Η ιδιωτικοποίηση του Καβάφη

Διαβάσαμε ένα πολύ ενδιαφέρον άρθρο, μια πολύ σημαντική παρέμβαση στο Athens Review of Books (τεύχος Απριλίου) σχετικά με τη διαχείριση του Αρχείου Καβάφη από το Ίδρυμα Ωνάση και το οποίο επικεντρώνεται στο ζήτημα της ποινικοποίησης της έρευνας σχετικά με το καβαφικό έργο, για kavafis την αξιοποίηση της ποίησης του Αλεξανδρινού ως (εμπορικό και διαφημιστικό) αξιοθέατο – συνειδητά παραβλέποντας την φιλολογική αξία ή την ουσιαστική, εκπαιδευτική στην ουσία της, προβολή της καβαφικής (ας μας επιτραπεί το ακραίο του χαρακτηρισμού) εποποιΐας, καθώς και για τον αόρατο «επιστημονικό σύμβουλο» με το πρόσφατο χρονικό της μη δράσης του σχετικά με την προστασία του Αρχείου.
Αντιγράφουμε ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το άρθρο που εύστοχα τιτλοφορείται «Ο Καβάφης σε Ίδρυμα», το οποίο μπορείτε να διαβάσετε ολόκληρο στη ηλεκτρονική σελίδα του Athens Review of Books. Θα ακολουθήσει δικό μας σχόλιο.
«[…] Το Κοινωφελές Ίδρυμα, αντί να διευκολύνει την έρευνα και να εξυπηρετεί τους μελετητές, προβάλλει διεκδικήσεις και δημιουργεί προσκόμματα. Ακόμη χειρότερα: αν κάποιος προχωρήσει στη δημοσίευση υλικού που «ανήκει στο Αρχείο» ή έστω κοινοποιήσει απλώς το περιεχόμενό του, επί του οποίου από το 2003 ασφαλώς δεν υπάρχουν δικαιώματα (ο Καβάφης πέθανε το 1933), κινδυνεύει να τον σύρουν στα δικαστήρια, όπου θα πρέπει να εξηγεί σε έλληνες δικαστές τη διαφορά ανάμεσα στο χειρόγραφο (το οποίο ο ιδιοκτήτης του μπορεί να πουλήσει στους Sotheby’s) και το περιεχόμενό του που ανήκει σε όλη την ανθρωπότητα. Συνέβησαν όμως και άλλα ανατριχιαστικά, τα οποία αποτυπώνονται στις προσβλητικές επιστολιμαίες αξιώσεις του Ιδρύματος Ωνάση σε δύο διαπρεπείς ερευνήτριες του έργου του Καβάφη. Μόνο ντροπή και οργή μπορεί να αισθανθεί κανείς διαβάζοντας την παράλογη αξίωση του Ιδρύματος να εγκρίνει μια επιστημονική μελέτη, «ακόμα και στην περίπτωση που αυτή σχετίζεται με εργασία που έχει ολοκληρωθεί πριν τον χρόνο απόκτησης από εμάς του εν λόγω Αρχείου.». Και επίσης ότι «η συγκατάθεσή [τους] αυτή δίδεται ή όχι ανάλογα με την αξία της [μελέτης]». Ένα Ίδρυμα που θέλει να προσφέρει στον πολιτισμό (όπως το Ίδρυμα Ωνάση) πρέπει να παρέχει καλές υπηρεσίες και να διασφαλίζει άνετη πρόσβαση στο υλικό που συναποτελεί το αρχείο. Πρέπει να καθιστά τα αποκτήματά του κοινά αγαθά. Είναι τραγελαφικά οξύμωρο να καταδικάζεις περιοριστικές χρήσεις του αρχείου που ισχυρίζεσαι ότι έγιναν στο παρελθόν («Σε αντίθεση με το παρελθόν, κανένας ερευνητής δεν είχε τα τελευταία χρόνια αποκλειστική ή προνομιακή πρόσβαση στο Αρχείο») […]
Με λίγα λόγια, όπως το συγκεκριμένο απόσπασμα μας δίνει να καταλάβουμε, σε αυτή την περίπτωση (αν όλα τα παραπάνω ισχύουν) έχουμε να αντιμετωπίσουμε την πλήρη ιδιωτικοποίηση του Καβάφη, ένα ξεπούλημα της ποίησης του, χωρίς προηγούμενο και αποκλειστικά για το ιδιωτικό συμφέρον. Η χειραγώγηση του Καβάφη από το Ίδρυμα Ωνάση αποτελεί πρώτης γραμμής σκάνδαλο (ξεκίνησε με τους κουτσουρεμένους στίχους του ποιητή που αναρτώνταν στα λεωφορεία, όπου αποκτούσαν άλλο νόημα από το πραγματικό) κι αναδεικνύει ένα πολύ σοβαρό πρόβλημα δημοκρατίας που σηματοδοτεί την επέλαση της λεγόμενης ιδιωτικής πρωτοβουλίας στον χώρο της Τέχνης. Και είναι ίσως το κορυφαίο παράδειγμα αυτού του φαινομένου αλλά όχι το μοναδικό: μόλις πρόσφατα ο χώρος της πρώην πια Εθνικής Βιβλιοθήκης παραχωρήθηκε για τη διοργάνωση ενός ιδιωτικού πάρτι, όπως αποκάλυψε η Εφημερίδα των Συντακτών! Όλα τα παραπάνω βέβαια είναι το κερασάκι στην τούρτα της ιδιωτικοποίησης της παιδείας (ασφαλώς και της εκπαίδευσης) για χάρη των λίγων, ζήτημα παλιό και καθόλου πρωτότυπο. Ξεκινάει από την ύπαρξη των φροντιστηρίων στη μέση εκπαίδευση (ήδη από τη δεκαετία του ’80), από την προσπάθεια όλων των μνημονιακών κυβερνήσεων μαζί με την… πρωτοδεύτερη φορά Αριστερά να επιβληθεί η αξιολόγηση καθηγητών και μαθητών (δηλαδή ο έλεγχος της εκπαιδευτικής διαδικασίας με όρους αγοράς) και φτάνει μέχρι την εισβολή ιδιωτικών επιχειρήσεων και κέντρων έρευνας στη δημόσια πανεπιστημιακή εκπαίδευση ή ιδρυμάτων, όπως το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, στη διαχείριση και την ανάπτυξη του πολιτισμού.
Όλα τα παραπάνω δεν μπορούν παρά να αλλάξουν με τον πλήρη, δημοκρατικό έλεγχο πάνω στα έργα της διάνοιας από αυτούς που πραγματικά αφορούν, από τον κόσμο της εργασίας. Κανένας μεγαλόσχημος με βαθύ πορτοφόλι δεν επιθυμεί την προστασία των πνευματικών και καλλιτεχνικών έργων, όπως ακριβώς κάνει κι ένας βιομήχανος ή επιχειρηματίας στους υπαλλήλους του: να βγάζουν από τη μύγα ξύγκι, να κλέβουν την υπεραξία μας, να ποιός είναι ο μοναδικός τους στόχος. Ότι άλλο λέγεται ενάντια σε αυτό είναι πονηρό και θα πρέπει να το αντιμετωπίζουμε με προσοχή.
Κλείνοντας θα πρέπει να συμπληρώσουμε ότι και το Athens Review of Books προσεγγίζει το ζήτημα μονοδιάστατα, χωρίς να αναδεικνύει την ουσία του προβλήματος που αποτελούν όλα όσα προσπαθήσαμε, πολύ επιγραμματικά είναι η αλήθεια, να προσεγγίσουμε στη δική μας παρέμβαση. Έχει κι αυτό την εξήγηση του γιατί στόχος πραγματικός του Athens Review of Books δεν είναι άλλος από την υπεράσπιση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας από την κακή διαχείριση κι όχι η πραγματική προστασία του Αρχείου Καβάφη και της παιδείας γενικότερα που μόνο ο δημοκρατικός έλεγχος που αναφέραμε νωρίτερα μπορεί να επιβάλλει. Η γενικότερη στάση του περιοδικού στα δημόσια ζητήματα μπορεί να επιβεβαιώσει και αυτή τη θέση μας.
Γράφει ο Ειρηναίος Μαράκης