Η φτώχια μυρίζει.Της Δήμητρας Περλορέντζου.
Η φτώχια μυρίζει.
Φαίνεται από τα χέρια.
Από τα πρόχειρα βαμμένα ασημί νύχια.
Από την μικρή ανεπαίσθητη αίσθηση του ατημέλητου.
Από τα αταίριαστα φτηνά βραχιόλια της λαϊκής.
Η φτώχια μυρίζει.
Φαίνεται στο φθαρμένο ξεθωριασμένο κολάν στην στενή ασιδέρωτη μπλούζα.
Στα μαλλιά τα προχείρως βαμμένα με τις ρίζες να ξερνάνε λευκόγκριζα.
Στο σκοίνινο σταυρουδάκι του λαιμού.
Η φτώχια μυριζει.
Μέσα από ένα παλιό δερμάτινο πορτοφολάκι δώρο από τον γάμο της.
Τότε παλιά.
Δεκαεφτά χρόνων όταν την πήραν από τα χωράφια και την αρραβώνιασαν για να πατσίσουν τα γραμμάτια.
Και τον φορτώθηκε από το πρώτο βράδυ.
Τα καλά κορίτσια τα υπάκουα ανοίγουν τα πόδια σηκώνουν το νυχτικό και γυρίζουν το κεφάλι στα ζέρβα.
Περιμένοντας τον άντρα να τελειώσει.
Δεν μιλάνε ποτέ.
Δεν αποφασίζουν ποτέ.
Όλη της η ζωή αυτό που διάλεξαν οι άλλοι.
Ούτε στα παιδιά της αποφάσισε.
Ούτε στα νιάτα της.
Τα καλά κορίτσια όταν χρωστάνε μαθαίνουν να πληρώνουν με την ζωή τους.
Μαθαίνουν να δουλεύουν να πλένουν να μαγειρεύουν και να σηκώνουν το νυχτικό τα βράδια.
Τα φτωχά κορίτσια.
Που γεννήθηκανε με το κουσούρι να ναι θηλυκά.
Σαν τα γελάδια και τις γίδες του αντρός τους.
Η φτώχια μυρίζει.
Στις μετρημένες κουβέντες της.
Ένα δημοτικό και πολύ της πρέπει.
Άλλωστε και να μιλούσε περισσότερο δεν θα την άκουγε κανείς.
Δεν θα το ήθελε κανείς.
Και έτσι έμαθε να σιγομουρμουρίζει χωρίς να περιμένει τίποτα.
Η φτώχια δεν της έδωσε τίποτα ούτε της πήρε κάτι πέρα από τα νιάτα της.
Μια ζωή κρυμμένη.
Μια ζωή χαμένη και εκείνο το μικρό κορίτσι ξεχασμένο στον στρογγυλό παλιό καθρέφτη του μπάνιου τους.
Η μόνη παρηγοριά τα παιδιά της.
Να μην ζήσουν εκείνη την φτώχια που μυρίζει.
Βγαίνει στο στενό αφημένο μπαλκόνι και το μόνο που ανάβει από κείνη είναι η κάφτρα στο σκοτάδι από το φτηνό τσιγάρο της.
Τουλάχιστον αυτό είναι δικό της.
Δήμητρα Περλορέντζου.
3/6/2020.