1848. Η Φεβρουαριανή Επανάσταση στο Παρίσι (Μέρος 1ο)
Στα οδοφρἀγματα…
Στην προσπάθειά μας να αποδώσουμε μια ολοκληρωμένη άποψη, θεωρήσαμε σωστό, να παρουσιάσουμε σε αυτό το Α΄ Μέρος την επανάσταση του Φεβρουαρίου του 1848 στο Παρίσι και στο επόμενο (Β΄ Μέρος) να αναφερθούμε στα γεγονότα του Ιούνη και στις σκέψεις και τους προβληματισμούς του Ρώσου επαναστάστη Α. Χέρτσεν σχετικά με τα όσα συνέβησαν.
Η ονομαζόμενη Μεγάλη Επανάσταση στη Γαλλία του 1789 κατά κανέναν τρόπο δεν εξάλειψε τη διαφθορά, την ανισότητα και την ανελευθερία του προηγούμενου μοναρχικού καθεστώτος. Aκόμη και οι άλλες δύο, επίσης μεγάλες, αιματηρές επαναστάσεις που ακολουθούν τα επόμενα εξήντα χρόνια (1830 και 1848) έχουν σαν αποτέλεσμα να μετασχηματίσουν την συνείδηση του λαού από την υποταγή στην μοναρχία, τους ευγενείς και τον κλήρο, σε υποταγή στη δύναμη των εύπορων τάξεων των πόλεων (χρηματιστών, πλούσιων εμπόρων, ιδιοκτητών γης) οι οποίοι χρησιμοποιούν τους αγώνες των εξεγερμένων για να εγκαθιδρύσουν την εξουσία τους μέσω του πολιτεύματος της αντιπροσωπευτικής (κοινοβουλευτικής) δημοκρατίας.
Το ενδιάμεσο χρονικό διάστημα από την επανάσταση του 1830 έως το 1848
Η επανάσταση του 1830, εστιάζεται στα σοβαρά προβλήματα που μαστίζουν την Γαλλία: οικονομική εκμετάλλευση, ανισότητα, βαρβαρότητα της εξουσίας, ανελευθερία, μοναρχία κ.ά. Παρ’ όλα αυτά, μετά την απομάκρυνση του Κάρολου του Ι’, οι προνομιούχες τάξεις των πόλεων χρησιμοποιώντας προς όφελός τους την νίκη του επαναστατημένου λαού, συστήνουν νέα Βουλή που εγκαθιστά στο θρόνο τον Λουδοβίκο Φίλιππο Δούκα της Ορλεάνης, τον οποίο τυλίγουν με την τρίχρωμη σημαία της επανάστασης και, για να παραπλανήσουν ακόμα περισσότερο τον εξαγριωμένο με το μοναρχικό καθεστώς, λαό, τον μετονομάζουν «πολίτη βασιλιά», «αστό μονάρχη» και «βασιλιά των οδοφραγμάτων»(!)… [παρά το γεγονός ότι ο δούκας κατά την διάρκεια των συγκρούσεων, για να σωθεί, είχε εγκαταλείψει την πόλη].
Ο Λουδοβίκος Φίλιππος, αφού εγκαθίσταται στο θρόνο, σύντομα ξεχνά τις υποσχέσεις του και μαζί με τον αδίστακτο και σκληρό πρωθυπουργό Γκιζό, (στηριζόμενοι, φυσικά, και στην κοινοβουλευτική διαφθορά), παίρνουν θέση στο πλευρό των προνομιούχων εύπορων τάξεων (γαιοκτημόνων, ισχυρών υπαλλήλων του δημοσίου που είχαν υπηρετήσει στο προηγούμενου καθεστώτος του Ναπολέοντα κ.λπ.). Ο Μπούκτσιν σημειώνει σχετικά: «Η ανάλυση που έκανε ο Μαρξ για την Επανάσταση του 1830 ως μια μετάβαση της εξουσίας από τους γαιοκτήμονες αριστοκράτες στη χρηματοπιστωτική μπουρζουαζία δεν στηρίζεται στην πραγματικότητα, καθώς είναι γεγονός ότι, πέρα από λίγα άτομα, η χρηματοπιστωτική και σίγουρα η βιομηχανική αστική τάξη κέρδισαν ελάχιστη εξουσία από την Ιουλιανή Μοναρχία. Η ίδια αριστοκρατία γαιοκτημόνων, ιδιαίτερα οι τοπικοί προεστοί, οι οποίοι είχαν σχηματίσει τη βάση της Παλινόρθωσης των Βουρβόνων, εξακολουθούν να αποτελούν τη βάση και της νέας μοναρχίας, παρόλο που στις τάξεις τους προστέθηκαν τέως βοναπαρτικοί αξιωματούχοι και λίγοι αστοί»[1]. Επίσης, σύμφωνα με τον Πίνκεϋ: «Το νέο καθεστώς διέφερε από το προηγούμενο στο ότι υπήρχε περισσότερος χώρος σε αυτό για επιχειρηματίες όπως ο Λαφίτ και ο Περιέ… Παρ’ όλα αυτά, η πολιτική εξουσία βρισκόταν ακόμα σταθερά στα χέρια των γαιοκτημόνων, των αξιωματούχων του δημοσίου και των επαγγελματιών»[2].
Όσον αφορά τον λαό που εξεγέρθηκε τον Ιούλιο του 1830, ο Λουδοβίκος Φίλιππος και η κυβέρνησή του, επί δεκαοκτώ χρόνια, εφαρμόζουν σε βάρος του σκληρή και απάνθρωπη πολιτική αυξάνοντας τις, ήδη, άθλιες συνθήκες διαβίωσής του.
Μια σειρά εξεγέρσεων ξεσπούν τα αμέσως επόμενα χρόνια: Η εξέγερση των εργατών στη Λυών τον Νοέμβριο του 1831, η αποτυχημένη επανάσταση του Παρισιού τον Ιούνιο του 1832 και η δεύτερη και σοβαρότερη εργατική εξέγερση στη Λυών το 1834.
Το 1846 στη Γαλλία (ιδιαίτερα στο Παρίσι) η οικονομική κρίση παίρνει τεράστιες διαστάσεις. Καταστρέφονται οι καλλιέργειες της πατάτας και του σταριού και συνεπώς η έλλειψη τροφίμων μεγαλώνει. Η τιμή του ψωμιού εκτοξεύεται. Το 1847, στο Παρίσι, 400.000 άνεργοι και εξαθλιωμένοι κάτοικοι (σε σύνολο περίπου 1 εκατομμυρίου) προστρέχουν στα συσσίτια και επιβιώνουν από το ψωμί που μοιράζει η κυβέρνηση· «οι μικροκλοπές στο Παρίσι αυξάνονται περισσότερο από 60%, ενώ οι συλλήψεις για επαιτεία σχεδόν τριπλασιάζονται […] ο αριθμός των παιδιών που εγκαταλείπονται από τους γονείς τους εκτινάσσεται στα ύψη […] οι νεοσύλλεκτοι στο στρατό απορρίπτονται, αναγκαστικά, γιατί είναι υπερβολικά υποσιτισμένοι […] η κυβέρνηση κάνει ελάχιστα για να ανακουφίσει την ανθρώπινη δυστυχία […]»[3]· παράλληλα με όλα αυτά, το αίτημα διεύρυνσης του δικαιώματος της ψήφου δεν βρίσκει ικανοποίηση. Ξεσπούν διαδηλώσεις, ενώ, παράλληλα, σε ολόκληρη την Ευρώπη, νέες ιδέες διαχέονται (Σαιν-Σιμόν, Σαρλ Φουριέ, Λουί Μπλαν, Μπλανκί κ.ά.), και, ίσως το πιο σημαντικό, η νομιμότητα των υπαρχουσών συστημάτων διακυβέρνησης και ελέγχου, αμφισβητείται.
1848: Η Φεβρουαριανή Επανάσταση στο Παρίσι
Καθώς η κυβέρνηση απαγορεύει τις συγκεντρώσεις και τις διαδηλώσεις, η αντιπολίτευση (η οποία αποτελείται από τους υποστηρικτές της εκλογικής μεταρρύθμισης[4], καθώς και κάποιες μη κοινοβουλευτικές ομάδες) οργανώνει μεγάλες μαζώξεις που μετονομάζονται συνεστιάσεις, των οποίων ο σκοπός είναι, δήθεν, «να προωθήσουν την αδελφοσύνη των πολιτών». Μέσα στο 1847 και στις αρχές του 1848, πραγματοποιούνται 180 «συνεστιάσεις» με μεγάλη προσέλευση, κυρίως ατόμων μεσαίου εισοδήματος, αφού η τιμή συμμετοχής, που είναι έξι φράγκα, αποκλείει τους φτωχούς· κατά την διάρκειά τους, μέσα από «προπόσεις» και αγορεύσεις, δηλώνεται καθαρά η δυσαρέσκεια για την κυβερνητική πολιτική, τίθεται το ζήτημα για την αύξηση του αριθμού των εκλογέων, για την αυξανόμενη ανεργία, και, παράλληλα, προβάλλονται οι νέες φιλελεύθερες ιδέες· μη δυνάμενοι να πάρουν μέρος σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις «[…] οι σκυθρωποί και απελπισμένοι [και οι περισσότεροι άνεργοι] εργάτες, που υποφέρουν τρομερά από την οικονομική κρίση, παρακολουθούν με προσοχή τις αναφορές για τις αγορεύσεις στα καφενεία και τον Τύπο»[5] και καταγίνονται στο να διεξάγουν «διαδηλώσεις πείνας» που τίποτα καλό δεν προμηνύουν για τον βασιλιά και την κυβέρνησή του.
Στις 20 Φεβρουαρίου, προγραμματίζεται να γίνει μία ακόμα «συνεστίαση» στο 12ο διαμέρισμα του Παρισιού που αποτελείται από εργατικές συνοικίες με την συμμετοχή, αυτή τη φορά, και της 12ης λεγεώνας της Εθνοφρουράς (που στρατολογεί άνδρες κυρίως από αυτές τις συνοικίες)· για να έχουν την δυνατότητα να συμμετέχουν κάτοικοι της περιοχής, καθορίζεται η συγκέντρωση να γίνει ημέρα Κυριακή –που είναι αργία– και το τίμημα της συμμετοχής κατεβαίνει στα τρία φράγκα. Αποφασίζεται, επί προσθέτως, ένστολοι εθνοφρουροί της συγκεκριμένης λεγεώνας να αναλάβουν την «περιφρούρηση» της εκδήλωσης…
Η κυβέρνηση θεωρεί επικίνδυνη αυτήν την «συνεστίαση» και κάνει το λάθος να την απαγορεύσει. Η αντιπολίτευση (αν και αυτή έχει κάνει το κεντρικό κάλεσμα) φοβούμενη, επίσης, συγκρούσεις, λόγω της σύνθεσης των διοργανωτών (και των «περιφρουρητών»), σχηματίζει μια νέα οργανωτική επιτροπή από την οποία λείπουν τα ριζοσπαστικά στοιχεία, διπλασιάζει την τιμή συμμετοχής και μεταφέρει την συγκέντρωση στα Ηλύσια Πεδία, για την Τρίτη 22 Φεβρουαρίου, ημέρα εργάσιμη. Ωστόσο, παρ’ όλες τις προσπάθειες εξομάλυνσης της κατάστασης από την αντιπολίτευση, η κυβέρνηση κατεβάζει στο Παρίσι 50.000 στρατιώτες… Οι εφημερίδες (Le National, La Réforme κά.), χωρίς συνεννόηση με τους βουλευτές της αντιπολίτευσης, παρουσιάζουν, στα φύλλα της 21ης Φεβρουαρίου, την «συνεστίαση» τουλάχιστον σαν μία αγωνιστική «Ημέρα» κατά την διάρκεια της οποίας θα εκτυλιχθεί ένα κανονικό «σχέδιο μάχης»…
Η κυβέρνηση, το απόγευμα της 21ης Φεβρουαρίου απαγορεύει και αυτήν τη συγκέντρωση με τον αρχηγό της αστυνομίας να δηλώνει ότι αν πραγματοποιηθεί οποιαδήποτε διαδήλωση θα θεωρηθεί ως προσπάθεια να δημιουργηθεί «μια παράνομη κυβερνητική δύναμη η οποία θα σήμαινε την κήρυξη κατάστασης πολιορκίας». Οι βουλευτές της αντιπολίτευσης ματαιώνουν το κάλεσμα της συγκέντρωσης. «[…] Τώρα όμως τα σχέδια της επόμενης μέρας δεν είναι πλέον υπό στον έλεγχό τους: η άμεση και δουλική υποχώρησή τους απογοητεύει, μεταξύ άλλων, και τους πολλούς φοιτητές που είχαν παθιαστεί με την εκδήλωση και είχαν αποφασίσει να κάνουν διαδήλωση ανεξαρτήτως των συνεπειών» … Εκτός των φοιτητών και οι δημοκρατικές και σοσιαλιστικές ομάδες, οι αντιμοναρχικοί δημοσιογράφοι κ.λπ. από το προηγούμενο βράδυ συναντιούνται, συζητούν, κάνουν σχέδια, παίρνουν αποφάσεις…
Ο Λουδοβίκος Φίλιππος από τα διαμερίσματά του στον Κεραμεικό, αισιόδοξος, λόγω του χειμωνιάτικου καιρού και της συνεχιζόμενης δυνατής βροχής κάνει την οξυδερκή πρόβλεψη: «Οι Παριζιάνοι ποτέ δεν κάνουν επαναστάσεις τον χειμώνα».
Και πράγματι στις 22 Φεβρουαρίου δεν πραγματοποιήθηκε η «συνεστίαση»… Το πρωί πραγματοποιούνται συγκεντρώσεις στους δρόμους από ομάδες φοιτητών οι οποίοι αποφασίζουν να κατευθυνθούν προς τα Παλιά Ανάκτορα των Βουρβόνων περνώντας μέσα από τις εργατικές συνοικίες κατά μήκος του Σηκουάνα. Υπό τον ήχο της Μασσαλιώτιδας ενώνονται με εργάτες και ανέργους σχηματίζοντας ένα τεράστιο πλήθος. Το ίδιο απόγευμα και μετά από δυο ανεπιτυχείς επιχειρήσεις να εισβάλουν στο Ανάκτορο των Βουρβόνων και στο Υπουργείο Εξωτερικών, στήνονται τα πρώτα οδοφράγματα στο Παρίσι. Η αντιπολίτευση δεν φαίνεται πουθενά… Σποραδικές αψιμαχίες, ο στρατός καταλαμβάνει ένα οδόφραγμα … αλλά προς το σούρουπο όλα φαίνονται να βαίνουν προς εκτόνωση… Η κυβέρνηση αποσύρει τους στρατιώτες από τους δρόμους…
Το επόμενο πρωί (Τετάρτη 23 Φεβρουαρίου), τα μαγαζιά είναι κλειστά και οι δρόμοι άδειοι. Τεράστια σε ύψος οδοφράγματα (ο αριθμός τους ξεπερνά τα 1500) ανυψώνονται σε λεωφόρους και κεντρικές πλατείες, με την τρίχρωμη σημαία στην κορυφή τους, υποστηριζόμενα από ένοπλους.
Η Πρισίλλα Ρόμπερτσον[6] περιγράφει: «Οι ενθουσιώδεις πολίτες του Παρισιού χρησιμοποιούσαν ήδη οδοφράγματα από το 1588 (εναντίον του Δούκα ντε Γκιζ) και τώρα πήγαν μεθοδικά να δουλέψουν με λοστούς για να ανασκάψουν τις τετράγωνες πλάκες από τα πεζοδρόμια. Σταματούσαν ευγενικά τα λεωφορεία, έλυναν τα άλογα, βοηθούσαν τους επιβάτες να αποβιβαστούν και, αναποδογύριζαν τα οχήματα για να τα στερεώσουν με τις πλάκες. Ξερίζωσαν σιδερένια κιγκλιδώματα από σπίτια, έκοψαν τέσσερις χιλιάδες δέντρα κατά μήκος των λεωφόρων και κατέστρεψαν περίπου άλλους τόσους φανοστάτες, έτσι ώστε, τελικά, οι δρόμοι να μοιάζουν σαν να τους είχε σαρώσει ανεμοστρόβιλος. Ανάμεσα στα οδοφράγματα άναβαν τεράστιες φωτιές για να λιώσουν μολύβι και να φτιάξουν σφαίρες για τα μουσκέτα. Παντού στην πόλη, έμπαιναν στα σπίτια για να πάρουν ό,τι όπλο υπήρχε και έβλεπες στις πόρτες γραμμένο με κιμωλία «Ο οπλισμός παραδόθηκε» – και κάποιος να έχει συμπληρώσει «Ευχαρίστως». Μέσα στον συνεχή ορυμαγδό, ακουγόταν παντού η Μασσαλιώτιδα ή το Mourir pour la Patrie».
Την ίδια ώρα στη Βουλή, η αντιπολίτευση απαιτεί την παραίτηση του λαομίσητου πρωθυπουργού Γκιζό· ο Λουδοβίκος-Φίλιππος με μεγάλη στενοχώρια υποχρεώνεται να απολύσει τον πρωθυπουργό του. Μόλις διαδίδεται η είδηση, τα πλήθη στους δρόμους αγκαλιάζονται χαρούμενα, πολίτες και εθνοφρουροί συναδελφώνονται, οι ελπίδες αναπτερώνονται.
Όμως, το ίδιο βράδυ, στρατιώτες πυροβολούν [από λάθος ή πανικό(;)] στο πλήθος που πανηγυρίζει στην Boulevard des Capucines, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 20 (κατ’ άλλους ιστορικούς πάνω από 52) άτομα. Ο Alphonse de Lamartine[7] (1790-1869), περιγράφει τα γεγονότα:
«[…] Λίγο μετά την αποχώρηση […της ομάδας…] από την εφημερίδα Le National, εμφανίζεται άλλη μία φάλαγγα από εργάτες και ανθρώπους του λαού (…) Μπροστά από το υπουργείο εξωτερικών υποθέσεων, ένα τάγμα του πεζικού, έχοντας πάρει θέση μάχης, με γεμισμένα τα όπλα και τον επικεφαλής του στην πρώτη γραμμή, αποκλείει τη λεωφόρο. Η διαδήλωση ξαφνικά σταματά μπροστά σ’ αυτό το φράχτη από ξιφολόγχες. Ο κυματισμός της σημαίας και η λάμψη από τους πυρσούς τρομάζουν το άλογο του διοικητή. Το άλογο, σηκώνοντας τα δύο μπροστινά του πόδια, προχωρά πίσω, προς το τάγμα, το οποίο σπεύδει να προστατεύσει τον αρχηγό του. Ενώ δημιουργείται σύγχυση από αυτή την κίνηση, ξαφνικά ακούγεται ένας πυροβολισμός […] ο οποίος ήταν αρκετός για να ξεσπάσει μια ολόκληρη επανάσταση»…
Οι εξεγερμένοι περιφέρουν τους νεκρούς τους στους δρόμους… (Πέμπτη 24 Φεβρουαρίου). Μικρέμποροι, χειροτέχνες, μικροβιοτέχνες, μικροαστοί βγαίνουν στους δρόμους και συμμαχούν με τους εργάτες, μετατρέποντας την εξέγερση σε επανάσταση. «Σύντομα ο ξερός θόρυβος των σκεπαρνιών ακουγόταν στα λιθόστρωτα και η βαριά πτώση των δέντρων στη λεωφόρο. Οι εξεγερμένοι ξερίζωναν τις πλάκες των δρόμων, στήνοντας ακόμα περισσότερα οδοφράγματα και σημαίνοντας συναγερμό».[8]
Τυμπανιστές, με εντολή της κυβέρνησης, σκορπίζονται στην πόλη και χτυπούν το rappel καλώντας τους άντρες της Εθνοφρουράς από τις διάφορες περιοχές της πόλης. (Η εθνοφρουρά αποτελείται από κατοίκους της πόλης και αποτελεί «επίλεκτο όργανο ειδικά δημιουργημένο να περιφρουρεί την άνοδο και την άμυνα της αστικής τάξης» και ειδικότερα την περιφρούρηση και την προστασία της Ιουλιανής Μοναρχίας). Τελικά, από τις 12 λεγεώνες της εθνοφρουράς, μόνο οι 2 θα αντιπαρατεθούν με τους εξεγερμένους μαζί με την Λεγεώνα Ιππικού, που την απαρτίζουν εύπορα μέλη.
Ο Λαμαρτίνος αναφέρει σχετικά: «Η ανταπόκριση της Εθνοφρουράς, που κλήθηκε το πρωί της 24ης Φεβρουαρίου να παρέμβει μεταξύ του λαού και των στρατιωτών, ήταν αργή και ανεπαρκής. Στο μακρόχρονο κίνημα του λαού αναγνώρισε μια διαδήλωση κατά των υπουργών και μια ένοπλη απαίτηση για μεταρρύθμιση στο εκλογικό σώμα την οποία (μεταρρύθμιση) κάθε άλλο παρά απέρριπτε. […] Τα λόγια ενός διοικητή του πυροβολικού που βρισκόταν κοντά στο Δημαρχείο ήταν τα εξής: ‘‘Να πυροβολήσουμε κατά του λαού; Όχι! […] Δεν θα κάνουμε κάτι τέτοιο. Αν πρέπει να επιλέξουμε ανάμεσα στο να σφάξουμε τα αδέρφια μας και στο να εγκαταλείψουμε την μοναρχία, δεν υπάρχει κανένας δισταγμός’’» [9].
Ο βασιλιάς διατάζει όλες τις στρατιωτικές δυνάμεις της πόλης να συγκεντρωθούν και υπό την αρχηγεία του μισητού στρατάρχη Τομά Μπουγκώ (κατέστειλε το 1834 εξέγερση στο Παρίσι) να ξηλώσουν τα οδοφράγματα και να εξουδετερώσουν τους υπερασπιστές τους. Από τις πέντε το πρωί ο στρατός με τους δημοτικούς φρουρούς (στρατιωτικοποιημένη αστυνομική δύναμη) συντάσσεται και επιχειρεί. Διεξάγονται μάχες στο Σατώ ντ΄Ω και στο Παλαί Ρουαγιάλ με νικητές τους εξεγερμένους. Συγκρούσεις με δημοτικούς φρουρούς μπροστά στο Δημαρχείο όπου «ο στρατηγός Σεμπαστιανί απλώς στέκει παράμερα και παρακολουθεί· γύρω στις έντεκα το πρωί, το Δημαρχείο καταλαμβάνεται από έναν αξιωματικό της Εθνοφρουράς και μια μικρή ομάδα φοιτητών, και κατόπιν τούτου, ο στρατηγός Σεμπαστιανί και η φάλαγγά του επιστρέφουν στους στρατώνες τους». Γενικά, οι περισσότεροι από τους στρατιώτες στους δρόμους του Παρισίου, έχοντας χάσει την υπομονή τους και βασανιζόμενοι από αμφιβολίες για το σκοπό τους, αρχίζουν να προσχωρούν στους επαναστάτες ή να παραδίνουν τα όπλα τους. Ο στρατός καλείται να αποσυρθεί από το Παρίσι το οποίο μένει πλέον στα χέρια της εθνοφρουράς, που βρίσκεται στο πλευρό των επαναστατών.
Η κατάρρευση της μοναρχίας έχει ολοκληρωθεί· ο Λουδοβίκος Φίλιππος Α΄ έντρομος εγκαταλείπει το Παρίσι. Το εξαγριωμένο πλήθος εισβάλει στο Κοινοβούλιο πάνω στην ώρα που φιλομοναρχικοί βουλευτές προσπαθούν να επιλέξουν για νέο βασιλιά τον γιο της Δούκισσας της Ορλεάνης. Υπό την απειλή των όπλων των επαναστατών η συνεδρίαση του μοναρχικού συστήματος διαλύεται και το πλήθος καταλαμβάνοντας τα έδρανα συγκροτεί ένα λαϊκό νομοθετικό σώμα· όπως περιγράφει ο Τόκβιλ «σε μια στιγμή που κόπασε η βοή ο Λαμαρτίνος άρχισε να εκφωνεί έναν κατάλογο αποτελούμενο από τα ονόματα των ανθρώπων που είχαν προταθεί δεν ξέρω από ποιους για να συμμετέχουν στην Προσωρινή Κυβέρνηση που είχε μόλις διοριστεί, κανείς δεν γνώριζε πως […] σε κάθε όνομα που ανακοινωνόταν το πλήθος κραύγαζε την επιδοκιμασία του»[10]· γενικότερα, φαίνονται εντελώς απρόθυμοι να δεχτούν πρώην μοναρχικούς και μετριοπαθείς δημοκρατικούς αφού «[…] θυμούνταν πολύ καλά ότι ακριβώς κάτι τέτοιοι μετριοπαθείς τους είχαν υφαρπάξει την εξέγερσή τους το 1830, και το θεωρούσαν ζήτημα υπέρτατης ανάγκης να μην επιτρέψουν να συμβεί πάλι το ίδιο». Τα επιλεγμένα δια βοής μέλη της προσωρινής κυβέρνησης μεταβαίνουν στο Δημαρχείο (το Ανάκτορο του Λαού) για να ορκιστούν σύμφωνα με το πρωτόκολλο. Εκεί βρίσκουν το Δημαρχείο κατειλημμένο από μεγάλο πλήθος και μία σύσκεψη εν εξελίξει στην τεράστια συνεδριακή αίθουσα Σαιν-Ζαν. Οι νέοι υπουργοί υποχρεώνονται «να υποβάλλουν προς έγκριση τον εαυτό τους και τις αρχές τους» ενώ δέχονται απανωτές ανιχνευτικές ερωτήσεις από ένα καθόλου φιλικό πλήθος. «Οι απαντήσεις τους καταγράφονται και μεταβιβάζονται έξω, μέσω των παραθύρων, στο πλήθος στην Πλας ντε Γκρεβ. Οι συγκεντρωμένοι, τόσο μέσα στο Δημαρχείο όσο και στην πλατεία, είχαν στήσει ένα ιδιότυπο μαζικό σώμα ενόρκων, ρωτώντας και καβγαδίζοντας με τους διάφορους επίδοξους υπουργούς και εκφράζοντας με φωνές την επιδοκιμασία τους όταν συμφωνούσαν»[11]. Έτσι συστήνεται η προσωρινή κυβέρνηση που υποχρεώνεται να αποδεχτεί ως μέλη της τους ριζοσπάστες (Μπλαν, Μαρράστ, Φλοκόν και τον Αλεξάντρ Μαρτέν (Αλμπέρ) τους οποίους επιβάλουν ως δικούς τους ανθρώπους εμπιστοσύνης, οι ένοπλοι εξεγερμένοι.
Το πρώτο πράγμα που απαιτεί το πλήθος, από τα μέλη της προσωρινής, είναι η άμεση ανακήρυξη αβασίλευτης Δημοκρατίας στη Γαλλία και δεύτερον να εκδώσουν διατάγματα καταργώντας τους μοναρχικούς θεσμούς.
Όταν ο Λαμαρτίνος τολμά να αρνηθεί τη δέσμευση για κήρυξη Δημοκρατίας και στη συνέχεια προσπαθεί με ρητορείες να τους μπερδέψει, ξεσπά κύμα αγανάκτησης στο συγκεντρωμένο πλήθος στην πλατεία … τότε ένας αγωνιστής τον διακόπτει και τον προειδοποιεί ξεκάθαρα ότι «δεν πρέπει να εξαπατά τον κόσμο για κάτι που είχε τόσο ακριβά πληρώσει» και, αν ήθελε να γίνει δημοκρατικός υπουργός, να δεσμευτεί, αμέσως, για την κήρυξη Δημοκρατίας. Η Προσωρινή κυβέρνηση εκδίδει μια αόριστη ανακοίνωση προθέσεων ότι δηλαδή «προτιμά» ή «υποστηρίζει» μια αβασίλευτη δημοκρατία… Στην πραγματικότητα τα μέλη της προσωρινής δεν ήθελαν αβασίλευτη δημοκρατία καθώς ήταν ζωντανή ακόμα η μνήμη από την Μεγάλη Επανάσταση. Ο κόσμος γύρω από το Δημαρχείo ξεσηκώνεται και η Προσωρινή Κυβέρνηση ξαναπροσπαθεί: «στο όνομα του γαλλικού λαού η κυβέρνηση επιθυμεί μια αβασίλευτη δημοκρατία, επιδιώκοντας την έγκριση από τον λαό τον οποίο θα συμβουλευτεί αμέσως»… «Όμως» όπως αναφέρει ο Μαρξ «η δήλωση περί ‘‘επιθυμίας’’ δεν είναι αρκετή και το πλήθος κραυγάζει θυμωμένο. Σύντομα ο δημοφιλής επαναστάτης σοσιαλιστής Φρανσουά Ρασπάιγ διατάζει την Προσωρινή Κυβέρνηση να ανακηρύξει την αβασίλευτη δημοκρατία δηλώνοντας ότι ‘‘αν δεν εκπληρωνόταν αυτό μέσα σε δύο ώρες, θα επέστρεφε επικεφαλής 200.000 ανδρών’’»[12].
Ο Μπλαν αναγκάζεται να βγει στην Πλας ντε Γρεβ για να ηρεμήσει τον κόσμο. Ο ίδιος περιγράφει: «Τα αγριωπά πρόσωπα που είχα μπροστά μου, που τα έκανε ακόμα πιο τρομερά η λάμψη των αναρίθμητων πυρσών, εκδήλωσαν εντελώς ξαφνικά μια απερίγραπτη ικανοποίηση, και το συναίσθημα αυτό ξέσπασε σε κραυγή θριάμβου … Κάποιοι εργάτες, έχοντας βρει σε μια γωνιά του Δημαρχείου ένα μεγάλο κομμάτι λινού υφάσματος, πήραν κάρβουνο και σχεδίασαν πάνω του με τεράστια γράμματα La République une et endivisible est proclamée en France (Η Δημοκρατία μία και αδιαίρετη ανακηρύχθηκε στη Γαλλία)[13].
Έτσι εν μία νυκτί, (αφού πρώτα μοιράζουν τα υπουργεία μεταξύ τους) τα μέλη της προσωρινής, πολιορκημένα από ένα εξαγριωμένο ασυγκράτητο πλήθος, μέσα και γύρω από το Δημαρχείο, εκδίδουν, το ένα μετά το άλλο, διατάγματα που καταργούν τη Βουλή των Ομοτίμων, εξασφαλίζουν την ελευθερία του λόγου και του τύπου, ενώ με ένα άλλο θεσπίζουν την ελευθερία της συνάθροισης και του συνεταιρισμού… Τα διατάγματα, μόλις συντάσσονται, το ένα μετά το άλλο, αντιγράφονται σε πολλαπλάσια και ρίχνονται από τα παράθυρα για να τα εγκρίνει το πλήθος που καιροφυλακτεί απ’ έξω. Περισσότερα από 60 θεσπίσματα συντάσσονται το βράδυ της 24ης Φεβρουαρίου(!)…
Η «Δεύτερη Γαλλική Δημοκρατία» (1848-1851) έχει πάρει σάρκα και οστά.
Τι είδους Δημοκρατία θα είναι όμως; Η τυπική δημοκρατία ή η «δημοκρατική και κοινωνική πολιτεία» που απαιτεί ο λαός; Στους μήνες που ακολουθούν εντείνεται η διαμάχη για αυτό το θέμα, γίνονται εκλογές, τα πράγματα αλλάζουν και φτάνουμε στον Ιούνιο του 1848…
Αναρχία και Ζωή
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 173, Ιούλιος-Αύγουστος 2017
[1]. Μάρραιη Μπούκτσιν, Η Τρίτη Επανάσταση, τόμος 2ος.
[2]. Pinkey, French Revolution of 1830.
[3]. Μάρραιη Μπούκτσιν, Η Τρίτη Επανάσταση, τόμος 2ος.
[4]. Όσον αφορά τον εκλογικό νόμο που θέσπισε η κυβέρνηση του Λουδοβίκου-Φίλιππου το 1831, –όπου λόγω του τέλους των 200 φράγκων που απαιτούνται για το δικαίωμα της ψήφου μόνο οι 166.000 από τα 9 εκατομμύρια έχουν δικαίωμα ψήφου– η Πρισίλλα Ρόμπερτσον στο Revolutions of 1848: A Social History, αναφέρει «[…] σε κάθε περίπτωση οι μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες αποκλείονταν, μαζί με τις τάξεις των επαγγελματιών και των γραμματιζούμενων και, φυσικά, τους εργάτες και τους αγρότες». Σε σχετικά αιτήματα για διεύρυνση του εκλογικού σώματος ο πρωθυπουργός Γκιζό σαρκάζει: «Πλουτίστε, και μετά μπορείτε να ψηφίσετε».
[5]. Μάρραιη Μπούκτσιν, Η Τρίτη Επανάσταση, τόμος 2ος.
[6]. Priscilla Robertson, Revolutions of 1848: A Social History, (Νιου Τζέρσεϊ, Princeton University Press, 1952).
[7]. Alphonse de Lamartine, History of the Revolution of 1848.
[8]. Daniel Stern (ψευδώνυμο της Κόμισσας ντ’ Αγκού), Histoire de la révolution de 1848, Παρίσι, 1850, τόμος 1.
[9]. Alphonse de Lamartine, History of the Revolution of 1848.
[10]. Tocqueville, Recollections.
[11]. Μάρραιη Μπούκτσιν, Η Τρίτη Επανάσταση, τόμος 2ος.
[12]. Karl Marx, The Class Struggles in France.
[13]. Blanc, Historical Revelations.