«Η γέννηση ενός Θεού, που θα ‘θελα…, Αλήτη !» | Του Μανόλη Πετράκη
«Η γέννηση ενός Θεού, που θα ‘θελα…, Αλήτη !» | Του Μανόλη Πετράκη
«Εγώ τον Θεό μου, τον θέλω αλήτη», τραγούδαγε ο Πασχάλης ο Τερζής κι εγώ συμφωνώ και επαυξάνω και το ίδιο ακριβώς δηλαδή θέλω κι εγώ, αφού, αλήτης, είναι ίσως η πιο τιμημένη έννοια του κόσμου και καμιά σχέση βεβαίως δεν έχει με ‘κείνη την άλλη απαίσια έννοια, που της έχουν δώσει, με την απαίσια, ίδια έννοια αυτή…, κάποιοι «αλήτες» !
….Και τον θέλω να τριγυρίζει παντού, (πανταχού παρών), από το μπαρ που καθίσει δίπλα και θα κάνει συντροφιά στον μοναχικό μεθυσμένο, που αυτή η χαρμόσυνη αίσθηση εκ του Χριστουγεννιάτικου Πνεύματος εκείνον τον οδήγησε σε μια άλλη αίσθηση και συγκεκριμένα σε παραίσθηση, όχι εκ του πνεύματος αλλά του οινοπνεύματος και στον οποίο όχι μόνο θα κάνει συντροφιά, αλλά θα του πληρώσει και το λογαριασμό φεύγοντας (και τα πάντα πληρών), μέχρι στο κρύο σπίτι της καθαρίστριας η οποία θα ξυπνήσει χαράματα Χριστουγεννιάτικα και θα τη βοηθήσει να βάλει στην παγωνιά το παλτό της για να ‘ναι κι απόψε το μαγαζί καθαρό, και σ’ αυτές τις «γιορτές».
Τον θέλω στις πιάτσες των ταξί, να ψάχνει στις τσέπες του αναπτήρα, τον θέλω μες στο ταξί ν’ ακούει τον ταξιτζή να του λέει για τα πρώτα Χριστούγεννα που περνάει μακριά απ’ τη γυναίκα του που «καλά έκανε» και τον παράτησε, τον θέλω και μες στο περίπτερο, να βλέπει τον καθώς πρέπει μαλάκα με τη φωτεινή γραβάτα να προστάζει επιτακτικά στον ενικό τον περιπτερά να του δώσει τσιγάρα, λες και γνωριζότανε από χτες….
Τον θέλω στο μπακάλικο, δίπλα στην κυρία, που σήμερα, σίγουρα θα της κάνει τη χάρη η κοπέλα του ταμείου, να της γράψει βερεσέρια ξέροντας πως δεν πλήρωσε τα παλιά, αλλά και δίπλα στο πρεζάκι της Κουμουνδούρου, που εκείνου φιξάκι βερεσέ δεν θα του δώσουν, θα του δώσουν όμως, «δεν μπορεί», λεφτά για «εισιτήριο», έτσι για να ξεφύγει μ’ αυτό το «εισιτήριο» απ’ αυτό το χαρμόσυνο, το γιορτινό πνεύμα, αυτών των «γιορτών».
Τον θέλω στις φυλακές, στα κρατητήρια, στα «αναμορφωτήρια» ανηλίκων, που εκεί ο Άγιος Βασίλης, πού να πατήσει τα πόδια του (;) αλλά και τον θέλω να γίνεται σκνίπα με τον ίδιο τον “Άγιο Βασίλη”, τον καλοκάγαθο συγκεκριμένα γεράκο με τ’ άσπρα γένια, που τον αγαπάνε γιατί δίνει, τον θυμούνται γιατί δίνει, τον γουστάρουν γιατί δίνει, ενώ «αν δεν έδινα, στ’ αρχίδια τους θα με γράφανε όλοι, μικροί και μεγάλοι…!»
Τον θέλω στο μικρό χολ του μπουρδέλου με την τσατσά δίπλα, να κοιτάει μαζί με άλλους το άψυχο ομοιόμορφο «κρέας», γιατί σαν άψυχο το βλέπουν, να κάνει μια στροφή μπροστά τους, τον θέλω και μες στο δωμάτιο να βλέπει το κρέας αυτό να κοιτάει ψηλά το ταβάνι βογκώντας (από αηδία), περιμένοντας να τελειώσει «ο μαλάκας» γιατί κι αυτός, «γιορτές» είναι και πρέπει να γαμήσει.
Τον θέλω στον άστεγο που τον λυπούνται μέχρι να πάνε σπίτι τους, τον θέλω να κατοχυρώνει μαζί του «προνομιακές θέσεις» στέγασης κάτω από κει που δεν θα βρέχεται, τον θέλω κι όταν τσακώνεται μ’ άλλους (άστεγους επίσης) μαζί, γι’ αυτή την «προνομιακή» θέση, κι αυτές τις «γιορτές».
Τον θέλω στα μπουζούκια δίπλα στη λουλουδού που θα ξυπνήσει στις 9.00 το βράδυ για να ‘ναι στο μαγαζί στις 10.00, αλλά και το πρωί στις 10.00 που θα ‘χει τα νεύρα της γιατί τ’ αφεντικό δεν την πλήρωσε, τον θέλω και στο πρωινό μαγεριό που θα φάει μια σούπα μαζί μ’ αυτόν που θα συνεχίσει να πίνει μόνος του όχι τώρα ουίσκι όπως πριν αλλά κρασί έτσι για να μπορέσει να κοιμηθεί μετά μέχρι το βράδυ σερί για να ξαναπάει αμέσως στο ίδιο σκυλάδικο και να μη προφτάσει έτσι ν’ αντικρύσει κατάφατσα τη μοναξιά του όλη τη «γιορτινή» αυτή μέρα, τον θέλω και να χαζεύει και το σκισμένο καλσόν της τραγουδίστριας απέναντι, «από τη βέρα του μαλάκα», που σε λίγο όμως θα βάλει τα καλά του για να γιορτάσει σήμερα, με τη γυναίκα του πλέον, τη μέρα αυτή «της αγάπης».
Τον θέλω τελικά παντού….
Παντού !
Κι αλήτη !
Κι όπου υπάρχουν άνθρωποι, εκεί τελικά τον θέλω….!
Κι εξάλλου…., μήπως θα μπορούσε άραγε να ‘ναι τελικά Θεός, αν πρωτίστως δεν ήτανε κι αλήτης…;
ΠΗΓΗ:http://www.enallaktikos.gr