Η γαλλική επανάσταση και το 1848
β΄ μέρος
Προυντόν
Το 1840, ο Προυντόν δημοσίευσε το πρώτο και πιο σημαντικό βιβλίο του, με τίτλο Τι είναι ιδιοκτησία [στμ. What is Property? Or, An Inquiry into the Principle of Right and of Government, (1840)]. Σε αυτό το έργο, ο Προυντόν έκανε μια καυστική και άμεση επίθεση στην ηθική και τις αντιφάσεις της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής – αυτήν την ιδιωτική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, ο Προυντόν την ονόμασε «ιδιοκτησία», διαφοροποιώντας την από την ιδιοκτησία των παραγόμενων αγαθών που ο ίδιος ονομάζει «κατοχή». Στην ανάλυσή του, όλοι οι άνθρωποι είχαν δικαίωμα στην απασχόληση και στην επιβίωση, καθώς και δικαίωμα στα μέσα για να το κάνουν. Όμως, σύμφωνα με τις τρέχουσες ιδιοκτησιακές ρυθμίσεις, οι εργαζόμενοι ανταλλάσσουν την εργασία τους με τον κύριο των μέσων παραγωγής (τον ιδιοκτήτη), ο οποίος δίνει σε αντάλλαγμα μισθούς. Εφ’ όσον το προϊόν της εργασίας είναι κατ’ ανάγκη συλλογικό και τα παραγόμενα κέρδη είναι κοινωνική ιδιοκτησία, οι εργάτες θα πρέπει να έχουν δικαίωμα στο μερίδιο που παράγει ο καθένας τους, τo οποίo όμως μερίδιο μετατρέπει σε κέρδη ο ιδιοκτήτης, που δεν συνεισφέρει τίποτε άλλο στην παραγωγή πέρα από το κεφάλαιο.
Σε μια προ-μαρξιστική εκδοχή της υπεραξίας της εργασίας, ο Προυντόν συμπέρανε ότι οι εργάτες γίνονται έτσι αντικείμενο εκμετάλλευσης. Κατέληξε στο περίφημο συμπέρασμα, «Αν είχα ν’ απαντήσω στο εξής ερώτημα: Τι είναι σκλαβιά; Και με μια μόνη λέξη ν’ απαντήσω: δολοφονία, η σκέψη μου θα ήταν αρχικά κατανοητή. Δεν θα ’χα ανάγκη από μια μακροσκελή ομιλία για ν’ αποδείξω ότι η δύναμη ν’ αφαιρείς από τον άνθρωπο τη σκέψη, τη θέληση, την προσωπικότητα, είναι μια δύναμη ζωής και θανάτου, και πως το να κάνεις σκλάβο έναν άνθρωπο σημαίνει να τον δολοφονήσεις. Γιατί λοιπόν σ’ αυτήν την άλλη ερώτηση: Τι είναι ιδιοκτησία; να μην μπορώ πάλι ν’ απαντήσω: κλεψιά, χωρίς να έχω τη βεβαιότητα πως με καταλαβαίνουν, εφ’ όσον η δεύτερη αυτή απάντηση είναι τροποποίηση της πρώτης;».
Αυτή η εκμετάλλευση οδηγεί αναπόφευκτα σε κοινωνική σύγκρουση, καθώς, όπως υποστήριξε: «Το δικαίωμα της ιδιοκτησίας ήταν η προέλευση του κακού στη γη, ο πρώτος κρίκος στη μακρά αλυσίδα των εγκλημάτων και των συμφορών που έχει υπομείνει η ανθρώπινη φυλή από τη γέννησή της. Η αυταπάτη του αυτοπεριορισμού της είναι η μοιραία γοητεία που ρίχνεται πάνω στο νου, η θανατική ποινή που εμφυσήθηκε στη συνείδηση, για να σταματήσει την πρόοδο του ανθρώπου προς την αλήθεια και να ενισχύσει τη λατρεία του λάθους».
Σύμφωνα με τον Προυντόν, η κοινωνική σύγκρουση που είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της ιδιοκτησίας οδηγεί στη δημιουργία κυβέρνησης, της οποίας η κύρια λειτουργία είναι να προστατεύει την ιδιοκτησία των κύριων των μέσων παραγωγής, να αρνείται τα δικαιώματα των ανθρώπων στην αυτοσυντήρηση και να προστατεύει την οικονομική εκμετάλλευση. Αυτή η μορφή καταπίεσης υπάρχει, όποια μορφή κι αν τύχει να πάρει η κυβέρνηση, είτε είναι μοναρχία, είτε είναι αντιπροσωπευτική δημοκρατία. Για όσο θα επικρατεί η ανισότητα και θα υπάρχουν εκμεταλλευτικές περιουσιακές ρυθμίσεις, ακόμα και στην πιο τέλεια δημοκρατία, τα άτομα ακόμη δεν θα είναι ελεύθερα. Το κράτος είναι πάντα τυραννία. Έτσι, ο Προυντόν έπαψε να σχετίζεται με πολλούς από τους συναδέλφους του ριζοσπάστες της αριστεράς σε σχέση με τη Γαλλική Επανάσταση και την παράδοση των Ιακωβίνων. Ενώ πίστευε στους στόχους της Επανάστασης για ελευθερία, ισότητα και αδελφοσύνη, το γεγονός της υπεράσπισης της ιδιωτικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής από μεριάς των Ιακωβίνων κατέστησε αδύνατον στον Προυντόν να σχετίζεται με αυτούς. Η ιδιωτική ιδιοκτησία εξασφάλιζε την ανισότητα και έτσι στερούσε την ελευθερία και την αδελφοσύνη. Επιπλέον, η συγκεντρωτική γραφειοκρατική δημοκρατία που δημιουργήθηκε από τους Ιακωβίνους απλώς βελτιστοποίησε και αύξησε την καταπιεστική φύση του κράτους.
Εφ’ όσον η ιδιοκτησία οδηγούσε άμεσα σε κοινωνική σύγκρουση, υπονόμευε άμεσα την κοινωνία. Ο Προυντόν πίστευε ότι οι άνθρωποι ήταν εκ φύσεως κοινωνικά όντα και απαιτούσε από την κοινωνία να παράγει τα μέσα για την επιβίωση. Για να λειτουργήσει η κοινωνία χωρίς σύγκρουση, απαιτούσε αμοιβαία αναγνώριση της ισότητας. Έτσι η κοινωνία απαιτούσε τη δημιουργία ενός δίκαιου κοινωνικού συστήματος. Αλλά, όπως ο Προυντόν απέρριπτε την παράδοση των Ιακωβίνων, ομοίως απέρριπτε και την κομμουνιστική λύση. Οι κομμουνιστές, όπως ο Γράκχος Μπαμπέφ, προσπάθησαν να επιλύσουν το πρόβλημα της οικονομικής ανισότητας, αλλά η λύση τους αποδείχθηκε εξίσου επιζήμια με τον καπιταλισμό. Χρησιμοποιώντας και μια μικρή δόση Χεγκελιανής ανάλυσης, ο Προυντόν υποστήριξε ότι ο καπιταλισμός, ως θέση, κατασκεύασε, μέσω της δημιουργίας ριζικής ανισότητας και εκμετάλλευσης, τον κομμουνισμό, ως την αντίθεσή του. Αλλά το κομμουνιστικό σύστημα, μέσω της απόλυτης ίσης κατανομής της ιδιοκτησίας και όλων των αγαθών της κοινωνίας, που επιβάλλεται από ένα συγκεντρωτικό κράτος, θα δημιουργούσε ένα τυραννικό σύστημα νεκρικής ομοιομορφίας. Καθώς το κράτος, αναλαμβάνοντας τα ηνία της οικονομίας, θα γινόταν όλο και πιο ισχυρό, το άτομο θα χανόταν. Οι άνθρωποι μπορεί να είναι κοινωνικά όντα, αλλά αγαπούν επίσης την ανεξαρτησία και την ελευθερία. Αν ο καπιταλισμός θυσίασε την ισότητα στο όνομα της ελευθερίας, μη πετυχαίνοντας κανέναν από τους δύο στόχους, ο κομμουνισμός θυσίασε την ελευθερία στο όνομα της ισότητας και πέτυχε το ίδιο αποτέλεσμα. Ο Προυντόν δημιούργησε, έτσι, αυτό που έβλεπε ως την Χεγκελιανή σύνθεση μεταξύ των συστημάτων ιδιοκτησίας και του κομμουνισμού και δήλωσε: «Είμαι αναρχικός».
Ο Προυντόν υποστήριξε ότι η αναρχία του (ή η αμοιβαιότητα, ο μιουτουαλισμός, όπως την ονόμασε) διατήρησε τόσο την ελευθερία όσο και την ισότητα και επέτρεπε την αληθινή αδελφοσύνη. Βασιζόμενος στους στοχαστές των κοινωνικών συμβολαίων του Διαφωτισμού, ο Προυντόν οραματίστηκε μια νέα μορφή κοινωνικού συμβολαίου, όχι ένα πολιτικό συμβόλαιο μεταξύ πολιτών ή μεταξύ ανθρώπων και ηγεμόνων, αλλά οικονομικές συμβάσεις μεταξύ ελεύθερων ατόμων. Αυτές οι συμβάσεις, πίστευε, είναι η μόνη δυνατή μορφή μη αναγκαστικής σύμβασης. Αντί για ένα σύστημα ιδιωτικής ή κρατικής ιδιοκτησίας [στμ. των μέσων παραγωγής] που επιβάλλεται από το κράτος, ο Προυντόν πρότεινε μια κοινωνία όπου κατείχαν τα μέσα παραγωγής οι ενώσεις εργαζομένων, παρόμοιες με αυτές που είχε δει στη Λυών. Αυτές οι ενώσεις θα παρήγαγαν και θα συναλλάσσονταν με άλλες ενώσεις μέσω της μορφής ελεύθερων συμβάσεων. Οι εργαζόμενοι σε κάθε ένωση θα λάμβαναν τότε ένα μερίδιο από τα κέρδη των κοινωνικών προϊόντων, στην παραγωγή των οποίων συνέβαλαν. Αυτό θα εξασφάλιζε επαρκή ισότητα για όλους ώστε να είναι σε θέση να παράγουν και θα απέτρεπε τη χρήση της ιδιοκτησίας που θα οδηγούσε σε εκμετάλλευση. Ο ρόλος του κράτους θα περιοριζόταν στη συνέχεια στην παροχή δωρεάν ή χαμηλού επιτοκίου πίστωσης στις ενώσεις και στην βοήθεια της διατήρησης των συμβάσεων. Αυτές οι ενώσεις μικρής κλίμακας θα συνενώνονταν και θα δημιουργούσαν ένα αποκεντρωμένο και ριζικά δημοκρατικό κράτος.
Ο ελεύθερος συνεταιρισμός, η ελευθερία –της οποίας η μοναδική λειτουργία είναι η διατήρηση της ισότητας στα μέσα παραγωγής και της ισοδυναμίας στις ανταλλαγές– είναι η μόνη δυνατή, η μόνη δίκαιη, η μόνη αληθινή μορφή της κοινωνίας. Η πολιτική είναι η επιστήμη της ελευθερίας. Η διακυβέρνηση του ανθρώπου από άλλον άνθρωπο (με όποιο όνομα και αν είναι μεταμφιεσμένη) είναι καταπίεση. Η κοινωνία βρίσκει την ύψιστη τελειότητά της στην ένωση της τάξης με την αναρχία.
Όπως ο Ουίλιαμ Γκόντγουιν πριν από αυτόν, ο Προυντόν παρέμεινε επιφυλακτικός στη χρήση της βίαιης επανάστασης για την επίτευξη κοινωνικών μεταρρυθμίσεων. Η κατανόησή του για τη Γαλλική Επανάσταση και η εμπειρία του στην επανάσταση του 1848, που θα συζητηθεί παρακάτω, τον οδήγησαν στο συμπέρασμα ότι η κοινωνική αλλαγή θα μπορούσε να συμβεί μόνο με μη αναγκαστικά μέσα. Το όραμά του ήταν τα συνεχώς διευρυνόμενα δίκτυα εργατικών συνεταιρισμών που θα αντικαθιστούσαν σταδιακά το κράτος και θα πετύχαιναν την μιουτουαλιστική κοινωνία του. Όπως υποστηρίζει ο Ρόμπερτ Λ. Χόφφμαν [στμ. 1972], μετά την καταστροφή του 1848, ο Προυντόν μετατράπηκε σε έναν σημαντικό φιλόσοφο ηθικής και στο όραμά του για την επανάσταση προσπαθούσε όλο και περισσότερο να χρησιμοποιήσει τις μουτουαλιστικές σχέσεις για να δημιουργήσει μια ελεύθερη οργανική κοινότητα και ηθική αναγέννηση.
Ο Προυντόν βοήθησε στη δημιουργία της αναρχικής σχολής του σοσιαλισμού. Οι συνεχιστές των απόψεών του, συγκεντρωμένοι σε οργανωμένοι σε ομάδες στη Γαλλία, την Ισπανία, την Ελβετία, τη Ρωσία και την Ιταλία ανέπτυξαν τις ιδέες του για την αυτο-οργάνωση των εργαζομένων, τον ελεύθερο συνεταιρισμό και την αντι-κρατιστική πολιτική. Αυτές οι ιδέες τελειοποιήθηκαν από τον Μπακούνιν και τον αναρχο-κολλεκτιβισμό του στην Πρώτη Διεθνή, από τον Κροπότκιν και τον αναρχοκομμουνισμό του στις αρχές του αιώνα, καθώς και από την ανάπτυξη του αναρχο-συνδικαλισμού στον εικοστό αιώνα.
[…]
Οι επαναστάσεις του 1848
Μόνον αρκετά χρόνια μετά τη δημοσίευση των θεμελιωδών έργων του Προυντόν με βάση τις αναρχικές αντιλήψεις και απόψεις, η Ευρώπη συγκλονίστηκε από ένα άλλο επαναστατικό ξέσπασμα, το μεγαλύτερο μετά τη Γαλλική Επανάσταση. Η νέα αυτή επανάσταση, ξεκινώντας από τη Γαλλία τον Φεβρουάριο του 1848 και εξαπλούμενη σε ολόκληρη την ήπειρο, έκανε την συντηρητική τάξη που καθιέρωσε ο Μέττερνιχ, μετά το τέλος της Γαλλικής Επανάστασης, να καταρρεύσει με εκπληκτική ταχύτητα. Στα αστικά κέντρα σε όλη την Ευρώπη, συνασπισμοί φιλελεύθερων, δημοκρατών, εθνικιστών, σοσιαλιστών και άλλων, βγήκαν στους δρόμους ενάντια στις απολυταρχικές και φιλελεύθερες μοναρχίες. Οι επαναστάσεις πέτυχαν γρήγορη, αλλά φευγαλέα, επιτυχία. Η εναντίωση στη μοναρχία μπορεί να είχε δημιουργήσει αυτή την ανομοιογενή αντιπολίτευση να συνασπιστεί, αλλά οι συνασπισμοί δεν άργησαν να έρθουν σε σύγκρουση και μετά να καταρρεύσουν. Σε γενικές γραμμές, μέσα σε λίγα χρόνια, οι επαναστάσεις τερματίστηκαν και οι επαναστατικές δυνάμεις αποδιοργανώθηκαν. Αυτή η εμπειρία της αποτυχημένης επανάστασης ενίσχυσε τις βασικές αντιλήψεις του αναρχικού κινήματος. Τόσο ο Προυντόν όσο και ο Μπακούνιν συμμετείχαν, σε διάφορους βαθμούς, στις επαναστάσεις και κατέληξαν και οι δύο στο ίδιο συμπέρασμα: οι απόπειρες οικοδόμησης συνασπισμού μεταξύ της εργατικής τάξης και της μεγαλοαστικής τάξης ήταν καταδικασμένες, όπως και κάθε προσπάθεια επίτευξης επαναστατικής αλλαγής μέσω ενός κυβερνητικού μηχανισμού. Αν μη τι άλλο, η αποτυχία του 1848 ενίσχυσε αυτές τις αναρχικές πεποιθήσεις.
Στη Γαλλία, απ’ όπου ξεκίνησαν οι επαναστάσεις, η παρισινή εργατική τάξη και οι ριζοσπαστικές λέσχες της έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στις οδομαχίες, οι οποίες κατέστρεψαν την Ιουλιανή Μοναρχία τον Φεβρουάριο. Γρήγορα, ανακηρύχθηκε μια δημοκρατία και σχηματίστηκε μια προσωρινή κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα του μεγάλου ρόλου που διαδραμάτισε η εργατική τάξη, η προσωρινή κυβέρνηση, αποτελούμενη κυρίως από δημοκράτες της μεσαίας τάξης που εμπνέονταν από τους Ιακωβίνους, υποσχέθηκε μια σειρά κοινωνικών μεταρρυθμίσεων (που κυρίως έδιναν λύση στα προβλήματα της ανεργίας) και μέχρι που έφερε και έναν Παριζιάνο εργάτη ως μέλος. Παρ’ ότι η κυβέρνηση διστάζει να δημιουργήσει ένα Υπουργείο Εργασίας, επέτρεψε τη δημιουργία μιας «Επιτροπής για τους Εργάτες» στο παλάτι του Λουξεμβούργου. Η Επιτροπή έγινε κέντρο αυτοοργάνωσης της εργατικής τάξης. Η Επιτροπή του Λουξεμβούργου προώθησε την εκλογή αντιπροσώπων από τα διάφορα επαγγέλματα, που οργανώθηκαν για την κοινωνική και οικονομική μεταρρύθμιση, σε αντίθεση με την πολιτική μεταρρύθμιση που υποστήριζαν οι ριζοσπαστικοί σύλλογοι. Η Επιτροπή βοήθησε στη δημιουργία συνδικαλιστικών ενώσεων και ελεύθερα συνδεδεμένων παραγωγικών συνεταιρισμών, προτείνοντας ένα είδος Προυντονιανού μουτουαλιστικού, ελεγχόμενου από τους εργάτες, σοσιαλισμού.
Η προσωρινή κυβέρνηση μείωσε την διάρκεια των εργάσιμων ημερών κατά μία ώρα από 11 σε 10 ώρες στο Παρίσι και δημιούργησε τα Εθνικά Εργαστήρια για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα της ανεργίας. Τα Εθνικά Εργαστήρια, μια ιδέα που αναπτύχθηκε από τον Πρόεδρο της Επιτροπής Λουί Μπλαν, υποτίθεται ότι ήταν ένας μηχανισμός κυβερνητικής απασχόλησης, που ο Μπλαν πίστευε ότι θα μπορούσε τελικά να αποδειχθεί πιο παραγωγικός και αποδοτικός από την καπιταλιστική παραγωγή. Αλλά δεν ήταν γραφτό να γίνει έτσι. Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της Επιτροπής του Λουξεμβούργου προκάλεσε αντίδραση, προερχόμενη από τα πιο συντηρητικά μέλη της προσωρινής κυβέρνησης όπου κυριαρχούσαν οι μεγαλοαστοί. Η κυβέρνηση διόρισε για διευθυντή των Εθνικών Εργαστηρίων ένα πρόσωπο του οποίου η εχθρότητα προς τον σοσιαλισμό ήταν γνωστή. Αντί να παρέχουν παραγωγική εργασία, τα εργαστήρια πήραν μια μορφή πενιχρής κοινωνικής πρόνοιας και έγιναν τα εργαλεία για να κρατήσουν τους εργαζόμενους μακριά από τους δρόμους και μακριά από τους ριζοσπάστες στην Επιτροπή του Λουξεμβούργου.
Καθώς οι υποσχεθείσες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις απέτυχαν να υλοποιηθούν την άνοιξη του 1848, άρχισαν να αυξάνονται οι απογοητεύσεις μεταξύ της εργατικής τάξης και των ριζοσπαστικών συλλόγων. Η αυξανόμενη αγωνιστικότητα των εργαζομένων οδήγησε σε ρήξη τους πιο ριζοσπαστικούς εργαζομένους και την πιο μετριοπαθή ηγεσία στη νεοεκλεγείσα (κάτω) Βουλή των Αντιπροσώπων. Τον Απρίλιο, εργάτες και ριζοσπάστες των συλλόγων οργάνωσαν μεγάλες διαδηλώσεις απαιτώντας άμεσες κοινωνικές μεταρρυθμίσεις. Ωστόσο, [στμ. η κυβέρνηση] τις κατέστειλε. Στις 13 Μαΐου, η κυβέρνηση έκλεισε την Επιτροπή του Λουξεμβούργου και οι ριζοσπάστες έκαναν μια προσπάθεια με μισή καρδιά ώστε να καταλάβουν το Δημαρχείο του Παρισιού [στμ. Hôtel de Ville] και να εγκαταστήσουν μια κυβέρνηση με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Η κυβέρνηση απάντησε κλείνοντας τα Εθνικά Εργαστήρια. Αυτή η πράξη αποδείχθηκε η σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και ήταν ο καταλύτης για να εξαπολυθεί αυτό που έγινε γνωστό ως Εξέγερση του Ιουνίου. Οι οδομαχίες μαίνονταν για τρεις μέρες και οδήγησαν στο θάνατο 10.000 εξεγερμένους που προέρχονταν κυρίως από την εργατική τάξη και ακόμη 4.000 να απελαθούν στην Αλγερία. Η διάσπαση στον συνασπισμό μεταξύ των σοσιαλιστών της εργατικής τάξης και των δημοκρατικών της μεσαίας τάξης ολοκληρώθηκε και το όνειρο της κοινωνικής επανάστασης το έτος 1848 πέθανε. […]
Στο έργο του Εξομολογήσεις ενός Επαναστάτη (Confessions of a Revolutionary), που δημοσιεύτηκε το 1849, ο Προυντόν αναφέρθηκε στην αποτυχία της κοινωνικής επανάστασης το 1848. Η βασική αιτία της αποτυχίας ήταν η πεποίθηση ότι η πολιτική δράση και η κυβερνητική εξουσία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την πραγματοποίηση μιας ουσιαστικής κοινωνικής μεταρρύθμισης. Αντί [στμ. η κοινωνική επανάσταση] να καταλάβει την εξουσία και να χρησιμοποιήσει το κράτος για να προσπαθήσει να πραγματώσει τον σοσιαλισμό, υποστήριξε ότι η κοινωνική επανάσταση θα έπρεπε να είχε χρησιμοποιηθεί για να καταστρέψει κάθε εξουσία, γράφοντας: «Η πολιτική επανάσταση, η κατάργηση της εξουσίας μεταξύ των ανθρώπων είναι ο στόχος· η κοινωνική επανάσταση είναι το μέσο». Στη συνέχεια, υποστήριξε ότι η αποτυχία του καπιταλισμού είχε οδηγήσει στην επανάσταση το 1848, αλλά οι επαναστάτες απέτυχαν όταν προσπάθησαν να δημιουργήσουν μια νέα κυβέρνηση, αντί να εξασφαλίσουν την ελευθερία. Ενώ ήταν οξύς επικριτής της ολοένα και πιο αντιδημοκρατικής κυβέρνησης της Ιουλιανής Μοναρχίας, η λύση δεν ήταν, σύμφωνα με τον ίδιο, απλώς μια πιο δημοκρατική δημοκρατία. Το πραγματικό πρόβλημα, πίστευε, ήταν το κοινωνικό πρόβλημα του καπιταλισμού και αυτό απαιτούσε οικονομική δράση. Η επανάσταση απέτυχε γιατί επιδίωκε μόνο πολιτικές λύσεις. Ο Προυντόν έκανε, επίσης, μια διάκριση μεταξύ του αναρχικού σοσιαλισμού του και αυτού του Μπλαν και του Μπλανκί, τους οποίους αποκαλούσε «κρατιστές σοσιαλιστές». Οι προσπάθειές τους να δημιουργήσουν τον σοσιαλισμό από τα πάνω, μέσω της χρήσης μιας συγκεντρωτικής δημοκρατίας ή δικτατορίας, είχαν οδηγήσει σε φόβους για τυραννία και είχαν στρέψει τους ανθρώπους ενάντια στην ιδέα του σοσιαλισμού. Για τον Προυντόν, ο σοσιαλισμός θα μπορούσε να επιτευχθεί μόνο μέσω της ελεύθερης και εθελοντικής ένωσης των ίδιων των εργατών. Ο Προυντόν, προαναγγέλλοντας τις μεταγενέστερες συζητήσεις μεταξύ αναρχικών και μαρξιστών στις επόμενες δεκαετίες, υποστήριξε: «Ο Λουί Μπλαν αντιπροσωπεύει τον κρατικό σοσιαλισμό, την επανάσταση διαμέσου της εξουσίας, όπως εγώ αντιπροσωπεύω τον δημοκρατικό σοσιαλισμό, την επανάσταση διαμέσου του λαού. Υπάρχει μια άβυσσος ανάμεσά μας». Η σύντομη συμμετοχή του Προυντόν στην επαναστατική πολιτική είχε απλώς ενισχύσει την πίστη του στη χρήση των εθελοντικών ενώσεων εργαζομένων ως το μόνο αποτελεσματικό μέσο για την επίτευξη της κοινωνικής προόδου.
Ο γεννημένος στη Ρωσία, διεθνιστής επαναστάτης Μιχαήλ Μπακούνιν απέκτησε την εμπειρία του και ανέπτυξε τις αναρχικές του αντιλήψεις και απόψεις κατά τη διάρκεια των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων του 1848. Γεννημένος σε μια αριστοκρατική οικογένεια στην τσαρική Ρωσία, ο Μπακούνιν υπηρέτησε στον ρωσικό στρατό, όπου γεννήθηκαν οι αντιεξουσιαστικές του τάσεις, αφού έγινε μάρτυρας της καταστολής της πολωνικής εξέγερσης του 1830. Παραιτούμενος από την αποστολή του, μελέτησε τους εγκυκλοπαιδιστές, τον Φίχτε και τον Χέγκελ, εξελισσόμενος σε έναν κοινωνικό επαναστάτη. Το 1842, χρησιμοποιώντας ένα γαλλικό ψευδώνυμο, ο Μπακούνιν δημοσίευσε το πρώτο του δοκίμιο «Η αντίδραση στη Γερμανία» (The Reaction in Germany). Το σύντομο, αλλά μάλλον αφηρημένο και φιλοσοφικό έργο, είναι αξιοσημείωτο για τον επαναστατικό του τόνο, συμπεριλαμβανομένων των εκκλήσεων για κοινωνική επανάσταση και της ιδέας ότι η ανθρώπινη ελευθερία ήταν το υπέρτατο τέλος της ιστορίας. Το έργο ολοκληρώθηκε με μια από τις πιο διάσημες δηλώσεις του, που συνδυάζει την Χεγεκλιανή διαλεκτική και το αναρχικό συναίσθημα: «Το πάθος για την καταστροφή είναι επίσης ένα δημιουργικό πάθος!».
Μετά το ξέσπασμα της επανάστασης τον Φεβρουάριο, ο Μπακούνιν ταξίδεψε αρχικά στη Γαλλία, αλλά πιστεύοντας ότι η επανάσταση είχε τελειώσει, ταξίδεψε στη συνέχεια ανατολικά, πολεμώντας στα οδοφράγματα στην Πράγα και τη Δρέσδη, όπου τελικά φυλακίστηκε και εξορίστηκε για το υπόλοιπο της ζωής του. Οι επαναστάσεις του 1848 είχαν, όμως, βαθιά επίδραση στη ζωή του. Οι σύντομες νίκες και η τελική αποτυχία τους ξεκίνησαν τη μακρά διαδικασία, η οποία μετέτρεψε τον Μπακούνιν σε αναρχικό. Τα περιγράμματα των μελλοντικών, πιο πλήρως διαμορφωμένων αναρχικών αντιλήψεων και απόψεών του φαίνονται στην «Έκκληση προς τους Σλάβους» (Appeal to the Slavs) που γράφτηκε ενώ ήταν φυλακισμένος για την επαναστατική του δράση το 1848. Σε αυτό το δοκίμιο, ο Μπακούνιν κατήγγειλε κάθε μορφή ρεφορμισμού ή συμβιβασμού. Ο κόσμος χωρίστηκε σε δύο ανταγωνιστικά στρατόπεδα, αυτά της επανάστασης και της αντεπανάστασης. Τις δυνάμεις της επανάστασης τις προσδιόρισε ως τις εργατικές τάξεις και την αγροτιά. Οι τάξεις της αντεπανάστασης περιλάμβαναν όχι μόνο τις αυταρχικές μοναρχίες και τους ευγενείς, αλλά και την μεγαλοαστική τάξη, η οποία πίστευε ότι πρόδωσε τον λαό το 1848. Εκτός από την προδοσία της μεγαλοαστικής τάξης, η αποτυχία του 1848 ήταν μια αποτυχία όχι της επανάστασης, αλλά αποκλειστικά της πολιτικής επανάστασης. Υποστήριξε ότι:
«Η ελευθερία ήταν απλώς ένα ψέμα όπου η μεγάλη πλειοψηφία του πληθυσμού περιορίζεται σε μια άθλια ύπαρξη, όπου, στερούμενη της εκπαίδευσης, του ελεύθερου χρόνου και του ψωμιού, προορίζεται να χρησιμεύσει ως υποστήριγμα για τους ισχυρούς και τους πλούσιους. Η κοινωνική επανάσταση, λοιπόν, εμφανίζεται ως μια φυσική, απαραίτητη απόρροια της πολιτικής επανάστασης… Το κοινωνικό ζήτημα φαίνεται λοιπόν να είναι πρώτα και κύρια το ζήτημα της πλήρους ανατροπής της κοινωνίας».
Στο δεύτερο μισό του δέκατου ένατου αιώνα, ξεκινώντας από τον Μπακούνιν, η αναρχία εμφανίστηκε ως μια ώριμη και πλήρως διαμορφωμένη αντίληψη. Οι ρίζες της, όμως, βρίσκονται στον αιώνα που προηγήθηκε. Οι πνευματικές της ρίζες μπορούν να βρεθούν στις έννοιες του Διαφωτισμού: στον ορθολογισμό, την ελευθερία και την πρόοδο. Επιπλέον, οι οργανωτικές της αρχές αναπτύχθηκαν ως αποτέλεσμα των εμπειριών της Γαλλικής Επανάστασης και των επαναστάσεων του 1848. Αυτός ο συνδυασμός θεωρίας και δράσης ήταν που έχτισε τις σύγχρονες αντιλήψεις και απόψεις της αναρχίας.
Χρησιμοποιήθηκε το άρθρο The French Revolution and 1848, του C. Alexander McKinley
Πηγή: The Palgrave Handbook of Anarchism (edited by Carl Levy & Matthew S. Adams)
Μετάφραση – απόδοση Π.
Το πρώτο μέρος εδώ:
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.245, Φεβρουάριος 2024
ΠΗΓΗ:anarchypress.wordpress.com