημέρες πριν από τη Σύνοδο Κορυφής, ήταν πολύ αργά για να κάνει κάτι».
Τώρα πώς εξηγούνται τόσες διπλωματικές «κακοτεχνίες» των αμερικανών φίλων για ένα θέμα που εντάσσεται καθ’ ομολογίαν στους ευρύτερους στρατηγικούς τους σχεδιασμούς στην Βαλκανική και στην διεύρυνση του ΝΑΤΟ και ούτω καθ’ εξής, παραμένει «μυστήριο».
Μάλλον, όμως, το μόνο «μυστήριο» είναι πώς θα κουκουλωθεί το γεγονός ότι στην διπλωματία των ισχυρών, αλλά και των λιγότερο ισχυρών, οι διαπραγματεύσεις αγοράζουν και πουλούν χρόνο, καθυστερούν και επισπεύδουν εξελίξεις τόσο στα λεγόμενα εσωτερικά όσο και στα εξωτερικά ζητήματα που παραμένουν άρρηκτα συνδεδεμένα.
Μάλλον, όμως, τα «μυστήρια» των διαπραγματεύσεων πρέπει, επίσης, να παραμένουν ασύνδετα και απλησίαστα στους «αμύητους» και σ’ όσους φιλοδοξεί η κάθε εξουσία να χειραγωγεί κατά βούληση. Αυτοί δεν οφείλουν να κατανοούν τα πάσης φύσεως εξουσιαστικά νταλαβέρια, αλλά να τα βιώνουν στο πετσί τους…
Ανακουφισμένη, έτσι, η «κοινή γνώμη» ανακάλυψε για μιαν ακόμη φορά τις απεριόριστες εθνικές δυνατότητες υπεράσπισης των «δικαίων μας» όταν «είμαστε ενωμένοι» και εμφανίστηκε έτοιμη να δεχτεί και καμμιά κατραπακιά παραπάνω στα προβλήματα που την καίνε και βέβαια είναι άλλου είδους.
Η διαπραγμάτευση, λοιπόν, του πολιτικού κόσμου δεν είχε να κάνει βέβαια μόνο με την επίδειξη εθνικής ομοψυχίας περί των εθνικών θεμάτων, αλλά και με την διευθέτηση των όρων, με τους οποίους θα μοιραστεί η πίττα στο εσωτερικό.
Η εμπέδωση του ήπιου και ενωτικού κλίματος στα «εξωτερικά» ακολούθησε την εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης στο μέτωπο των εργασιακών, με την πλήρη κομματική αφομοίωση των κοινωνικών αντιδράσεων, τόσο με την πρόταση δημοψηφίσματος του ΣΥΡΙΖΑ όσο και με την πρόταση μομφής που ακολούθησε εκ μέρους του Πασοκ.
Μ’ άλλα λόγια ο κόσμος έπρεπε να απομακρυνθεί «διακριτικά» από τα πεζοδρόμια και να εκπροσωπηθεί στα συνήθη θεσμικά μετερίζια.
Όσο για τις διαπραγματεύσεις, όπως είπαμε, συνεχίζουν να κατακλύζουν την πιάτσα.
Είναι προφανές ότι το αλισβερίσι που γίνεται και αφορά το χρηματιστηριακό κεφάλαιο, τα αποθεματικά των ΔΕΚΟ, τις λεγόμενες αποκρατικοποιήσεις και συμπράξεις κρατικού και ιδιωτικού τομέα, τις συμφωνίες και τις ανακατατάξεις στις τηλεπικοινωνίες (όπως στην περίπτωση του ΟΤΕ με γερμανικά συμφέροντα και τον Βγενόπουλο μπαλαντέρ και πανταχού παρόντα), τις μεταφορές (λιμάνια, αεροδρόμια για τα οποία ενδιαφέροντα, ιταλο-ελβετικά αλλά και κινέζικα συμφέροντα) και την ενέργεια (αγωγοί αερίου, συμφωνίες με Ρωσία, παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με άμεσα ενδιαφερόμενους την Χαλυβουργική του Αγγελόπουλου, τον όμιλο Μυτηλιναίου κ.ά.) δεν είναι διόλου αμελετέο.
Όπως επίσης αμελητέες δεν είναι οι διευθετήσεις σε δικαστικό επίπεδο πολλών και κρίσιμων για τα επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα υποθέσεων, όπως η «διαφθορά» υπουργών του Πασοκ και στελεχών της ΝΔ από την Siemens, τα ομόλογα κ.α. Ακριβής αντανάκλαση του ύψους και της βαρύτητας των δικαστικών διαπραγματεύσεων αποτελεί και η περιβόητη διένεξη στους δικαστικούς κύκλους όπως αυτή εκφράστηκε με την «προσβολή του κύρους της δικαιοσύνης» από τον πρόεδρο της ένωσης εισαγγελέων Σ. Μπάγια και την πειθαρχική δίωξή του.
Μόνο που οι κάθε λογής διαπραγματευτάδες κάνουν συνήθως το ίδιο λάθος ειδικά όταν επιθυμούν να κλείσουν υποθέσεις.
Είναι βιαστικοί, άπληστοι, αλαζονικοί και εκτός κοινωνικής πραγματικότητας. Και τότε οι «αδαείς» λιγοστεύουν, και οι μάσκες κουρελιάζονται.
Μ’ ό,τι αυτό συνεπάγεται…
Σ.Α.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 72, Μάϊος 2008