Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΤΙΣΤΑΣΗ ΣΤΗ ΣΚΛΑΒΙΑ ΣΤΗ ΒΟΡΕΙΑ ΑΜΕΡΙΚΗ (α΄ μέρος)
Το κείμενο που ακολουθεί είναι ένα δοκίμιο του Russell Maroon Shoatz σχετικά με την ιστορική αντίσταση στη δουλεία στη Βόρεια Αμερική.
Ο Russell Maroon Shoatz γεννήθηκε στις 23 Αυγούστου 1943, ήταν ιδρυτικό μέλος του Συμβουλίου Ενότητας Μαύρων (Black Unity Council), πρώην μέλος των Μαύρων Πανθήρων και του Στρατού για την Απελευθέρωση των Μαύρων (Black Liberation Army). Το καλοκαίρι του 1970, μια γενικότερα ταραχώδη χρονιά, ο αρχηγός της αστυνομίας της Φιλαδέλφεια διατάζει τη διάλυση των διαφόρων ομάδων, εν όψει εθνικού συνεδρίου των Μαύρων Πανθήρων στις 5 Σεπτεμβρίου. Σε μία επιχείρηση των δυνάμεων καταστολής σκοτώνεται ένας άοπλος νεαρός μαύρος. Η απάντηση έρχεται με επίθεση σε αστυνομικό τμήμα, όπου σκοτώνεται ένας αξιωματικός αστυνομικός, ενώ τραυματίζεται ένας ακόμη. Οι δυνάμεις καταστολής επιτίθενται στα κεντρικά γραφεία των Μαύρων Πανθήρων. Ο Russell συλλαμβάνεται μαζί με άλλους τέσσερεις με την κατηγορία της επίθεσης στο αστυνομικό τμήμα. Το 1972 ο Russell καταδικάζεται σε ισόβια. Αποδρά δύο φορές, το 1977 και το 1980. Μετά τη δεύτερη απόδραση κρατείται σε καθεστώς απομόνωσης για περισσότερα από 22 χρόνια. Τελικά, το 2014, ο Russell βγαίνει από την απομόνωση, όπου και μεταφέρεται σε φυλακή της Πενσυλβάνια.
Πολύ πριν από την ίδρυση του Κράτους, Αφρικανοί μεταφέρθηκαν σε αυτό τον τόπο που αργότερα έγιναν γνωστός ως Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Μερικοί ήρθαν ως ελεύθεροι άνθρωποι και σύντροφοι των Ευρωπαίων από την Ισπανία και αλλού. Ήταν οδηγοί πλοίων, ναυτικοί, στρατιώτες, εξερευνητές και τυχοδιώκτες. Άλλοι, ωστόσο, ήταν «σκλάβοι» εργάτες.
Οι πρώτοι γνωστοί υποδουλωμένοι Αφρικανοί ήρθαν από τους Ισπανούς για να υπηρετήσουν σε μια αποικία που δημιουργήθηκε σε αυτά που είναι σήμερα οι πολιτείες της Καρολίνα. Εκεί, μέσα σε μερικά χρόνια (περίπου το 1528), οι επιζήσαντες αναφέρεται ότι «εξεγέρθηκαν και διέφυγαν βρίσκοντας καταφύγιο ανάμεσα στους Ινδιάνους».
Στα μέσα της δεκαετίας του 1500, μια ακόμη λιγότερο γνωστή αλλά μεγαλύτερη ομάδα έρχονται ως «ελεύθεροι αποικιστές» από τη Νότια Αμερική. Αριθμούν τουλάχιστον 300 και είχαν προηγουμένως υποδουλωθεί, αλλά εξεγέρθηκαν και κατάφεραν να απελευθερωθούν.
Αυτοί, μαζί με μια μεγαλύτερη ομάδα ιθαγενών νοτιοαμερικανών, προσλαμβάνονται από την Αγγλία για να βοηθήσουν στην εκκένωση της αποτυχημένης αγγλικής αποικίας στο Roanoke της Βιρτζίνια, στη Βόρεια Καρολίνα. Τελικά εγκαταλείπουν το Roanoke και απλώνονται στην ύπαιθρο – ποτέ δεν ακούστηκαν ξανά.
Μεταξύ του 16ου και του 18ου αιώνα, τα κράτη της Ισπανίας, της Αγγλίας, της Γαλλίας, της Ολλανδίας, της Πορτογαλίας και της Δανίας διαγκωνίζονται για τον έλεγχο της Βόρειας, Κεντρικής και Νότιας Αμερικής καθώς και των νησιών της Καραϊβικής. Την εποχή εκείνη, όμως, οι Ινδιάνοι –αντίθετα με τον λαϊκό μύθο– εξακολουθούσαν να είναι η ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη σε όλες αυτές τις περιοχές, χωρίς να παραβλέπουμε τη διάσπαση και την κατάκτηση των μεγάλων αυτοκρατοριών των Αζτέκων και των Ίνκας. Έτσι, οι Ευρωπαίοι αναγκάστηκαν να χρησιμοποιήσουν μια στρατηγική του «διαίρει και βασίλευε», σχηματίζοντας βολικές συμμαχίες και χρησιμοποιώντας και δημιουργώντας αντιπαλότητα ανάμεσα στις διάφορες φυλές και ομάδες ινδιάνων, καθώς και τις συνομοσπονδίες τους, στο σημείο να πολεμούν ο ένας τον άλλο, πρωτίστως για να υποδουλώσουν τους ηττημένους και να τους πουλήσουν στους Ευρωπαίους, κρατώντας έτσι σε ισορροπία τις αποικίες οι οποίες ήταν ακόμη αδύναμες και, τελικά, αστυνομεύοντας τους υποδουλωμένους Αφρικανούς και τους λευκούς που έχουν υπογράψει συμβόλαιο.
Εκτός από έναν μικρό αριθμό παράκτιων θυλάκων, όπου οι Ευρωπαίοι θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν την εξουσία τους με τη βοήθεια πλοίων και πυροβόλων όπλων, το μόνο πλεονέκτημα που είχαν απέναντι στο υπεράριθμο των Ινδιάνων είναι η χρήση των «εμπορικών αγαθών» τους. Πολλοί Ινδιάνοι επιθυμούν διακαώς αυτά τα «αγαθά» και αφήνονται τελικά να γίνουν σκλάβοι –σε τεράστια κλίμακα– για να αποκτήσουν μεταλλικά σκεύη, εργαλεία, κοσμήματα, πανί, κουβέρτες, καθρέφτες, όπλα και πυρίτιδα, αλκοολούχα ποτά, είτε για χρήση και κοινωνική καταξίωση, είτε –στην περίπτωση των όπλων, της σκόνης, των καπακιών και των μαχαιριών– για την απόλυτη επιβίωση!
Είναι αλήθεια ότι οι Ινδιάνοι ασκούσαν μια μορφή υποδούλωσης πριν από οποιαδήποτε επαφή με τους Ευρωπαίους, ωστόσο η συνολική επίδραση της δουλείας στις κοινωνίες τους ήταν σχετικά ήπια, κυρίως επειδή, μολονότι οι Ινδιάνοι ασκούσαν την καλλιέργεια σε ευρεία κλίμακα, η καλλιέργεια των φυτειών που εισήγαγαν οι Ευρωπαίοι, απαιτούσε τεράστιους αριθμούς αυστηρά πειθαρχημένων δούλων που να δουλεύουν σε εξοντωτικά ωράρια, πράγμα ανήκουστο… και ανεπιθύμητο.
Κατά ειρωνικό τρόπο, οι Ινδιάνοι πολύ εύκολα ενεπλάκησαν σε συγκρούσεις με γειτονικές ομάδες, με τον ίδιο τρόπο που στην αφρικανική ήπειρο τεράστιοι αριθμοί ανθρώπων, καθώς και μεγάλες εκτάσεις γης, πέφτουν ταυτόχρονα θύματα ενός εξίσου καταστροφικού κύκλου πολέμων με σκοπό την υποδούλωση των ανθρώπων για εμπορικά αγαθά και όπλα, αντί να υπερασπιστούν τον εαυτό τους από την υποδούλωση.
Ο αγώνας για επιβίωση κατά τη διάρκεια αυτής της πρώιμης περιόδου, φαίνεται πως έχει ελάχιστες αποκλίσεις με το σήμερα. Βρίσκουμε εξίσου υποδουλωμένους Αφρικανούς, Ινδιάνους και λευκούς στις ίδιες φυτείες, στις πόλεις και στα πλοία. Η ιστορία δείχνει σαφώς ότι και οι τρεις συνεργάστηκαν μεταξύ τους σε εξέγερσεις, αποδράσεις και άλλες διεργασίες. Πράγματι, μια τέτοια συνεργασία ήταν πάντα υπό το φόβο των αφεντικών και ήταν ένας από τους πρωταρχικούς λόγους για τους οποίους η υποδούλωση των λευκών και των Ινδιάνων τελικά καταργήθηκε σε όλο το δυτικό ημισφαίριο.
Οι Ινδιάνοι και οι λευκοί βρήκαν τρόπους για να ξεφύγουν από την υποδούλωση. Οι Ινδιάνοι ήξεραν τη γη και επίσης είχαν τις φυλές τους και τις οικογένειες τους που μπορούσαν να τους βοηθήσουν ή να τους αναζητήσουν. Οι λευκοί μπορούσαν ευκολότερα να συνδεθούν με τους ελεύθερους ανθρώπους, ή να ενωθούν με άλλους που κινούνται για να αποικίσουν άλλα μέρη της γης. Οι Αφρικανοί, από την άλλη πλευρά, δεν είχαν κανένα τέτοιο πλεονέκτημα. Έβρισκαν άλλοτε συμπαθητικούς Ινδιάνους για να τους βοηθήσουν είτε έπρεπε να προσπαθήσουν να βρουν και να ενωθούν με άλλους δραπέτες, που ονομάζονταν «Maroons», φυγάδες σκλαβωμένοι άνθρωποι της Βόρειας, Κεντρικής και Νότιας Αμερικής και τα νησιά της Καραϊβικής που είχαν δημιουργήσει τις δικές τους κοινότητες.
Οι Αφρικανοί διέφευγαν συνεχώς από τη σκλαβιά, από το 1502, οπότε και πρωτοεμφανίστηκαν σε αυτό το ημισφαίριο. Οι πρώτοι Maroons ήταν Αφρικανοί, λευκοί και Ινδιάνοι και θεωρήθηκαν ως μια μεγάλη απειλή για ολόκληρο το θεσμό της δουλείας στις φυτείες. Σε ορισμένες περιοχές απειλούσαν την κυριαρχία των αποικιοκρατών και τον έλεγχο των αποικιών τους. Σύμφωνα με τον υπολογισμό των αποικιοκρατών, κάθε μεγάλη κοινότητα Maroon είχε πολύ ισχυρή πιθανότητα να ενώσει τους Ινδιάνους που δεν ήταν εθισμένοι στα εμπορικά αγαθά, τόσο με τους λευκούς που έχουν υπογράψει συμβόλαια όσο και με τους «φτωχούς λευκούς», καθώς και με τους υποδουλωμένους Αφρικανούς – οι οποίοι αριθμητικά υπερέβαιναν τους κατόχους γης και τους ανώτερης τάξης λευκούς.
Δεν θα σταθώ, ούτε θα προσπαθήσω να σκιαγραφήσω τους αμέτρητους τρόπους με τους οποίους οι άνθρωποι αντιστέκονται στη δουλεία, ούτε θα αναφερθώ τα ονόματα του πλήθους πρωταγωνιστών –εκτός από μερικούς που δεν μπορούν να πάνε άγνωστοι. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ένας σίγουρος τρόπος για την κακή εκπαίδευση των ανθρώπων όλων των φυλών σχετικά με την πραγματική αντίσταση στη δουλεία υπήρξε και εξακολουθεί να είναι η ανάδειξη των πιο εντυπωσιακών περιπτώσεων αντίστασης και στη συνέχεια η ταφή των καταπιεσμένων στην καταθλιπτική καθημερινότητα του συστήματος των δουλοπρεπών… μια μέθοδος που δεν μπορεί να βοηθήσει στην επιθυμία των ανθρώπων να μάθουν περισσότερα για αυτό το ζήτημα.
Αντ’ αυτού, θα προσπαθήσουμε να ανακαλύψουμε την λίγο-πολύ «κρυμμένη» αντίσταση στη δουλεία στη Βόρεια Αμερική, περιγράφοντας τρεις μεγάλες, μακροχρόνιες και τελικά επιτυχείς προσπάθειες να αντίστασης.
Τα περισσότερα από 150 χρόνια αντίστασης των Maroons επικεντρώθηκαν στο Dismal Swamp (Θλιβερό Βάλτο) της Βιρτζίνια και της Βόρειας Καρολίνας. Το ίδιο και ο 150χρονος αγώνας των μαύρων Maroons και των Ινδιάνων συμμάχων τους στη Φλόριντα και σε όλες τις περιοχές που αναγκάστηκαν να ταξιδέψουν.
Το Dismal Swamp (ο Θλιβερός Βάλτος)
Το φοβερό, προκλητικό και θρυλικό Dismal Swamp διασχίζει τα ανατολικά τμήματα της νότιας Βιρτζίνια και τη βόρεια Βόρεια Καρολίνα. Ακόμα και σήμερα καταλαμβάνει τεράστιες εκτάσεις εξαιρετικά σκληρών και επικίνδυνων περιοχών άγριας φύσης, παρ’ ότι μεγάλο μέρος του αρχικού βάλτου έχει αποστραγγιστεί.
Τον 15ο – 19ο αιώνα, ωστόσο, καταλάμβανε μια έκταση τουλάχιστον εκατό μιλίων σε μήκος και εξήντα μιλίων σε πλάτος, πράγμα που σημαίνει ότι ήταν σχεδόν τόσο μεγάλο όσο το κράτος του Delaware. Καταγράφηκε ότι ζούσαν μέσα σε αυτό: από δηλητηριώδη φίδια και άλλα ερπετά, αρκούδες, μεγάλες γάτες και έντομα άγνωστα στους πρώτους αποίκους. Τα ελώδη εδάφη και τα έλη του ήταν τόσο επικίνδυνα, που μόνο οι πιο τολμηροί και ευφυείς – ή ανόητοι – Ευρωπαίοι θα προσπαθούσαν να διασχίσουν.
Με βάση αναφορές, οι πρώτοι γνωστοί Maroons που κατέλαβαν και χρησιμοποίησαν αυτό το βάλτο ως τόπο απόκρυψης, ως ένα φυσικό φρούριο, ένα απάτητο ελεύθερο έδαφος και ένα σπίτι, ήταν Ινδιάνοι. Ήθελαν να διαφύγουν από την υποδούλωση που είχε κατακλύσει τα ανατολικά και νότια τμήματα της ηπείρου. Συνενώθηκαν εκεί με άλλες οικογένειες και φυλές και άλλους Ινδιάνους που είχαν υποστεί ήττες σε πολέμους με αντίπαλες ομάδες που συνεργάζονταν με τους Ευρωπαίους αποίκους.
Δεν είναι ξεκάθαρο κατά πόσον οι Ινδιάνοι συνδέθηκαν για πρώτα με Αφρικανούς φυγάδες ή με λευκούς. Κάποιος θα υποθέσει ότι οι λευκοί δραπέτες θα αναζητήσουν ένα πιο φιλόξενο περιβάλλον, αλλά παρακάτω θα παρουσιάσω ένα πολύ παρεξηγημένο κοινωνικό φαινόμενο που θα βοηθήσει στην εξήγηση μιας τέτοιας προσέγγισης.
Δεν έχει σημασία, όμως, καθώς τα ιστορικά αρχεία αντικατοπτρίζουν τα επαναλαμβανόμενα παραδείγματα Ινδιάνων, Αφρικανών και λευκών που χρησιμοποιούν το βάλτο ως καταφύγιο από τις αρχές του 1700.
Αυτοί οι πρώιμοι Maroons κατάφεραν να ξεπεράσουν τα γλωσσικά εμπόδια, τη δυσπιστία και την αυξανόμενη επιρροή των φυλετικών δοξασιών που τελικά εξελίχθηκαν στο, υπέρμαχο της υπεροχής των λευκών, πολιτισμικό κατασκεύασμα έξω από το βάλτο. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχαν φυλετικές ή εθνοτικές προκαταλήψεις. Είναι απολύτως σαφές, ωστόσο, ότι τις ξεπέρασαν αρκετά ώστε να μπορούν να ζήσουν, να υποστηρίξουν, να προστατεύσουν, να αγωνιστούν και να πεθάνουν ο ένας για τον άλλον για πάνω από 100 χρόνια.
Προφανώς, υπήρξε και φυλετική ανάμιξη. Μεταξύ των Ινδιάνων και των Αφρικανών προχώρησε στο σημείο όπου έγινε σχεδόν αδύνατο να γνωρίζουμε οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τους. Οι λευκοί από την άλλη πλευρά, αν και αναμειγνύονταν επίσης με τους Αφρικανούς και τους Ινδιάνους, παρέμειναν γενικά φαινοτυπικά Καυκάσιοι. Αυτό, ωστόσο, λειτούργησε προς όφελος όλων, επειδή οι λευκοί Maroons και οι απόγονοί τους θα μπορούσαν να αλληλεπιδράσουν με τη γύρω λευκή κοινωνία.
Μετάφραση – Απόδοση Π.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 185, Σεπτέμβριος 2018
Πηγές του συγγραφέα:
Hidden Americans: Maroons of Virginia and the Carolinas, Hugo Prosper Learning (Routledge, 1995)
Maroon Societies: Rebel Slave Communities in the Americas, Richard Price (Johns Hopkins Press, 1996)
To Be Free: Studies in American Negro History, Herbert Aptheker (International Publishers, 1968)
The Exiles of Florida, J. R. Giddings (Black Classic Press, 1997 – originally published in 1858)
Black Indians: A Hidden Heritage, William Loren Katz (Atheneum Books for Young Readers, 1997)
Underground Railroad, William Still (Dover, 2007 – originally published in 1872)
But We Have No Country: The 1851 Christiana, Pennsylvania Resistance, Ella Forbes (Africana Homestead Legacy Pub, 2010)
Russell Maroon Shoatz is a US political prisoner. The campaign to free him can be found at https://russellmaroonshoats.wordpress.com/
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com