Λουίζ Μισέλ, η κόκκινη παρθένα (μέρος α΄)

Η Λουίζ Μισέλ γεννήθηκε στις 29 Μαΐου του 1830. Είναι κόρη μιας υπηρέτριας της Marianne Michel και ενός πυργοδεσπότη, του Etienne Charles Demahis. Μεγάλωσε με τη μητέρα της και τους γονείς του πατέρα της. Στα παιδικά της χρόνια, το αγαπημένο της παιχνίδι είναι να «ανεβαίνει στο ικρίωμα» μαζί με τον εξάδελφο της και «πριν πεθάνει» να βγάζει λόγο στον λαό για την ελευθερία. Η αγάπη και η κατανόηση που έδειχνε στους καταπιεσμένους, σε ανθρώπους και ζώα εκδηλώθηκε από νωρίς. Η ευαισθησία και η συμπόνια της προς όσους υποφέρουν μεγάλωνε όσο μεγάλωνε κι αυτή. Αυτό μαζί με το ένστικτο της εξέγερσης ενάντια στις κοινωνικές ανισότητες, την οδήγησε στο δρόμο της αναρχίας.
Έφηβη, στέλνει τους πρώτους της στίχους στον Βίκτωρα Ουγκώ, που της απαντά ενθαρρύνοντάς την. Θα διατηρήσει αλληλογραφία μαζί της για είκοσι ολόκληρα χρόνια.
Τον Ιανουάριο του 1853, είκοσι δύο ετών πλέον, διορίζεται δασκάλα στο Audelancourt. Επιλέγει ένα ιδιωτικό σχολείο για να μην αναγκασθεί να δώσει όρκο στον Αυτοκράτορα. Κατά τη διάρκεια της διδασκαλίας της εκεί συνέχεια ονειρεύεται να πάει στο Παρίσι. Αισθάνεται ότι μόνο εκεί μπορούν οι άνθρωποι να πολεμήσουν την αυτοκρατορία.
Αφιερώνεται σ’ ένα σύστημα διδασκαλίας που στηρίζεται στην παρατήρηση της Φύσης. Κάτι σχεδόν πρωτοφανές για την εποχή εκείνη και που (μαζί με τις πολιτικές της αντιπαραθέσεις) έχει ως αποτέλεσμα να την καταγγείλουν οι ζηλόφθονες συναδέλφισσές της. Πηγαίνει στο Παρίσι τρία χρόνια αργότερα, όπου γίνεται παιδαγωγός της Σολάνζ Σάνδης, κόρης της συγγραφέως. Στο Παρίσι αφοσιώνεται στη διδασκαλία, στη συγγραφή ποιημάτων και στο διάβασμα. Στο λίγο ελεύθερο χρόνο της, παρακολουθεί μαθήματα φυσικής, χημείας και νομικής. Καθώς γυρνά σπίτι τις νύχτες μέσα στους δρόμους του Παρισιού, βλέπει τη φτώχεια και την εξαθλίωση που υπάρχει μέσα στην παρισινή κοινωνία. Σ’ ένα ποίημά της εκφράζει την αίσθηση που της δημιούργησαν αυτοί οι άνθρωποι:
Έχω δει εγκληματίες και πόρνες
Και μίλησα μαζί τους.
Τώρα αναρωτιέμαι πώς πραγματικά πιστεύετε
ότι φτιάχτηκαν έτσι όπως είναι;
Να σέρνουν τα κουρέλια τους στο αίμα και τη λάσπη,
προγραμμένοι, μια «διαβολική ράτσα»;
Εσείς που βλέπετε όλους τους ανθρώπους σαν λεία,
τους έχετε κάνει όπως είναι σήμερα…
Αποκτά φίλους: τον συγγραφέα και προυντονιστή Ζυλ Βαλλέ, τον μπλανκιστή Ραούλ Ριγκώ, τον μέλλοντα Επίτροπο, ιστορικό και μαχητή της Κομμούνας Λισσαγκαραί, τον Τολαίν, έναν από τους ιδρυτές της Πρώτης Διεθνούς και κυρίως τον Θεόφιλο Φερρέ, τον οποίο θα αγαπά μυστικά σε όλη της τη ζωή, και που θα τον σκοτώσουν οι Βερσαλλιέζοι. Εκτός από τον Φερρέ, δεν είναι γνωστός κάποιος άλλος έρωτάς της. «Όσο για μένα, εξηγεί, ποτέ μου δεν θέλησα να είμαι η σούπα του άνδρα, και τράβηξα μες στη ζωή, μαζί με τον χυδαίο όχλο, χωρίς να χαρίσω σκλάβους στους Καίσαρες». Αυτή η ανεξαρτησία είναι ίσως που (σε μια εποχή που ήταν αδιανόητη για μια γυναίκα και πολύ περισσότερο για μια γυναίκα του λαού) θα της δώσει το προσωνύμιο Κόκκινη Παρθένα.
Η Κομμούνα του Παρισιού
Στις 14 Ιουλίου 1870 ξεσπά πόλεμος ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία. Το Παρίσι πολιορκείται από τον πρωσικό στρατό. Τότε συλλαμβάνεται για πρώτη φορά. Έχει κατορθώσει, μαζί με την Andre Leo, να οργανώσει μια ομάδα εθελοντών για να πάνε στο Στρασβούργο να βοηθήσουν την αντίσταση ενάντια στον πρωσικό στρατό. Συλλαμβάνονται στο ξενοδοχείο de Ville.
Στις 27 Σεπτεμβρίου αποφυλακίζεται, αλλά το Στρασβούργο έχει ήδη περάσει στα χέρια των Πρώσων. Παρ’ όλα αυτά, συνεχίζει τη δράση της και δεν χάνει την αισιοδοξία της. Γίνεται πρόεδρος στην Επιτροπή Επαγρύπνησης Γυναικών της Μονμάρτης που έχει σκοπό την παροχή στέγης και τροφής σ’ όσους έχουν ανάγκη. Το Δεκέμβριο, συλλαμβάνεται και πάλι. Κατηγορείται για την οργάνωση μιας διαδήλωσης μπροστά στο ξενοδοχείο de Ville. Απαντά: «Δε θα μπορούσα να οργανώσω καμία διαδήλωση για να μιλήσω στην κυβέρνηση, γιατί δεν αναγνωρίζω πια καμία κυβέρνηση».
Τον Ιανουάριο του 1871, το Παρίσι παραδίνεται στους Πρώσους. Οι Γάλλοι έχουν το δικαίωμα να εκλέξουν μια νέα κυβέρνηση. Σ’ αυτή την κυβέρνηση επικρατούν οι μοναρχικοί, που σχεδιάζουν να ανατρέψουν την εθνοφρουρά και να συλλάβουν τους δημοκράτες. Αποτυγχάνουν, καθώς ο κόσμος ξεσηκώνεται, και κατορθώνουν να διαφύγουν στις Βερσαλλίες. Στις 18 Μαρτίου 1871, ο λαός του Παρισιού διεκδικεί ξανά την πόλη, αυτή τη φορά για τον εαυτό του.
Είναι μια κοινωνική επανάσταση, που προσπαθεί να εγκαθιδρύσει την ελευθερία και την ισότητα για το λαό του Παρισιού. Η Λουίζ Μισέλ, όπως πολλοί άλλοι, συμμετέχει με όλη της την ψυχή. Γίνεται μέλος των λόχων πορείας. Συνοδεύει το τάγμα της Μονμάρτης όπου μάχεται με απαράμιλλη γενναιότητα. Περνά από τα οχυρά των Βανβ στα οχυρά του Ισσύ και αργότερα αγωνίζεται στα οδοφράγματα, πάντα πρόθυμη να θυσιάσει τη ζωή της «για την κατάκτηση της ελευθερίας». Την βλέπουν να ενθαρρύνει τους συντρόφους της και να απαγγέλλει Μπωντλαίρ και στίχους κάτω από τα πυρά. Επωφελείται από την κάθε ευκαιρία που της δίνεται για να πάει να συναντήσει τη μητέρα της, που την έχει φέρει στο Παρίσι για να βρίσκεται κοντά της. Στα απομνημονεύματά της, περιγράφει τον αγώνα: «Στο μυαλό μου αισθάνομαι το απαλό σκοτάδι μιας ανοιξιάτικης νύχτας. Είναι Μάης του 1871, και βλέπω την κόκκινη αντανάκλαση της φωτιάς. Είναι το Παρίσι που φλέγεται. Αυτή η φλόγα είναι η αρχή».
Μετά την πτώση της Κομμούνας, η Λουίζ Μισέλ παραδίνεται στις αρχές, καθώς απειλήθηκε η ζωή της μητέρας της. Περιμένει να την τουφεκίσουν. Οδηγείται, μαζί με άλλους κρατούμενους κομμουνάρους, από τις Βερσαλλίες στο στρατόπεδο του Σατορύ. Στο δρόμο ξυπνούν κάποιους και τους πυροβολούν, αφού προηγούμενα τους αναγκάζουν να σκάβουν τους τάφους τους. Συνολικά εκτελέστηκαν περίπου τριάντα χιλιάδες άντρες και γυναίκες. Η Μισέλ γλιτώνει από τη σφαγή.
Όταν μαθαίνει, λίγες μέρες αργότερα, την καταδίκη σε θάνατο του Φερρέ, παθαίνει κρίση απελπισίας. Απευθύνει υβριστικά γράμματα στους στρατοδίκες.
Στις 16 Δεκεμβρίου του 1871, στην ηλικία των τριάντα έξι, δικάζεται από την Κυβέρνηση των Βερσαλλιών.
Αντιμετωπίζει τις κατηγορίες: α) Απόπειρα ανατροπής της κυβέρνησης. β) Προτροπή πολιτών να οπλιστούν. γ) Κατοχή και χρήση όπλων, χρήση στρατιωτικής στολής. δ) Πλαστογραφία εγγράφου. ε) Χρήση πλαστού εγγράφου. ζ) Σχέδιο να δολοφονήσει ομήρους. η) Παράνομες συλλήψεις, βασανιστήρια και δολοφονίες.
Στη δίκη της, αρνείται τη βοήθεια δικηγόρου και επιδεικνύει μια απίστευτη τόλμη. Όταν την ρωτούν αν έχει τίποτα να πει, απαντά: «Δεν επιθυμώ να υπερασπιστώ τον εαυτό μου. Αποδέχομαι ολοκληρωτικά την κοινωνική ευθύνη όλων των πράξεών μου. Την δέχομαι συνολικά και χωρίς ενδοιασμούς. Επιθυμούσα να αντισταθώ στον εισβολέα από τις Βερσαλλίες με ένα φράγμα από φλόγες. Δεν είχα συνεργούς στις πράξεις μου. Ενεργούσα από δικιά μου πρωτοβουλία. Μου λέτε ότι είμαι συνεργός στην Κομμούνα. Φυσικά, ναι, αφού η Κομμούνα ήθελε πάνω απ’ όλα την κοινωνική επανάσταση κι αφού η κοινωνική επανάσταση είναι η πιο μεγάλη μου επιθυμία… η Κομμούνα, που παρεμπιπτόντως δεν είχε να κάνει με δολοφονίες και εμπρησμούς.
… αφού φαίνεται ότι κάθε καρδιά που χτυπάει για την ελευθερία έχει μόνο το δικαίωμα να είναι συνένοχη, διεκδικώ κι εγώ το μερίδιό μου. Αν με αφήσετε να ζήσω, δε θα σταματήσω να ζητάω εκδίκηση και θα εκδικηθώ τα αδέρφια μου. Τελείωσα. Αν δεν είστε δειλοί, σκοτώστε με!»
Τελικά, αποδέχτηκαν τη δειλία τους…
Ο Βίκτωρ Ουγκώ θαυμάζοντας τη στάση της θα της αφιερώσει ένα ποίημα, το Vim-Major…
Απέλαση από τη Γαλλία
Η Μισέλ καταδικάστηκε σε ισόβια απέλαση. Στις 8 Αυγούστου 1873 ξεκίνησε το ταξίδι της στη Νέα Καληδονία. Κατά τη διάρκεια αυτού του ταξιδιού γνώρισε τη Natalie Lemel, μέσω της οποίας έρχεται σε επαφή με τις αναρχικές απόψεις. Οι συνθήκες στην Καληδονία είναι σκληρές. Δεν υπάρχει επαρκής σίτιση και ιατρική περίθαλψη.
«You chenere» (Εγώ φίλη). Με τις λέξεις αυτές, μια νύχτα του 1874, η Λουίζ πλησιάζει ένα χωριό Κανάκων στη Νέα Καληδονία, όπου εκτοπίσθηκε μαζί με άλλους Κομμουνάρους. «Δεν κάνει κανείς 6000 λεύγες για να μην δει τίποτα και να μην είναι χρήσιμος σε τίποτα», λέει. Γίνεται φίλη των ιθαγενών. Μετά από 5 χρόνια στην εξορία, της επιτρέπεται να διδάξει στους Κανάκ, και στα παιδιά των αποίκων. Οργανώνει για τα παιδιά τους μία τάξη σχολείου σε μια καλύβα. Στο θέατρο των εκτοπισμένων προτείνει να παιχθεί η λαϊκή τους μουσική. Ξεσπά σκάνδαλο. «Κατάλαβα, λέει η Λουίζ. Οι Κανάκ πρέπει να μείνουν αποκτηνωμένοι. Απαγορεύεται να πλουτίσουμε το πνεύμα τους!»
Το 1878 ξεσπά η μεγάλη εξέγερση των Κανάκ. Η υποστήριξή της στους αγώνες ενάντια στη γαλλική εισβολή και το ρατσισμό είναι γνωστή ακόμα και σήμερα στην πρωτεύουσα Noumea, όπου υπάρχει μουσείο αφιερωμένο στην αναρχία. Την κατηγορούν ότι έχει βοηθήσει τους εξεγερμένους να κόψουν τα τηλεγραφικά σύρματα, κάτι που δεν είναι αλήθεια. Στον επικεφαλής των εξεγερμένων, τον Ατάι, προσφέρει την ταινία της ως κομμουνάρας. Οι Αρχές αποκεφαλίζουν τον Ατάι, και στέλνουν το κεφάλι του στο Παρίσι. «Ας ξεμπερδέψουμε, λέει η Λουίζ, με αυτή την ανωτερότητα που δεν εκδηλώνεται παρά μόνο μέσω της καταστροφής». Όλοι οι άλλοι κομμουνάροι, ωστόσο, βοηθούν ενεργά τις Αρχές στο έργο της καταστολής. Μόνο ένας απ’ αυτούς, ο Σαρλ Μαλατό, αποτελεί εξαίρεση, που κι αυτός θα περάσει, τελικά, στο στρατόπεδο της αναρχίας.
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 69, Φεβρουάριος 2008