JAMES C. SCOTT: Η ΤΕΧΝΗ ΤΟΥ ΝΑ ΜΗΝ ΚΥΒΕΡΝΙΕΣΑΙ- Μια αναρχική ιστορία της ορεινής Νοτιοανατολικής Ασίας
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ
Αλέξανδρος Μανωλάτος
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΑΚΕΣ ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΡΗΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑ
σελ. 573
Μάιος 2024
[Τίτλος πρωτοτύπου: James Scott, The Art of Not Being Governed.
An Anarchist History of Upland Southeast Asia – 2009, by Hale University]
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
- Βουνά, κοιλάδες και κράτη: Εισαγωγή στη Ζόμια
- Κρατικός χώρος: Ζώνες διακυβέρνησης και ιδιοποίησης
- Συγκεντρώνοντας ανθρώπινο δυναμικό και σιτηρά:
Δούλοι και αρδευόμενες ορυζοκαλλιέργειες
- Ο πολιτισμός και οι άτακτοι
- Κρατώντας το κράτος σε απόσταση: Η εποίκιση των βουνών
- Διαφυγή από το κράτος, αποτροπή του κράτους:
Η κουλτούρα και η γεωργία της απόδρασης
61/2 Προφορικότητα, γραφή και κείμενο
- Εθνογένεση: Μια ριζοσπαστική υπόθεση κοινωνικής κατασκευής
- Προφήτες της ανανέωσης
- Συμπέρασμα
Σημειώσεις
Γλωσσάρια
Ευρετήριο
Η Ζόμια είναι μια ονομασία που άρχισε να καθιερώνεται στο πεδίο της γεωγραφίας και των ιστορικών σπουδών μόλις τις τελευταίες δεκαετίες. Ορίζει εν πολλοίς τον γεωγραφικό χώρο των υψιπέδων της Νοτιοανατολικής Ασίας, μια τεράστια περιοχή, σε υψόμετρο 300 και πάνω, που εκτείνεται σε πέντε κράτη (Βιετνάμ, Καμπότζη, Λάος, Ταϊλάνδη και Βιρμανία) και τέσσερεις επαρχίες της νότιας Κίνας [Γιουνάν, Γκουιτζόου, Γκουαγκσί και μέρος του Σίτσουαν, έκταση περίπου 2,5 εκατ. τετραγωνικών χιλιομέτρων]. Εκεί ζουν περίπου εκατό εκατομμύρια άνθρωποι, που ανήκουν σε μειονοτικούς πληθυσμούς και συγκροτούν ένα περίπλοκο εθνοτικό και πολιτισμικό μωσαϊκό. Ήταν, και ως ένα βαθμό παραμένει, μια «ζώνη θραύσης» της κρατικής συγκρότησης, όπως ιστορικά υπήρξαν ο Καύκασος και τα Βαλκάνια. Εποικιζόταν για τουλάχιστον δύο χιλιετίες, από διαδοχικά κύματα φυγάδων που εγκατέλειπαν του κρατικούς πυρήνες, τα «ορυζοκράτη» των κοιλάδων –εξαιτίας των εισβολών, των δουλοθηρικών επιδρομών, των επιδημιών και της καταναγκαστικής εργασίας–, καταφεύγοντας σ’ αυτή τη δύσβατη ζώνη που ενθάρρυνε την απόκλιση διαλέκτων, εθίμων, θρησκευτικών αντιλήψεων και ταυτοτήτων.
Ο James Scott, ένας από τους κορυφαίους μελετητές του κράτους, των αγροτικών πληθυσμών και της περιοχής της Νοτιοανατολικής Ασίας, αφηγείται την ιδιαίτερη οδύσσεια των λαών της Ζόμιας στον αγώνα τους για ελευθερία και αυτοπροσδιορισμό. Δεδομένου ότι η ορεσιβιότητα υπήρξε παρεπόμενο του κράτους και καθοριστικό γνώρισμα μιας κοινωνίας φυγάδων, καλούμαστε να ξαναδούμε υπό ριζικά νέο πρίσμα τα εκπολιτιστικά αφηγήματα των κρατών, τι σημαίνει βάρβαρος και πολιτισμένος, κέντρο και περιφέρεια, και να επανεξετάσουμε την ιστορική και πολιτισμική διάσταση των ορεινών χώρων σε όλο τον κόσμο, αλλά και να προσεγγίσουμε με άλλη οπτική κοινότητας φυγάδων όπως οι Τσιγγάνοι, οι Κοζάκοι, οι Βέρβεροι ή οι «φυλές» του Αμαζονίου. Την επιστήμη ιστορία την αφηγούνται τα κράτη· η Τέχνη του να μην κυβερνιέσαι είναι ένα είδος αντιιστορίας του ανθρώπινου πολιτισμού.
από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
[Σημ.: Οι επισημάνσεις είναι δικές μας]
Λέγεται ότι η ιστορία των λαών που δεν έχουν ιστορία
είναι η ιστορία της ταξικής πάλης.
Θα μπορούσε να ειπωθεί, εξίσου τουλάχιστον ορθά,
ότι η ιστορία των λαών χωρίς ιστορία
είναι η ιστορία της πάλης τους ενάντια στο κράτος.
–Pierre Clastres, Η κοινωνία ενάντια στο κράτος
[…]
Η θέση μου είναι απλή, διανοητικά ερεθιστική και αμφιλεγόμενη. Η Ζόμια είναι η μεγαλύτερη εναπομείνασα περιοχή στον κόσμο που οι πληθυσμοί της δεν έχουν ακόμα ενσωματωθεί πλήρως σε εθνικά κράτη. Οι μέρες της είναι μετρημένες. Πριν από όχι και τόσο πολύ καιρό, ωστόσο, τέτοιοι αυτοκυβερνώμενοι πληθυσμοί αποτελούσαν τη μεγάλη πλειονότητα της ανθρωπότητας, Σήμερα, τα βασίλεια των κοιλάδων τούς βλέπουν σαν «τους ζωντανούς μας προγόνους, «αυτό ήμασταν προτού ανακαλύψουμε την υγρή ορυζοκαλλιέργεια, τον βουδισμό και τον πολιτισμό». Υποστηρίζω, αντίθετα, ότι θα κατανοήσουμε καλύτερα τους ορεσίβιους πληθυσμούς αν τους προσεγγίσουμε ως κοινότητες δραπετών, φυγάδων, οι οποίοι τα τελευταία δύο χιλιάδες χρόνια τρέπονταν σε φυγή για να γλυτώσουν από την καταπίεση των εγχειρημάτων συγκρότησης κρατών στις κοιλάδες –από τη δουλεία, τη στρατολόγηση, τους φόρους, τις αγγαρείες, τις επιδημίες και τους πολέμους. Οι περισσότερες από τις περιοχές στις οποίες διαβιούν θα μπορούσαν προσφυώς να χαρακτηριστούν ζώνες θρυμματισμού ή ζώνες καταφυγής.
Σχεδόν όλα όσα αφορούν τον βιοπορισμό, την κοινωνική οργάνωση, τις ιδεολογίες και (πιο αμφιλεγόμενα) ακόμα και τις κατά κύριο λόγο προφορικές κουλτούρες αυτών των πληθυσμών μπορούν να ερμηνευθούν ως στρατηγικού χαρακτήρα επιλογές ώστε να κρατηθεί το κράτος σε απόσταση.
[…] Η τεράστια βιβλιογραφία για τη συγκρότηση κρατών, σύγχρονη και παλαιότερη, αγνοεί σχεδόν εξ ολοκλήρου το αντίθετό της: την ιστορία της σκόπιμης και αντιδραστικής απουσίας κράτους. Αυτή είναι η ιστορία εκείνων που διέφυγαν, και η συγκρότηση κράτους δεν μπορεί να γίνει κατανοητή χωρίς αυτήν. Και αυτό ακριβώς την καθιστά επίσης μια αναρχική ιστορία.
Τούτη η εξιστόρηση συνδέει εμμέσως τις ιστορίες όλων εκείνων των πληθυσμών που εκδιώχθηκαν εξαιτίας της βίαιης συγκρότησης κρατών και των ανελεύθερων συστημάτων εργασίας: των Τσιγγάνων, των Κοζάκων, των πολύγλωσσων φυλών τις οποίες σχημάτισαν φυγάδες από τις reducciónes* [* εδαφικές ενότητες στην αποικιακή Λατινική Αμερική που δημιουργούνταν από τις ισπανικές αρχές με σκοπό να συγκεντρωθούν σε αστικά κέντρα αυτόχθονοι πληθυσμοί ποικίλης προέλευσης ώστε να «επιμορφωθούν» για να ενσωματωθούν έπειτα στην κοινωνική ζωή. Η πολιτική μεταστροφή των αυτοχθόνων ήταν επίσης προϋπόθεση και για τη θρησκευτική τους μεταστροφή. (Σ.τ.ε.)] στον Νέο Κόσμο και τις Φιλιππίνες, των κοινοτήτων φυγάδων δούλων, των Αράβων των Βάλτων, των Σαν-Βουσμάνων κ.ο.κ..
[…] Όλες οι ταυτότητες, ανεξαιρέτως, είναι προϊόν κοινωνικής κατασκευής: των Χαν, των Βιρμανών, των Αμερικανών, των Δανών, όλες. Αρκετά συχνά τέτοιες ταυτότητες, ειδικά τις μειονοτικές ταυτότητες, τις έχουν πρώτα φανταστεί ισχυρά κράτη, όπως οι Χαν φαντάστηκαν την ταυτότητα των Μιάο, οι Βρετανοί αποικιστές την ταυτότητα των Καρέν και των Σαν, οι Γάλλοι την ταυτότητα των Τζαράι. Είτε έχουν επινοηθεί είτε έχουν επιβληθεί, τέτοιες ταυτότητες επιλέγουν, λίγο πολύ αυθαίρετα, ως desideratum ένα ή περισσότερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα, όσο ασαφή κι αν είναι –θρησκεία, γλώσσα, χρώμα δέρματος, διατροφή, μέσα διαβίωσης. Τέτοιες κατηγορίες, θεσμοθετημένες σε επικράτειες, καθεστώτα γαιοκτησίας, αυλές, εθιμικά δίκαια, διορισμένους αρχηγούς, σχολεία και έγγραφα, μπορεί να γίνουν ταυτότητες που βιώνονται με πάθος. Στο βαθμό που η ταυτότητα στιγματίζεται από το μεγαλύτερο κράτος ή την ευρύτερη κοινωνία, είναι πιθανό να γίνει για πολλούς μια ταυτότητα αντίστασης και ανυπακοής. Εδώ οι επινοημένες ταυτότητες συνδυάζονται με μια ηρωική αυτοδημιουργία, όπου τέτοιες ταυτίσεις μετατρέπονται σε παράσημο. Στον σύγχρονο κόσμο, στον οποίο η ηγεμονική πολιτική ομάδα είναι το εθνικό κράτος, δεν προκαλεί έκπληξη ότι τέτοιου είδους επιβεβαίωση παίρνει συνήθως τη μορφή του εθνοτικού εθνικισμού. […]
Από τον πρόλογο του βιβλίου
Πρόκειται για ένα σχετικά ογκώδες βιβλίο 573 σελίδων, το οποίο αναδεικνύει εμπεριστατωμένα τα προβλήματα που αντιμετώπισαν οι κάθε λογής κατακτητές ανά την υφήλιο για να εγκαθιδρύσουν την κυριαρχία τους με εργαλείο την δημιουργία κρατών.
[…] Στη γραπτή ιστορία –δηλαδή, μετά την εμφάνιση των γεωργικών, στηριζόμενων στην σιτοκαλλιέργεια πολιτισμών– η επαφή την οποία εξετάζουμε [Σημ.: εννοεί την επαφή επεκτατικών κρατών με αυτοκυβερνώμενους λαούς] απασχολεί κατά κύριο λόγο αυτούς που ασκούν την εξουσία. Αλλά αν κάνουμε ένα βήμα πίσω και διευρύνουμε ακόμα περισσότερο την ιστορική μας οπτική, βλέποντας την επαφή με ανθρωπολογικούς όρους και όχι με όρους πολιτισμού κρατών, είναι εντυπωσιακό πόσο πρόσφατη και σύντομη είναι η επαφή. Ο Homo sapiens υπάρχει στον πλανήτη εδώ και περίπου 200.000 χρόνια, και μόλις 60.000, το πολύ, στη Νοτιοανατολική Ασία. Εκεί οι πρώτες μικρές συγκεντρώσεις εδραίων πληθυσμών δεν εμφανίζονται νωρίτερα από την 1η χιλιετία πριν από την Κοινή Εποχή (μ.Χ.) και δεν αντιπροσωπεύουν παρά μια κηλίδα στο ιστορικό τοπίο –τοπική, αδύναμη και εφήμερη. Μέχρι και λίγο πριν από την Κοινή Εποχή, το πιο πρόσφατο 1% της ανθρώπινης ιστορίας, το κοινωνικό τοπίο το αποτελούσαν στοιχειώδεις, αυτοκυβερνώμενες, συγγενικές μονάδες οι οποίες μπορεί, περιστασιακά, να συνεργάζονταν στο κυνήγι, τα τελετουργικά γεύματα, τη μάχη, το εμπόριο και την αποκατάσταση της ειρήνης. Δεν περιλάμβανε τίποτα που θα το αποκαλούσαμε κράτος. Με άλλα λόγια, η απουσία κρατικών δομών αποτελεί τη συνήθη ανθρώπινη κατάσταση.[…]
Ο συγγραφέας στέκεται στο γεγονός του χαρακτηρισμού «βάρβαροι» για τους ανθρώπους και τους λαούς που επέλεγαν να κρατήσουν αποστάσεις από κρατικές δομές.
[…] Για τις ελίτ των πρώιμων κρατών, η περιφέρεια –η οποία αντιμετωπιζόταν συχνά ως η σφαίρα των «βαρβαρικών φυλών– συνιστούσε επίσης δυνητική απειλή. Σπανίως –με αξιομνημόνευτες εξαιρέσεις τους Μογγόλους και τους Ούννους, καθώς και τον Οσμάν και την κατακτητική του ορδή– κάποιος στρατιωτικοποιημένος ποιμενικός λαός μπορούσε να ανατρέψει το κράτος και να το καταστρέψει ή να κυβερνήσει στη θέση του. Συνήθως, για τους λαούς χωρίς κράτος ήταν ευχερέστερο να κάνουν επιδρομές στους οικισμούς εδραίων γεωργικών κοινοτήτων που βρίσκονταν υπό τη σκέπη του κράτους, μερικές φορές εισπράττοντας, όπως έκαναν τα κράτη, φόρο υποτέλειας σε συστηματική βάση. Ακριβώς όπως τα κράτη ενθάρρυναν την εδραία γεωργία για την «εύκολη συγκομιδή», έτσι και οι επιδρομείς την έβρισκαν ελκυστική ως πεδίο ιδιοποίησης.
[…] Σε μια εποχή όπου το κράτος φαίνεται να βρίσκεται παντού και να επιβάλλει τον απόλυτο έλεγχό του, εύκολα ξεχνάμε ότι για μεγάλο μέρος της ιστορίας το να ζει κανείς μέσα στο κράτος ή εκτός κράτους –ή σε μια ενδιάμεση ζώνη– ήταν μια επιλογή, μια επιλογή που ήταν δυνατόν να αναθεωρηθεί ανάλογα με το τι υπαγόρευαν οι περιστάσεις. Ένα πλούσιο και ειρηνικό κρατικό κέντρο θα προσέλκυε έναν αυξανόμενο πληθυσμό που πίστευε ότι θα επωφελούνταν από τα πλεονεκτήματά του. Τούτο, βέβαια, ταιριάζει με το κλασικό εκπολιτιστικό αφήγημα περί άξεστων βαρβάρων οι οποίοι γοητεύονται από την ευημερία την οποία εξασφαλίζει ένας ειρηνικός και δίκαιος βασιλιάς – αφήγημα το οποίο συμμερίζονται οι περισσότερες σωτηριολογικές θρησκείες στον κόσμο, ακόμα και ο Τόμας Χομπς.
Το αφήγημα αυτό αγνοεί δύο κεφαλαιώδη γεγονότα. Πρώτον, όπως επισημάναμε, μεγάλο μέρος, αν όχι το μεγαλύτερο, του πληθυσμού των πρώιμων κρατών ήταν ανελεύθερο· ήταν υπήκοοι υπό καταναγκασμό. Το δεύτερο γεγονός, ιδιαίτερα άβολο για το εκπολιτιστικό αφήγημα, είναι ότι οι υπήκοοι κρατών πολύ συχνά γίνονταν φυγάδες. Το να ζεις εντός του κράτους σήμαινε, ουσιαστικά εξ ορισμού, φόρους, στρατολόγηση, αγγαρείες, και για τους περισσότερους μια συνθήκη υποτέλειας· οι συνθήκες αυτές βρίσκονταν στον πυρήνα των στρατηγικών και στρατιωτικών πλεονεκτημάτων του κράτους. Όταν τα βάρη αυτά γίνονταν αβάστακτα, οι υπήκοοι μετακινούνταν με μεγάλη προθυμία στην περιφέρεια ή σ’ ένα άλλο κράτος.
Σε νεωτερικότερες συνθήκες, ο συνωστισμός του πληθυσμού, τα οικόσιτα ζώα και η ισχυρή εξάρτηση από μια μόνο καλλιέργεια ευνοούσαν τους λιμούς και τις επιδημίες. Και τέλος, τα πρώιμα κράτη ήταν εκτός των άλλων και μηχανές πολέμου, πράγμα που προκαλούσε αιμορραγία υπηκόων οι οποίοι τρέπονταν σε φυγή για να γλυτώσουν από τη στρατολόγηση, τις εισβολές και τις λεηλασίες.[…]
Το βιβλίο είναι πραγματικά μια σχεδόν ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τις πρακτικές της κρατικής ιδεολογίας και του εφαρμοσμένου κράτους.
Παραθέτουμε, για το τέλος αυτής της παρουσίασης, τρία αποσπάσματα που προλογίζουν το 4ο Κεφάλαιο, τα οποία θεωρούμε χαρακτηριστικά της παγκοσμιότητας του θέματος του παρόντος βιβλίου:
Γιατί ν’ αρχίσει μονομιάς η ανησυχία
Κι η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τί σοβαρά που εγίναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κι οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;
Γιατί ενύχτωσε κι οι βάρβαροι δεν ήρθαν.
Και μερικοί έφθασαν απ’ τα σύνορα
Και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.
Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μια κάποια λύσις.
–Κ. Π. Καβάφης, «Περιμένοντας τους Βαρβάρους», 1904
Στην πράξη το σημαντικό είναι να συγκεντρώσουμε σε ομάδες αυτό τον λαό που είναι παντού και πουθενά· το σημαντικό είναι να τους κάνουμε κάτι που μπορούμε να το αρπάξουμε. Όταν τους έχουμε στα χέρια μας, τότε είμαστε σε θέση να κάνουμε πολλά πράγματα που είναι μάλλον αδύνατο να κάνουμε σήμερα και τα οποία πιθανότατα θα μας επιτρέψουν να κυριαρχήσουμε στο μυαλό τους αφότου έχουμε κυριαρχήσει στο σώμα τους.
–Γάλλος αξιωματικός, Αλγερία, 1845
Οι άνθρωποι αυτοί δεν έχουν στρέψει ποτέ την προσοχή τους σε γεωργικές ασχολίες, ούτε μπορούμε να αναμένουμε κάτι τέτοιο μέχρι να εγκατασταθούν σε μια προστατευόμενη περιοχή διαβίωσης […] Αν δεν τους παράσχουμε ένα τέτοιο σπίτι, είναι καταδικασμένοι να μένουν μακρυά από αυτές τις επιρροές που έχουν στόχο να τους εκπολιτίσουν ή να τους εκχριστιανίσουν […] [και] να [τους] κάνουν χρήσιμα μέλη της κοινωνίας. Οι άγριοι Ινδιάνοι, όπως τα άγρια άλογα, πρέπει να μαντρώνονται σε προστατευόμενες περιοχές διαβίωσης. Εκεί μπορείς να τους εκπαιδεύσεις.
–Πράκτορας του Γραφείου Ινδιάνικων Υποθέσεων στους Σοσόνι, 1865
Τα παραπάνω αποσπάσματα καταδεικνύουν, πιστεύουμε, πως όλα όσα περιγράφει στο βιβλίο του ο James C. Scott, αναφορικά με τους ανθρώπους και τους λαούς της ορεινής Νοτιοανατολικής Ασίας και την αναρχική ιστορία τους, συνέβησαν και συμβαίνουν ακόμη σε ολόκληρο τον κόσμο, σε όλη τη Γη, ίσως σε μικρότερη έκταση και με λανθάνουσες μορφές, αλλά συμβαίνουν.
Συσπείρωση Αναρχικών
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.252, Οκτώβριος 2024
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com