H ψυχική ζωή της εξουσίας από Σούλα

Όταν οι φεμινίστριες γείωσαν το πολιτικό στο προσωπικό, έριξαν στο τραπέζι των κινηµάτων µια καυτή πατάτα που µέχρι σήµερα δεν έχει γίνει δεκτή χωρίς κάποιου είδους αµηχανία. Όσο οδυνηρό όµως κι αν είναι, να παίζεις µε αυτή τη φωτιά πυροδοτεί δυναµικές ανεξιχνίαστες. Στο έργο της µε τον χαρακτηριστικό τίτλο Η ψυχική ζωή της εξουσίας η Judith Butler θα ανιχνεύσει ακόµη πιο µύχιους µηχανισµούς για τον τρόπο µε τον οποίο διασταυρώνονται η ιδιωτική και η δηµόσια σφαίρα. Όσο φωτίζεται αυτό το περιθώριο υποστασιοποιούνται τεχνολογίες αντιστάσεων που ενώ συγκρούονται µε τείχη κοινωνικά, παραµένουν αρνήσεις ιδιωτικές και αθέατες. Σε µια κοπιώδη και αναστοχαστική αναζήτηση για το υποκείµενο που έρχεται στο προσκήνιο της ύστερης νεωτερικότητας, χρειαζόµαστε εργαλεία που ίσως να µην είχαµε καν υποψιαστεί την κινηµατική τους χρησιµότητα, εργαλεία που να προσεγγίζουν τον εαυτό, πέρα από αυτά που ερµηνεύουν το σύστηµα. Γιατί σε κάθε πλέγµα εξουσίας, ο εαυτός που διαµορφώνουν τα κοινωνικά υποκείµενα είναι κοµµάτι των πειθαρχιών που τους υπόσχεται µια θέση στο εσωτερικό της κυριαρχίας.
Οι θεωρίες υποκειµενικότητας κινούνται γύρω από έναν άξονα αιρετικό: στον πυρήνα της δηµιουργίας του εαυτού, υπάρχει µια σύγκρουση πόνου και απόλαυσης, µια ρωγµή που περιγράφει αυτή τη διαδικασία µε µια αµφισηµία. Είµαστε αυτό που κάνουµε για να αλλάξουµε αυτό που είµαστε. Γιατί ό, τι κάνεις είναι πολιτικό και η ψυχή είναι τα πάντα. Αυτή την οριακή περιοχή θεµατοποιεί η Butler, όσο µελαγχολικό κι αν είναι το γεγονός ότι στον ορίζοντα της βιοπολιτικής τα σώµατα και οι ψυχές επιστρέφουν αυτοκαταστροφικά. Από το έργο αυτό έγινε δυνατό να παρουσιάσουµε πολύ συνοπτικά την εισαγωγή. Ως εκ τούτου όσα θίγονται δεν εξαντλούνται εδώ, χωρίς το υλικό των υπόλοιπων κεφαλαίων. Ήδη όµως, παρά τον πυκνό του λόγο, µας γοητεύει ο πλούτος των ερωτηµάτων και τα νήµατα που διατρέχουν το κείµενο για να αγγίξουν βιώµατα ανάµεσα στις γραµµές.
Το έργο της Judith Butler µε σηµαντικούς σταθµούς τα βιβλία της Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity (1990)και Bodies That Matter: On the Discursive Limits of “Sex” (1993) διεύρυνε σηµαντικά την φεµινιστική θεωρία µε την αµφισβήτηση του βιολογικού φύλου και συνέβαλε θεµελιακά στο queer κίνηµα και σε έναν εκρηκτικό διάλογο θεωρίας και κινηµατικών υποκειµένων για µια νέα τοποθέτηση της πολιτικής σε έναν τόπο ενδιάµεσο και ρευστό, διαρκώς αναστοχαστικό και αυτοαναιρούµενο.
H ψυχική ζωή της εξουσίας – Judith Butler
Έχουµε συνηθίσει να αντιµετωπίζουµε την εξουσία ως κάτι που επιβάλλεται στο υποκείµενο. Αυτό είναι σίγουρα κάτι που κάνει η εξουσία. Αλλά, αν ακολουθώντας τον Φουκώ αντιλαµβανόµαστε την εξουσία ως παραγωγική, δηλαδή ότι κατασκευάζει το υποκείµενο παρέχοντάς του την ίδια τη συνθήκη του υπάρχειν και δοµώντας την τροχιά της επιθυµίας του, τότε η εξουσία δεν είναι µόνο κάτι στο οποίο εναντιωνόµαστε, αλλά και κάτι από το οποίο εξαρτόµαστε για την ύπαρξή µας. Το µοντέλο που συνήθως περιγράφει αυτή τη διαδικασία έχει ως εξής: η εξουσία επιβάλλεται πάνω µας κι εµείς, ανίσχυροι καθώς έχουµε γίνει από τη δύναµή της, εσωτερικεύουµε και αποδεχόµαστε τους όρους της. Αυτό που αποτυγχάνει να δείξει η προσέγγιση αυτή είναι ότι ‘εµείς’ που αποδεχόµαστε τους όρους αυτούς, είµαστε θεµελιωδώς εξαρτηµένοι από αυτούς για την ίδια µας την ύπαρξη. Η υποκειµενοποίηση έγκειται ακριβώς σε αυτή την θεµελιώδη εξάρτηση από έναν λόγο (discourse) που ποτέ δεν επιλέξαµε, αλλά µε έναν παράδοξο τρόπο υποστηρίζει την εµπρόθετη δράση µας. Αν είναι έτσι, τότε ποια είναι η ψυχική µορφή που παίρνει η εξουσία; Η απάντηση σε ένα τέτοιο ερώτηµα, θα απαιτούσε να αναλογιστούµε µια θεωρία της εξουσίας παράλληλα µε µια θεωρία της ψυχής. Η εξουσία που αρχικά εµφανίζεται ως εξωτερική, η οποία επιβάλλεται πάνω στο υποκείµενο, υποθέτει εξ αρχής µια ψυχική µορφή που συγκροτεί την ίδια την ταυτότητα του υποκειµένου.
Κατά συνέπεια το παράδοξο της υποκειµενοποίησης εµπλέκει ένα παράδοξο αναφορικότητας. Γιατί χρειάζεται να αναφερόµαστε σε αυτό που δεν υπάρχει ακόµη. Στο δοκίµιό του Althusser “Ιδεολογία και ιδεολογικοί µηχανισµοί του κράτους”, η υποτέλεια του υποκειµένου συµβαίνει µέσω της γλώσσας, ως αποτέλεσµα της φωνής της εξουσίας που εγκαλεί το υποκείµενο. Η φωνή του µπάτσου που φωνάζει Εσύ! κατασκευάζει το υποκείµενο, από τη στιγµή που αυτό ανταποκρίνεται στο άκουσµα αυτής της διαταγής. Η σκηνή της ‘ιδεολογικής έγκλησης’ του Althusser περιγράφει τον τρόπο που το κοινωνικό υποκείµενο κατασκευάζεται µε γλωσσικά µέσα και προετοιµάζει το έδαφος για τη λογοθετική παραγωγή του υποκειµένου για την οποία θα µιλήσει ο Φουκώ. Και οι δύο συµφωνούν ότι υπάρχει µια ιδρυτική στιγµή καθυπόταξης κατά τη διαδικασία υποκειµενοποίησης. Ο Αlthusser ωστόσο δεν εµβαθύνει στο γιατί γυρνάει αυτός ή αυτή στον οποίο απευθύνεται η φωνή, αποδεχόµενος /η την υποτέλεια και κανονικοποίηση που αυτή η φωνή σηµαίνει. Μήπως η θεωρία της έγκλησης προϋποθέτει µια θεωρία της συνείδησης;
Passionate attachments/ παθιασµένοι δεσµοί
H Butler επιµένει ότι η σύνδεση του υποκειµένου µε την ίδια του την υποταγή παράγεται µέσα από τις διαδικασίες της εξουσίας. Μέρος αυτών των διαδικασιών γίνεται προφανές σε αυτό το ψυχικό αποτέλεσµα. Η φουκωική εκδοχή της υποκειµενοποίησης αντιµετωπίζει µε αµφιθυµία το πεδίο στο οποίο αναδύεται το υποκείµενο, ως ταυτόχρονη υποταγή και αυτονοµία. Μια ανάγνωση που προσιδιάζει στην ψυχανάλυση, όπου κανένα υποκείµενο δεν προκύπτει χωρίς µια παθιασµένη προσκόλληση σε αυτούς από τους οποίους αυτός ή αυτή είναι θεµελιωδώς εξαρτηµένος/ η. Παρόλο που η εξάρτηση του παιδιού δεν είναι πολιτική υποτέλεια, η διαµόρφωση αυτής της πρωταρχικής σχέσης µε την εξάρτηση καθιστά το παιδί επιρρεπές στην υποτέλεια και την εκµετάλλευση. Επιπλέον, η επιθυµία να επιβιώσει κανείς κοινωνικά, να υπάρξει, είναι µια επιθυµία εκµετάλλευσης που θα µπορούσε να περιγραφεί από τη φράση ‘Καλύτερα να υπάρχω µε όρους υποτέλειας παρά να µην υπάρχω καθόλου’. Αν ένα παιδί πρόκειται να επιβιώσει µε µια ψυχική και κοινωνική έννοια, πρέπει να υπάρχει εξάρτηση και προσκόλληση. Ωστόσο το παιδί δεν γνωρίζει µε ποιον συνδέεται και από ποιον εξαρτάται. Σ’ αυτή τη συνθήκη ανταποκρίνεται εν µέρει το ενήλικο συναίσθηµα του εξευτελισµού που νιώθει κανείς, όταν έρχεται αντιµέτωπος µε τα πρώτα αντικείµενα της αγάπης του και ισχυρίζεται ότι ‘Δεν µπορεί εγώ να έχω αγαπήσει ένα τέτοιο άτοµο’. Αυτό το ‘εγώ’ λοιπόν είναι θεµελιωµένο πάνω σε έναν αποκλεισµό, σε αυτή τη φαντασιωµένη α-δυνατότητα. Και ενώ απειλείται πάντα από την επανεµφάνιση αυτής της (α-δύνατης) αγάπης παραµένει καταδικασµένο να επανενεργοποιεί αυτή την αγάπη ασυνείδητα, να ξαναζήσει κατ’ επανάληψη αυτό το σκάνδαλο, αυτή την α-δυνατότητα που απειλεί την ίδια την αίσθηση του ‘εγώ’. ‘Δεν θα ήµουν αυτός που είµαι αν ήταν να αγαπήσω µε τον τρόπο που προφανώς αγάπησα, κάτι που θα πρέπει να συνεχίσω να αρνούµαι για να υπάρχω ως ο εαυτός µου και παρόλα αυτά, ασυνείδητα, να το επαναφέρω µε το πιο βασανιστικό συναίσθηµα ως συνέπειά του.’ Μέσα από αυτή τη νευρωτική επανάληψη το υποκείµενο προκαλεί την ίδια του τη διάλυση. Μια καταδίωξη που σηµατοδοτεί την εµπρόθετη δράση, όχι όµως του υποκειµένου- τη δράση µιας επιθυµίας που στοχεύει στη διάλυση του υποκειµένου, όπου το υποκείµενο στέκεται εµπόδιο σε αυτή την επιθυµία. Αν λοιπόν το υποκείµενο παράγεται µέσω ενός αποκλεισµού, τότε διαµορφώνεται µέσα σε µια συνθήκη από την οποία είναι εξ ορισµού διαχωρισµένο. Προκειµένου να επιβιώσει, πρέπει να µαταιώσει την ίδια του την επιθυµία. Ή για να θριαµβεύσει η επιθυµία, πρέπει το υποκείµενο να απειληθεί µε διάλυση. Ένα υποκείµενο στραµµένο ενάντια στον εαυτό του ( την επιθυµία του) εµφανίζεται σ’ αυτό το µοντέλο να είναι η ίδια η συνθήκη της ύπαρξης του. Το ‘εγώ’ λοιπόν αναδύεται στη συνθήκη άρνησης του γεγονότος ότι διαµορφώθηκε µέσα από αυτή την εξάρτηση, άρνηση της ίδιας της δυνατότητάς του να υπάρξει. Που σηµαίνει ότι θεµελιώνεται πάνω σε αυτό που αρνείται κι έτσι διαχωρίζεται από τον ίδιο του τον εαυτό.
Υποταγή/ υποκειµενοποίηση
Η διπλή όψη της υποταγής/ υποκειµενοποίησης φαίνεται να οδηγεί σε έναν φαύλο κύκλο: η εµπρόθετη δράση του υποκειµένου εµφανίζεται ως αποτέλεσµα της υποτέλειας του. Τι σηµαίνει όµως αυτό; Η εξουσία που αποτελεί όρο της δηµιουργίας του υποκειµένου δεν αποτελεί µια συνέχεια µε την εξουσία που είναι η εµπρόθετη δράση του. Με ποιους όρους όµως γίνεται αυτή η εξέλιξη; Δεν θα έπρεπε όλη αυτή τη διαδικασία να τη σκεφτούµε ως µια αντίσταση που είναι πραγµατικά µια απαλλοτρίωση/ επανακατάληψη της εξουσίας ούτε µια απαλλοτρίωση που είναι πραγµατικά αντίσταση. Είναι την ίδια στιγµή και τα δύο και αυτή η αµφιθυµία διαµορφώνει την εµπρόθετη δράση.
Αν η εξουσία προηγείται του υποκειµένου ή αν αποτελεί το αποτέλεσµά του, το χάσµα ανάµεσα στις δύο αυτές χρονικές ιδιότητες της εξουσίας (‘πριν’ και ‘µετά’ το υποκείµενο) έχει σηµαδέψει τη συζήτηση για το υποκείµενο και τη δράση του. Το υποκείµενο ωστόσο είναι το πεδίο αυτής της αµφιθυµίας, στο οποίο το ίδιο προκύπτει τόσο ως αποτέλεσµα της εξουσίας που προϋπάρχει, όσο και ως όρος πιθανότητας για µια ριζοσπαστικά επεξεργασµένη εµπρόθετη δράση.
Δεν υπάρχει εννοιολογική µετάβαση ανάµεσα στην εξουσία ως εξωτερική του υποκειµένου και στην εξουσία ως συστατική του. Αυτό που µπορεί κανείς να περιγράψει µε όρους µετάβασης είναι η σχάση και η µεταστροφή του ίδιου του υποκειµένου. Η εµπρόθετη δράση υπερβαίνει την εξουσία από την οποία καθίσταται ικανή να το κάνει, είναι ένας σκοπός αθέλητος της εξουσίας, δεν θα προέκυπτε λογικά ή ιστορικά από αυτήν. Αυτή είναι η αµφίθυµη σκηνή της εµπρόθετης δράσης, που δεν περιορίζεται από καµία τελεολογική αναγκαιότητα. Ο ισχυρισµός ότι το υποκείµενο κάνει αυτή την υπέρβαση, δε σηµαίνει ότι ζει σε κάποια δική του ελεύθερη ζώνη. Η υπέρβαση δεν είναι δραπέτευση και το υποκείµενο υπερβαίνει αυτό ακριβώς που το δεσµεύει. Το υποκείµενο αντλεί την εµπρόθετη δράση του από την εξουσία στην οποία εναντιώνεται, όσο παράξενο και ντροπιαστικό κι αν είναι το σχήµα αυτό, ειδικά γι’ αυτούς που πιστεύουν ότι η συνθετότητα και η αµφιθυµία θα µπορούσαν να εκριζωθούν µια για πάντα. Οδυνηρή, δυναµική και γεµάτη υποσχέσεις αυτή η αναποφασιστικότητα ανάµεσα σε αυτό- που- ήδη- υπάρχει και αυτό που πρόκειται- να- έρθει είναι ένα σταυροδρόµι που ενώνει κάθε βήµα από το οποίο διασχίζεται, µια επαναλαµβανόµενη αµφιθυµία στην καρδιά της εµπρόθετης δράσης.
Ρυθµίσεις της ψυχής
Τι σηµαίνει ότι η εξουσία δεν καταπιέζει απλώς ήδη υπάρχοντα υποκείµενα αλλά τα κατασκευάζει; Ο Foucault συνδέει τον παραγωγικό χαρακτήρα της εξουσίας µε τα πειθαρχικά καθεστώτα. Στο έργο του Foucault απουσιάζει σκανδαλωδώς το ζήτηµα της ψυχής, αλλά ένας βαθµός υποκειµενοποίησης δεν µπορεί παρά να αναζητηθεί στις ρωγµές της ψυχικής ζωής. Πιο συγκεκριµένα θα έπρεπε να αναζητηθεί στην ιδιόµορφη επίθεση του υποκειµένου στον ίδιο του τον εαυτό, σε πράξεις αυτοϋποτίµησης, υψηλής συνείδησης και µελαγχολίας που λειτουργούν από κοινού µε διαδικασίες κοινωνικών ρυθµίσεων. Αν οι µορφές της πειθαρχικής εξουσίας εγκαθίστανται εν µέρει µέσω της κατασκευής του υποκειµένου, και αν η κατασκευή αυτή λαµβάνει χώρα σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της εξουσίας, όπως γίνεται µε την εσωτερίκευση των νορµών, τότε µια θεωρία για την κατασκευή του υποκειµένου θα έπρεπε να ερευνήσει αυτή τη διαδικασία εσωτερίκευσης και την ψυχική τοπογραφία που η διαδικασία αυτή προϋποθέτει.
Τι ακριβώς σηµαίνει εσωτερίκευση της νόρµας; Πώς θα διαπραγµατευτούµε την επιθυµία για νόρµα και για υποταγή µε όρους µιας προϋπάρχουσας επιθυµίας για κοινωνική ύπαρξη, µια επιθυµία την οποία εκµεταλλεύεται η πειθαρχική εξουσία; Όταν οι κοινωνικές κατηγορίες εγγυώνται µια αναγνωρίσιµη κοινωνική ύπαρξη, το να ανήκεις σε αυτές τις κατηγορίες , ακόµη κι όταν εργάζονται στην υπηρεσία της υποταγής, είναι προτιµότερο από το να µην σου αναγνωρίζεται καµία κοινωνική ύπαρξη. Για να τονιστεί ότι η εξουσία είναι πραγµατική και όχι δηµιουργία ή φαντασία του ίδιου του υποκειµένου, αντιµετωπίζεται συνήθως ως αναµφισβήτητα εξωτερική του υποκειµένου, κάτι που επιβάλλεται ενάντια στη βούληση του. Αλλά αν η παραγωγή του υποκειµένου και η διαµόρφωση αυτής της βούλησης είναι οι συνέπειες µιας πρωταρχικής υποταγής, τότε είναι αναπόφευκτο ότι το ίδιο θα είναι ευαλωτο σε µια εξουσία εξωτερική του ίδιου.
Πώς συµβαίνει και το υποκείµενο είναι αυτή η εκµεταλλεύσιµη ύπαρξη, επιρρεπής στην υποτέλεια εξαιτίας της ίδιας της δοµής του; Το τίµηµα της ύπαρξης είναι η υποτέλεια. Αναγκασµένο να βρει αναγνώριση της ίδιας του της ύπαρξης σε κατηγορίες, ονόµατα και όρους που δεν είναι δικής του επινόησης, το υποκείµενο αναζητά το σηµάδι της ίδιας του της ύπαρξης έξω από τον εαυτό του. Η υποταγή εκµεταλλεύεται την επιθυµία για ύπαρξη, η οποία προσφέρεται πάντοτε από αλλού. Σηµατοδοτεί µια πρωταρχική εξάρτηση του υποκειµένου από τον Άλλο, τον οποίο χρειάζεται προκειµένου να υπάρχει.
Στο βαθµό που οι νόρµες λειτουργούν ως ψυχικά φαινόµενα, περιορίζοντας και παράγοντας επιθυµίες, καθορίζουν την κατασκευή του υποκειµένου και οριοθετούν το πεδίο µιας βιώσιµης κοινωνικότητας. Και όπως το υποκείµενο προκύπτει από τους όρους της εξουσίας που το παράγουν, έτσι και η ψυχική λειτουργία της νόρµας προκύπτει, αν και όχι µηχανικά και προβλεπόµενα, από πρωταρχικές κοινωνικές λειτουργίες.
Ο Freud κάνει τη διάκριση ανάµεσα στην καταπίεση και τον αποκλεισµό, προτείνοντας ότι µια καταπιεσµένη επιθυµία µπορεί κάποια στιγµή να ζούσε πέρα από την απαγόρευσή της, ενώ µια αποκλεισµένη επιθυµία κατασκευάζει το υποκείµενο µέσω ενός συγκεκριµένου είδους προληπτικής απώλειας. Όπως ο αποκλεισµός της οµοσεξουαλικότητας εµφανίζεται ως θεµελιώδης στη δοµή της ετεροσεξουαλικής εκδοχής του υποκειµένου. Ο Freud αντιµετωπίζει την υψηλή συνείδηση και αυτό- επίπληξη ως ένα σηµάδι µελαγχολίας, τη συνθήκη του ασυντέλεστου πένθους. Ο αποκλεισµός συγκεκριµένων ερωτικών µορφών προτείνει ότι η µελαγχολία που δοµεί το υποκείµενο (και συνεχώς απειλεί να διαταράξει και να διαλύσει αυτό το έδαφος) σηµατοδοτεί ένα ατελές και ανεπίλυτο πένθος. Η µελαγχολία είναι το όριο στην αίσθηση παντοδυναµίας του υποκειµένου. Ως αποκλεισµός, η απώλεια αυτή εγκαθιδρύει το υποκείµενο και το απειλεί µε διάλυση. Υπάρχουν φυσικά ποικίλοι τρόποι να αρνηθεί κανείς τον έρωτα, δεν αποτελούν όµως όλοι αυτοί αποκλεισµό. Τι συµβαίνει όταν ο αποκλεισµός µιας συγκεκριµένης µορφής έρωτα γίνεται όρος για να αποκτήσει κανείς κοινωνική ύπαρξη; Ο αποκλεισµός αυτός θα µπορούσε να σχετίζεται µε τη φουκωική έννοια του ρυθµιστικού ιδεώδους, ένα ιδεώδες σύµφωνα µε το οποίο κάποιες µορφές έρωτα είναι δυνατές και άλλες αδύνατες. Οι κοινωνικές κυρώσεις λειτουργούν µέσω του αποκλεισµού για να παράγουν το πεδίο στο οποίο ο έρωτας και η απώλεια µπορούν να λειτουργήσουν. Ως αποκλεισµός, οι κυρώσεις αυτές λειτουργούν όχι για να απαγορεύσουν ήδη υπάρχουσες επιθυµίες, αλλά για να παράγουν συγκεκριµένα αντικείµενα αγάπης και να εµποδίσουν άλλα από το πεδίο της κοινωνικής παραγωγής.
Στο έργο της Melanie Klein η ενοχή εµφανίζεται όχι ως συνέπεια της εσωτερίκευσης µιας εξωτερικής απαγόρευσης, αλλά ως έναν τρόπο να προστατεύσει κανείς το αντικείµενο της αγάπης του από την ίδια του τη βία. Ως εµπόδιο ενάντια στην σαδιστική καταστροφή, η ενοχή δεν αφορά τόσο στην ψυχική παρουσία µιας γνήσια κοινωνικής και εξωτερικής νόρµας, όσο στην επιθυµία να επιβιώσει το αντικείµενο που κάποιος θα ευχόταν να είναι νεκρό. Με αυτή την έννοια, εµφανίζεται η ενοχή στο πεδίο της µελαγχολίας, όχι τόσο µε την φροϋδική οπτική να διατηρήσει κανείς το νεκρό αντικείµενο ζωντανό, αλλά να προστατεύσει από το ‘θάνατο’ το ζωντανό αντικείµενο, όπου ο ‘θάνατος’ σηµαίνει επίσης το θάνατο του έρωτα, συµπεριλαµβανοµένου του χωρισµού και της απώλειας.
Προκειµένου λοιπόν να προστατευτεί το υποκείµενο από αυτή την επιθετικότητα, µια επιθετικότητα που πάντα συνοδεύει τον έρωτα (ως σύγκρουση), η ενοχή εισβάλλει στην ψυχική σκηνή ως αναγκαιότητα. Επειδή ο έρωτας και το µίσος λειτουργούν από κοινού, ο κατευνασµός της επιθετικότητας µέσω της ενοχής σηµαίνει επίσης τον κατευνασµό του έρωτα. Έτσι η ενοχή λειτουργεί για να επιβιώσει ο έρωτας ως αποτέλεσµα ενός αποκλεισµού. Που µπορεί ακόµη και να καταργήσει το αντικείµενο ως πηγή έρωτα και να θριαµβεύσει πάνω του, αφού κάποια αντικείµενα µπορεί επίσης να είναι απειλητικά: ‘Θα καταστραφώ αν αγαπήσω µε αυτόν τον τρόπο’. Και είναι αυτή η µελαγχολική επιθετικότητα και επιθυµία για καταστροφή που χαρακτηρίζει την κοινωνική απάντηση στο ‘θάνατο’ πολλών από αυτούς που θεωρούνται κοινωνικά νεκροί , που πεθαίνουν από AIDS. Οµοφυλόφιλοι, πόρνες, ναρκοµανείς µεταξύ άλλων. Μια επιθυµία για εξολόθρευση του νεκρού Άλλου, ο οποίος µέσα από αυτή την αντιστροφή έρχεται να σηµαδέψει αυτόν τον Άλλο ως απειλή θανάτου, ως απειλή για το κοινωνικά κανονικό και κανονικοποιηµένο. Με αυτή την έννοια η υποταγή/ υποκειµενοποίηση είναι πάντα το παράδοξο αποτέλεσµα ενός καθεστώτος εξουσίας στο οποίο οι ίδιες οι συνθήκες της ύπαρξης, η δυνατότητα να υπάρξει κανείς ως αναγνωρισµένο κοινωνικό ον, προϋποθέτουν ένα υποκείµενο υποτελές.
πηγή:
https://blackout.yfanet.net/keimena/101
Δημοσιεύτηκε just now από τον χρήστη selana