Η Νεκροπολιτική της Ευρώπης Άναψε την Φωτιά στη Μόρια
Μια από τις πιο εμβληματικές φωτογραφίες που δείχνουν την απελπιστική κατάσταση στο νησί της Λέσβου από όταν κάηκε ο καταυλισμός στη Μόρια στις 8 Σεπτεμβρίου δείχνει ανθρώπους να κοιμούνται στο χώρο ενός τοπικού νεκροταφείου: άνδρες, γυναίκες και παιδιά προσπαθούν να ξεκουραστούν δίπλα σε τάφους και ταφόπλακες. Με τον καταυλισμό κατεστραμμένο και εξαγριωμένους ντόπιους να έχουν αποκλείσει τους δρόμους προς το χωριό, απλά δεν υπήρχε άλλο μέρος για να καταφύγουν. Αυτοί οι άνθρωποι, που έχουν μόλις χάσει τα ελάχιστα υπάρχοντα τους έμεινα δίχως πρόσβαση σε φαγητό, στέγη, υγιεινή ή ιατρική φροντίδα και δεν τους έμεινα άλλη επιλογή από να αναζητήσουν καταφύγιο ανάμεσα στους νεκρούς.
Ο φιλόσοφος Achille Mbembe επινόησε τον όρο «νεκροπολιτική», περιγράφοντας τις παγκόσμιες πολιτικές λογικές που οδήγησαν στην εμφάνιση αυτών που αποκαλεί «νεκρό-κοσμων»: κοινωνικές συνθήκες που καταδικάζουν τεράστιους πληθυσμούς στην κατάσταση του «ζωντανού-νεκρού». Στον απόηχο της φωτιάς που κατέστρεψε τον καταυλισμό, έγινε απόλυτα ξεκάθαρο πως τόσο οι υπηρεσίες της ΕΕ και η Ελληνική κυβέρνηση έχουν εγκαταλείψει ανοιχτά κάθε προσποίηση πως καθοδηγούνται από την αρχή της προστασίας της ανθρώπινης ζωής.
Οι πρόσφυγες όχι μόνο έχουν απογυμνωθεί εντελώς από τα ανθρώπινα δικαιώματα τους – πόσο μάλλον από τα πολιτικά τους δικαιώματα -αλλά και η ίδια η βιολογική τους ζωή έχει γίνει αναλώσιμη: δεν έχει σημασία αν ζήσουν ή πεθάνουν. Η λογική πίσω από αυτό έχει περάσει το όριο από την απλή εξαίρεση – υπεράσπιση του πλούτου μας από μια εξωτερική απειλή – στην εξολόθρευση: οι Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις χρησιμοποιούν μια σειρά από πρακτικές που άμεσα ή έμμεσα με στόχο την εξόντωση ενός ανεπιθύμητου πληθυσμού.
Κάνοντας τη Ζωή Ανυπόφορη
Ακόμη και πριν την πυρκαγιά, το στρατόπεδο ήταν ήδη επικίνδυνα υπερπλήρες, αναγκάζοντας σχεδόν 13000 ανθρώπους να ζουν σε χώρο που είχε σχεδιαστεί αρχικά για 3000· δίχως τις κατάλληλες προμήθειες νερού, ηλεκτρικού, ιατρικών προμηθειών, εγκαταστάσεις υγιεινής και συχνά δίχως καθόλου καταφύγιο. Αγνοώντας τις επανειλημμένες προειδοποιήσεις από ΜΚΟ και οργανώσεις ανθρώπινων δικαιωμάτων, κανένα ουσιαστικό μέτρο δεν πάρθηκε για να προληφθεί ένα ξέσπασμα του COVID-19 σε μια κατάσταση όπου η φυσική αποστασιοποίηση δεν ήταν δυνατή και όπου επαρκής ιατρική φροντίδα δεν μπορούσε να προσφερθεί. Αυτές οι συνθήκες ήδη αντιπροσωπεύουν μια μορφή συστηματικής αποστέρησης και λιμοκτονίας που ισοδυναμεί με τον «αργό θάνατο» των κατοίκων.
Όταν το ξέσπασμα του COVID-19 που είχε προβλεφθεί συνέβη στη πραγματικότητα, αντί να εκκενωθεί γρήγορα ο καταυλισμός, οι επίσημοι επέβαλλαν επιπλέον περιορισμούς, προκαλώντας απελπισμένες διαμαρτυρίες από τους κατοίκους του καταυλισμού. Όπως τονίζει ο Mbembe, υπό νεκροπολιτικές συνθήκες, το όριο «μεταξύ αντίστασης και αυτοκτονίας, θυσίας και εξιλέωσης» γίνεται ασαφές: προφανώς, κάποιοι από τους πρόσφυγες δεν είδαν άλλη επιλογή από το να βάλουν φωτιά στο στρατόπεδο.
Για μέρες μετά την καταστροφή ολόκληρου του καταυλισμού από τις φλόγες, οι αρχές αρνούνταν να παρέχουν επαρκές νερό, φαγητό, σκηνές και ιατρικές προμήθειες. Βίντεο δείχνουν πως κυβερνητικές οργανώσεις πετάνε μπουκάλια νερό από κινούμενα φορτηγά, αναγκάζοντας τους ανθρώπους να τρέχουν πίσω τους, αντιμετωπίζοντας τους σαν ζώα. Άλλοι πρόσφυγες έκοβαν αγωγούς βρωμόνερων για να πιούν το βρώμικο νερό. Φωτογραφίες δείχνουν επίσης ομάδες άστεγων προσφύγων να κατασκηνώνουν μπροστά από ένα κλειστό κατάστημα της γερμανικής αλυσίδας Lidl, με μόνο τζάμια να τους χωρίζουν με απανθρωπιά από τις προμήθειες που είχαν τόσο μεγάλη ανάγκη.
Την ίδια στιγμή, η ελληνική αστυνομία έχει εμποδίσει ΜΚΟ και οργανώσεις αλληλεγγύης να προσφέρουν φαγητό και υπνόσακους. Η αστυνομία επίσης επιτέθηκε σε διαδηλώσεις προσφύγων με δακρυγόνα και παρεμπόδισε την πρόσβαση ανεξάρτητων μέσων στη σκηνή.
Σε αντίδραση στη προσφορά μερικών Ευρωπαϊκών χωρών να δεχτούν ένα πολύ περιορισμένο αριθμό προσφύγων – κυρίως ασυνόδευτους ανήλικους, επιδεικνύοντας έτσι μια απόλυτη αδιαφορία για τις βασικές ανάγκες των ενήλικων που ζουν αυτή τη στιγμή υπό απάνθρωπες συνθήκες – ο Έλληνας πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης έκανε ξεκάθαρο πως η Ελλάδα δεν θα εκκενώσει το νησί, αντίθετα αναγκάζει τους ανθρώπους να επιστρέψουν σε ένα πρόχειρο νέο καταυλισμό, επειδή η Ελληνική κυβέρνηση «δεν θα εκβιαστεί».
Οι αρχές έτσι προσθέτουν μια ψυχολογική πλευρά στην ήδη υπάρχουσα φυσική καταστολή: αφορά ανοιχτά το τσάκισμα του ηθικού των προσφύγων. Στο μεταξύ, η Ευρωπαϊκή ασφάλεια συνόρων, η FRONTEX συνεχίζει να συμμετέχει σε παράνομες επαναπροωθήσεις και η ιδιωτική θαλάσσια διάσωση είναι ακόμη ποινικοποιημένη, εμποδίζοντας πλοία από το να σώσουν πρόσφυγες στη Μεσόγειο. Αυτές οι πρακτικές, συνδυασμένες, σχηματίζουν ένα σύνολο από κυβερνητικές και οικονομικές τεχνικές που δεν είναι πλέον απλά αδιάφορες ως προς το θάνατο ενός αναλώσιμου πληθυσμού, αλλά ενεργά και συστηματικά δημιουργούν συνθήκες υπό τις οποίες η ανθρώπινη ζωή γίνεται ανυπόφορη.
Μπροστά στο Σταυροδρόμι
Πολλές ΜΚΟ και οργανώσεις για τα ανθρώπινα δικαιώματα έχουν καταγγείλει αυτές τις συνθήκες, απαιτώντας ανθρωπιστική ανακούφιση και το δικαίωμα σε μια δίκαιη διαδικασία ασύλου για τους πρόσφυγες. Πραγματικά, η κατάσταση στη Μόρια είναι λάθος σε πάρα πολλές διαφορετικές μεταξύ τους κανονιστικές καταγραφές. Είναι προφανώς παράνομη, επειδή παραβιάζει την Συνθήκη της Γενεύης, την Ευρωπαϊκή Συνθήκη των Ανθρώπινων Δικαιωμάτων και πολλούς Ευρωπαϊκούς όσο και διεθνείς νόμους. Είναι καταφανώς ανήθικο, επειδή καταπατά τις βασικές ηθικές αρχές των σύγχρονων κοινωνιών, που αποδίδουν καθολική αξιοπρέπεια στην ανθρώπινη ζωή. Είναι αντιχριστιανική, καθώς πάει κόντρα στα ηθικά ιδεώδη της θρησκείας ακριβώς που τόσοι πολλοί από τους συντηρητικούς πολιτικούς της Ευρώπης αναγνωρίζουν ως δική τους. και επίσης έρχεται σε αντίθεση με τοις συχνά επικαλούμενες «Ευρωπαϊκές αξίες», θεμελιώδεις για το πολιτικό θεσμό που το 2012 πήρε το Νόμπελ Ειρήνης. Αλλά όσο εμφανείς και είναι αυτές οι παραβάσεις, τόσο μικρές συνέπειες έχουν.
Με δεδομένη την εμφανή ασημαντότητα αυτών των παραβάσεων, οι πρόσφυγες της Μόρια δεν έχουν μείνει με τίποτα παρά μόνο μια έκκληση σε αλληλεγγύη βασισμένη στο ότι ανήκουν στο ίδιο είδος: «Πεθαίνουμε. Πεθαίνουμε. Πεθαίνουμε. Σεβαστείτε μας: Είμαστε άνθρωποι. Έχουμε ανθρώπινα δικαιώματα. Σας παρακαλούμε, βοηθήστε μας!».
Αν η έκκληση στους κανόνες και στις αξίες της αστικής κοινωνίας δεν έχει πλέον κάποιο αποτέλεσμα, μια πολιτική κριτική στις απάνθρωπες συνθήκες στη Λέσβο πρέπει να προχωρήσει διαφορετικά. Αντί να δείχνουμε απεγνωσμένα προς μια αντίφαση μεταξύ των ιδανικών της Ευρώπης και της πρακτικής της, πρέπει να αμφισβητήσουμε τους υπάρχοντες πολιτικούς θεσμούς και τις αντίστοιχες αξίες τους πολύ πιο ριζοσπαστικά από ότι πριν.
Αντί να ελπίζουμε να λύσουμε το πρόβλημα μέσα από το κανονιστικό και οργανωτικό πλαίσιο του εθνικού κράτους, πρέπει να επιτεθούμε στις νεκροπολιτικές συνθήκες που παράγουν νεκρό-κοσμους εξαρχής. Αυτή η στροφή στην προσοχή θυμίζει την διάσημη εναλλακτική που προτάθηκε πάνω από ένα αιώνα πριν από την Rosa Luxemburg, στην έναρξη του 1ου ΠΠ: «Η αστική κοινωνία στέκεται στο σταυροδρόμι, είτε μετάβαση στο σοσιαλισμό ή υπαναχώρηση στη βαρβαρότητα». Σύμφωνα με την Luxemburg, ο πόλεμος ήταν αναπόφευκτη κατάληξη της βασικής λογικής μιας καπιταλιστικής κοινωνίας – δηλαδή της ιμπεριαλιστικής επέκτασης – και έτσι κάθε προσπάθεια επανόρθωσης του στάτους κβο πριν την φιλελεύθερη δημοκρατία είναι καταδικασμένο να αποτύχει. Μόνο με μια αποφασιστική απομάκρυνση από τις λογικές του καπιταλισμού, είπε, θα απελευθερώσει την ανθρωπότητα από το πόλεμο και την καταστροφή.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε ένα παρόμοιο σταυροδρόμι. Το παγκόσμιο καπιταλιστικό καθεστώς έχει καταστρέψει τις ζωές εκατομμυρίων ανθρώπων. Η εκμετάλλευση και επιμόλυνση των φυσικών πόρων από παγκόσμιες πολυεθνικές, η απομάκρυνση των Αυτόχθονων από τα μέσα επιβίωσης τους μέσα από τον εκτοπισμό και την αποστέρηση αποσταθεροποίηση και ανατροπή τοπικών πολιτικών θεσμών, υπό την καθοδήγηση γεωπολιτικών συμφερόντων μερικών υπερδυνάμεων και δραματικών ανθρωπογενών οικολογικών καταστροφών είναι ανάμεσα στους λόγους που αναγκάζουν μάζες ανθρώπων σε ολόκληρη την υφήλιο να μετακινηθούν από το ένα μέρος στο άλλο. Αν η οικονομική παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να αναστραφεί, τουλάχιστον όχι υπό καπιταλιστικές συνθήκες, η μαζική έξοδος και μετανάστευση δεν μπορεί να αποτραπεί.
Την ίδια ώρα, τα παραδοσιακά εθνικά κράτη είναι εγγενώς ανίκανα να αντιπροσωπεύσουν αυτή τη νέα τάξη μέσα από τους αναχρονιστικούς τους πολιτικούς θεσμούς. Η έννοια του εθνικού κράτους βασίζεται πάνω στη φαντασίωση πως η γέννηση στην επικράτεια μιας χώρας εγγυάται σε ένα άτομο την ιθαγένεια αυτής της χώρας. Ο όλο και μεγαλύτερος αριθμός ατόμων που δεν ανήκουν σε κάποιο κράτος δεν μπορεί πλέον να αντιπροσωπευθεί μέσα από το συμβατικό πλέγμα γέννησης και εθνικότητας.
Όπως προέβλεψε ο Giorgio Agamben, τα Ευρωπαϊκά κράτη αποδεικνύονται όλο και λιγότερο ικανά να υποστηρίξουν την αρχή της εδαφικότητας ως τη βάση της σύγχρονης κυριαρχίας και προσπαθούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα με το να συγκεντρώσουν τους ανθρώπους δίχως κράτος σε συγκεκριμένες περιοχές, δημιουργώντας έτσι χωρικές καταστάσεις εξαίρεσης όπως η Μόρια.
Και τα δυο αυτά γεγονότα – η μαζική μετανάστευση δεν θα εξαφανιστεί και δεν μπορεί να αντιπροσωπευθεί μέσα από την τάξη του εθνικού κράτους – δείχνουν το αναπόφευκτο των νεκροπολιτικών συνεπειών. Αν υπάρχει κάποια αλήθεια σε αυτή την ανάλυση – η κρίση των συνόρων ως το αναγκαίο αποτέλεσμα της σύγκλισης δυο καταστροφικών λογικών, η μια του παγκόσμιου καπιταλισμού και η άλλη του εθνικού κράτους – τότε οι μεταρρυθμιστικές εκκλήσεις στα ανθρώπινα δικαιώματα, Ευρωπαϊκές αξίες, χριστιανική ευσπλαχνία ή ανθρωπιστική συμπόνοια είναι μάταιες.
Αν δεν αρχίσουμε να αμφισβητούμε τη μορφή του εθνικού κράτους πιο ουσιαστικά, θα αναπαράγει συνεχώς τη καταστροφική λογική του διαχωρισμού και του αποκλεισμού, του εξευτελισμού και της ταπείνωσης, της αποστέρησης και πιθανώς της εξόντωσης της ανθρώπινης ζωής όπως είδαμε στη Λέσβο και αλλού.
Η μόνη εναλλακτική σε αυτό το βαρβαρισμό είναι έτσι να φανταστούμε ριζικά εκ νέου τις θεσμικές μας πολιτικές κατηγορίες – όπως πολίτης, ανήκειν, κοινωνική πρόνοια, δημοκρατία – με τέτοιο τρόπο που να μπορούν να υπάρξουν δίχως σύνορα και δίχως στρατόπεδα. Αυτή είναι η προϋπόθεση για ένα κόσμο που μπορεί να ικανοποιήσει την καθολική ανθρώπινη ανάγκη για την εύρεση καταφυγίου: του να ζεις υπό βιώσιμες συνθήκες
Daniel Loick, ROAR! Magazine
ΠΗΓΗ: provo.gr