Η βομβιστική ενέργεια στη WallStreet
Η βομβιστική επίθεση στη Wall Street έλαβε χώρα στις 12:01 το μεσημέρι της 16ης Σεπτεμβρίου 1920 στην Οικονομική Περιοχή του Μανχάτταν στη Νέα Υόρκη. Η έκρηξη σκότωσε 30 άτομα επί τόπου ενώ άλλα 8 πέθαναν αργότερα από τα τραύματά τους. Σοβαρά τραυματίστηκαν 143, και ο συνολικός αριθμός των τραυματιών ήταν εκατοντάδες. Η βομβιστική επίθεση αυτή δεν εξιχνιάσθηκε ποτέ, αν και οι ερευνητές και οι ιστορικοί πιστεύουν ότι ήταν έργο των Γκαλεανιστών (Galleanists = οπαδοί του Luigi Galleani), μιας ομάδας ιταλών αναρχικών υπεύθυνης για πολλές βομβιστικές επιθέσεις την προηγούμενη χρονιά. Η επίθεση συσχετίσθηκε με την μεταπολεμική κοινωνική αναταραχή, τους εργατικούς αγώνες και την αντι-καπιταλιστική δράση στις ΗΠΑ.
Η επίθεση στη Wall Street προκάλεσε τον θάνατο περισσοτέρων ανθρώπων σε σχέση με την βομβιστική επίθεση στους Los Angeles Times το 1910 όπου σκοτώθηκαν 21 εργαζόμενοι στην εφημερίδα και τραυματίσθηκαν περισσότεροι από 100 και η οποία ήταν η φονικότερη πράξη τρομοκρατίας σε έδαφος των ΗΠΑ, μέχρι τότε.
Η επίθεση
Το μεσημέρι, μια άμαξα πέρασε ανάμεσα στα πλήθη, την ώρα του μεσημεριανού διαλλείματος στη Wall Street, και σταμάτησε απέναντι από τα κεντρικά γραφεία της τράπεζας JP Morgan στην οδό Wall Street 23, στην πιο πολυσύχναστη γωνία του Οικονομικού Τομέα του Μανχάταν. Μέσα στην άμαξα βρίσκονταν και εξερράγησαν 45 κιλά δυναμίτη μαζί με 230 κιλά σιδήρου, με βομβιστικό μηχανισμό με χρονοδιακόπτη, σκορπίζοντας τα σίδερα στον αέρα. Η άμαξα και το άλογο διαλύθηκαν σε κομματάκια, αλλά ο οδηγός φέρεται να εγκατέλειψε το όχημα και να εξαφανίστηκε, πριν από την έκρηξη.
Τα 38 θύματα, τα πιο πολλά απ’ τα οποία πέθαναν ακαριαία, ήταν κυρίως νεαροί που δούλευαν σαν αγγελιοφόροι, στενογράφοι, υπάλληλοι, και ντήλερ συναλλαγών. Πολλοί απ’ τους τραυματίες υπέφεραν απ’ τα τραύματα για καιρό. Η βόμβα προκάλεσε πάνω από 2 εκ. δολάρια ζημιές και κατέστρεψε τους πιο πολλούς εσωτερικούς χώρους του κτιρίου της Morgan.
Μέσα σε ένα λεπτό από την έκρηξη, ο πρόεδρος του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης William H. Remick, ανέστειλε τις συναλλαγές με σκοπό να αποτραπεί ο πανικός. Έξω, τα διασωστικά συνεργεία με όλα τα μέσα προσπαθούσαν να μεταφέρουν τους τραυματίες.
Η αντίδραση
Το Γραφείο Έρευνας του Υπουργείου Δικαιοσύνης, το ΒΟΙ (Bureau of Investigation), πρόδρομος του FBI (Federal Bureau of Investigation), δεν συμπέρανε αμέσως ότι η βομβιστική επίθεση ήταν πράξη τρομοκρατίας. Οι ερευνητές παραξενεύονταν για το πλήθος των αθώων θυμάτων και την έλλειψη συγκεκριμένου στόχου, πέρα από κτίρια που υπέστησαν μεγάλες αλλά όχι δομικές ζημιές. Ερευνώντας την πιθανότητα ατυχήματος, η αστυνομία επικοινώνησε με επιχειρήσεις που εμπορεύονταν και μετέφεραν εκρηκτικά. Τα συνεργεία καθαρισμού απομάκρυναν από το δρόμο, μαζί με τα απορρίμματα και τα όποια στοιχεία μπορούσαν να υποδηλώσουν τους δράστες της. Ο εισαγγελέας συμπέρανε ότι ο στόχος και το σημείο παρέπεμπε σε αντίπαλους του καπιταλισμού, όπως Μπολσεβίκους, αναρχικούς, κομμουνιστές ή μαχητικούς σοσιαλιστές.
Οι ερευνητές σύντομα εστίασαν στις ριζοσπαστικές ομάδες που αντιτίθεντο στους οικονομικούς και κυβερνητικούς θεσμούς και γνώριζαν πώς να φτιάχνουν βόμβες, σαν μέσο βίαιης εκδίκησης. Η χρήση κομματιών σιδήρου έγινε για να προκαλέσει όσο το δυνατόν περισσότερα θύματα, οικονομικούς εργάτες που βρίσκονταν μαζεμένοι στο σημείο αυτό στην πιο πολυσύχναστη ώρα. Οι αρχές τελικά κατηγόρησαν τους αναρχικούς και τους κομμουνιστές. Η Washington Post χαρακτήρισε την έκρηξη «πράξη πολέμου». Οι «Γιοι της Αμερικανικής Επανάστασης» είχαν προγραμματίσει μια πατριωτική καμπάνια για την επόμενη μέρα (17/9) για να γιορτάσουν τη Συνταγματική Μέρα, ακριβώς στην ίδια διασταύρωση. Χιλιάδες άτομα παρευρέθησαν στην εκδήλωση αψηφώντας την επίθεση της προηγούμενης μέρας.
Συντονισμένες έρευνες ξεκίνησαν από την αστυνομία και τους ομοσπονδιακούς πράκτορες κατά των κινημάτων ριζοσπαστών αλλοδαπών. Την εποχή εκείνη, η αυξημένη συσσώρευση πλούτου σε λίγους εκατομμυριούχους και οι κοινωνικές αδικίες έστρεφαν πολλούς κατά των «ταξικών αντιπάλων»[1].
Η δημόσια βούληση να εντοπιστούν οι δράστες οδήγησε σε αύξηση των δικαιοδοσιών του Υπουργείου Δικαιοσύνης, όπως και του Γενικού Τμήματος Πληροφοριών του ΒΟΙ, υπό τον J. Edgar Hoover, γνωστού συνωμότη και διώκτη αγωνιστών και κινημάτων. Το αστυνομικό τμήμα της Νέας Υόρκης πίεσε, επίσης, ώστε να σχηματισθεί μία «ειδική ή μυστική, αστυνομία» για να «παρακολουθεί» τα «ριζοσπαστικά στοιχεία» στην πόλη της Νέας Υόρκης.
Στις 17/9, το ΒΟΙ εξέδωσε τα περιεχόμενα των φυλλαδίων που βρέθηκαν σε ένα γραμματοκιβώτιο στην περιοχή λίγο πριν την έκρηξη. Τυπωμένα με κόκκινο μελάνι σε άσπρο χαρτί, έγραφαν: «Θυμηθείτε, δε θα το ανεχτούμε άλλο πια. Ελευθερώστε τους πολιτικούς κρατούμενους, αλλιώς θα είναι σίγουρος ο θάνατος για όλους σας». Κάτω-κάτω έγραφε: «Αμερικανοί Αναρχικοί Αγωνιστές». Το ΒΟΙ γρήγορα συμπέρανε ότι το φυλλάδιο απέκλειε την πιθανότητα ενός ατυχήματος. Ο William J. Flynn, Διευθυντής του ΒΟΙ, δήλωσε ότι τα φυλλάδια ήταν παρόμοια με αυτά που βρέθηκαν στις βομβιστικές επιθέσεις του Ιουνίου του 1919[2].
Οι Έρευνες
Η έρευνα που έγινε από το ΒΟΙ κόλλησε όταν φάνηκε ότι κανένα από τα θύματα δεν ήταν ο οδηγός της άμαξας. Αν και το σαμάρι ήταν καινούργιο, οι ερευνητές δεν μπορούσαν να εντοπίσουν το σταύλο όπου τοποθετήθηκε. Όταν εντοπίστηκε ο σιδεράς τον Οκτώβριο, δεν έδωσε ιδιαίτερες πληροφορίες.
Το ΒΟΙ και η τοπική αστυνομία ερεύνησαν την υπόθεση για πάνω από 3 χρόνια χωρίς επιτυχία. Οι συλλήψεις που έγιναν δεν οδήγησαν πουθενά. Η αρχική έρευνα εστίασε σε αναρχικούς και κομμουνιστές, όπως η ομάδα των Γκαλεανιστών, για την οποία οι αρχές πίστευαν ότι ήταν υπεύθυνη για τις επιθέσεις του 1919. Οι αρχές, πάντως, «έδειχναν» ως υπεύθυνους ιταλούς αναρχικούς ή ιταλούς τρομοκράτες μέχρι το 1944, οπότε επίσημα η επίθεση αποδόθηκε σ’ αυτούς.
Ένας Γκαλεανιστής συγκεκριμένα, ο ιταλός αναρχικός Μάριο Μπούντα (1884-1963), συνεργάτης των Σάκκο και Βαντσέτι, και ιδιοκτήτης ενός αυτοκινήτου το οποίο οδήγησε στη σύλληψή του για ληστεία και φόνο σε άλλη περίπτωση, θεωρείται από κάποιους ιστορικούς, ανάμεσά τους και ο Πώλ Άβριτς, ως ο άνθρωπος που «φύτεψε» τη βόμβα. Ο Άβριτς και άλλοι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Μπούντα ενήργησε για εκδίκηση για τη σύλληψη και καταδίκη των συντρόφων του Γκαλεανιστών, Σάκκο και Βαντσέτι. Η εμπλοκή του Μπούντα επιβεβαιώθηκε από δηλώσεις που έκανε ο ανιψιός του Frank Maffi και ο αναρχικός Charles Poggi, που πήρε συνέντευξη από τον Μπούντα στο Savignano της Ιταλίας το 1955. Όπως αναφέρει ο Άβριτς, ο Μπούντα ήταν «ανάστατος για την παραπομπή των Nicola Sacco και Bartolomeo Vanzetti για μια ληστεία σε εργοστάσιο παπουτσιών στη Μασαχουσέτη, κατά την οποία σκοτώθηκαν 2 άτομα». Δυστυχώς, σύμφωνα με τον Άβριτς, ο Μπούντα δεν κατάφερε να χτυπήσει κάποιο στέλεχος της JP, (ο ίδιος ο JP Morgan Jr. ταξίδευε στην Ευρώπη εκείνη τη μέρα), παρά μόνον υπαλλήλους και εργάτες. Βεβαίως, η βομβιστική επίθεση στην Wall Street ουσιαστικά προδιέγραψε την θανατική καταδίκη και εκτέλεση των Σάκκο και Βαντσέτι, αφού δυνάμωσε την εκδικητική μανία των κρατιστών, οι οποίοι παρά το μεγάλο κύμα αλληλεγγύης που είχε αναπτυχθεί, εκτέλεσαν την ποινή.
Ο Μπούντα (γνωστός τότε με το ψευδώνυμο Mike Boda) είχε ξεφύγει απ’ τις αρχές τη στιγμή της σύλληψης των Σάκκο και Βαντσέτι, ήξερε να χρησιμοποιεί δυναμίτη και άλλα εκρηκτικά, αλλά και φερόταν πως συνήθιζε να βάζει κομμάτια σιδήρου σε βόμβες εθεωρείτο, μάλιστα, ως βασικός κατασκευαστής πολλών βομβών των Γκαλεανιστών. Ο Μπούντα ήταν επίσης ύποπτος στη βομβιστική επίθεση της Preparedness Day στο Σαν Φρανσίσκο στις 22/7/1916, όπου δολοφονήθηκαν 10 άτομα που συμμετείχαν στην παρέλαση και τραυματίστηκαν περισσότερα από 40. Άλλη μεγάλη βόμβα με μπαρούτι σκότωσε 9 αστυνομικούς στο Milwaukee του Wisconsin το 1917. Ο Μπούντα ήταν στη Νέα Υόρκη τη στιγμή της έκρηξης στην Wall Street, αλλά ποτέ δεν συνελήφθη ή ανεκρίθη από την αστυνομία.
Αφ’ ότου έφυγε από τη Νέα Υόρκη, ο Μπούντα ξαναχρησιμοποίησε το κανονικό του όνομα για να εκδώσει διαβατήριο από το προξενείο, και έφυγε με πλοίο για τη Νάπολη. Το Νοέμβριο ήταν πίσω στη χώρα του την Ιταλία, και δεν επέστρεψε ποτέ στις ΗΠΑ. Άλλοι Γκαλεανιστές στις ΗΠΑ συνέχισαν την καμπάνια βομβών και δολοφονιών για άλλα 12 χρόνια, με αποκορύφωμα τη βομβιστική επίθεση το 1932 με στόχο τον Webster Thayer, τον προεδρεύοντα δικαστή στη δίκη των Σάκκο και Βαντσέτι. Ο Thayer, που επέζησε από την έκρηξη, που κατέστρεψε το σπίτι του και τραυμάτισε τη γυναίκα του και την οικιακή βοηθό, μετακόμισε και φρουρούνταν 24 ώρες τη μέρα μέχρι το θάνατό του.
Μετάφραση-απόδοση: Αναρχικός Πυρήνας ΞΑΝΑ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 153, Οκτώβριος 2015
[1]. Στις 4/12/1891, ένας φτωχοντυμένος άνδρας, ο Henry Norcross, μπήκε σε ένα γραφείο στο κάτω Μανχάταν, απαιτώντας να συναντήσει τον Russell Sage, ένα πάμπλουτο στέλεχος των σιδηρόδρομων. Ο υπάλληλος William Laidlaw του εξήγησε ότι το αφεντικό του είναι απασχολημένο. Ο Norcross του έδωσε ένα χαρτί που έγραφε να του δώσει 1,2 εκ. Δολάρια. Όταν ο Sage, που είχε βγει έξω ακούγοντας τις φωνές, τον διέταξε να φύγει, ο Norcross πέταξε την τσάντα του, όπου κουβαλούσε μια βόμβα. Ο βομβιστής σκοτώθηκε και ο Laidlaw, ένας άλλος υπάλληλος και ο Sage τραυματίστηκαν. Ο Laidlaw έμεινε ανάπηρος και έκανε μήνυση στον Sage, ισχυριζόμενος ότι τον χρησιμοποίησε σαν ανθρώπινη ασπίδα. Τελικά του επιδικάστηκαν 70.000 δολάρια, αλλά με δικαστικές διαμάχες ο Sage δεν του έδωσε ποτέ ούτε ένα δολάριο!
Τον Ιούλιο του 1892, ο Henry Frick, συνέταιρος του Andrew Carnegie στην Εταιρία Χάλυβα Carnegie, έστειλε εκατοντάδες βαριά οπλισμένους ντετέκτιβ της υπηρεσίας Pinkerton για να διαλύσουν μια απεργία στο Πίτσμπουργκ. Δέκα άτομα σκοτώθηκαν κι απ’ τις δυο πλευρές και δεκάδες τραυματίστηκαν. Οι μπράβοι της Πίνκερτον οπισθοχώρησαν και καθώς τους μετέφεραν στη φυλακή για την ασφάλειά τους, ξυλοκοπήθηκαν άγρια από ντόπιους.
Δύο εβδομάδες αργότερα, ο Alexander Berkman, 22 χρονών τότε, Λιθουανός αναρχικός που ζούσε στη Νέα Υόρκη με την Emma Goldman, πήγε στο Πίτσμπουργκ με σκοπό να σκοτώσει τον Frick. Τον πυροβόλησε 3 φορές ανεπιτυχώς και τον μαχαίρωσε αλλά ακινητοποιήθηκε. Ο Berkman έκατσε 14 χρόνια στη φυλακή για απόπειρα δολοφονίας. Τελικά του δόθηκε χάρη το 1906. Οι εργάτες του χάλυβα υπέστησαν τρομερά αντίποινα. Χιλιάδες απολύθηκαν και όσοι εξακολούθησαν να δουλεύουν είδαν το μισθό τους να μειώνεται κατά 50%.
Ενώ ήταν σε αναστολή, ο Berkman πήγε πίσω στη Νέα Υόρκη και φέρεται να συμμετείχε στη συνωμοσία των IWW (Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου) να βάλουν βόμβα στο σπίτι του John D. Rockefeller το 1914. Αλλά απέτυχαν: δύο αναρχικοί είχαν το δυναμίτη σε ένα σπίτι στο Χάρλεμ, όταν εξερράγη πρόωρα στις 4/7, σκοτώνοντας 4 μέλη των IWW. Ο Berkman δεν ενεπλάκη ποτέ άμεσα στην υπόθεση.
Ένα χρόνο μετά, ο Eric Muenter, εξοργισμένος από το ότι η JP Morgan έβγαζε κέρδη από την Πρώτη Παγκόσμια Ανθρωποσφαγή, οργανώνοντας ένα συνδικάτο τραπεζών που δάνειζε χρήματα στους Συμμάχους, σκόπευε να βάλει ένα τέλος στον πόλεμο. Πήγε στην Ουάσιγκτον κουβαλώντας εκρηκτικά στο άδειο κτίριο της Γερουσίας. Η βόμβα εξερράγη χωρίς θύματα. Αργότερα πήρε το τρένο για τη Νέα Υόρκη. Πήγε σε γραφεία της Morgan στο Long Island, με σκοπό να πείσει τον τραπεζίτη να σταματήσει τις αποστολές οπλισμού στο εξωτερικό, πυροβόλησε τον Morgan δύο φορές πριν τον ακινητοποιήσουν οι υπηρέτες του. Ο Muenter αυτοκτόνησε στη φυλακή. Ο Morgan ανάρρωσε.
[2]. Τον Απρίλιο του 1919, στάλθηκαν τουλάχιστον 36 δέματα-βόμβες σε δικαστικούς και αστυνομικούς σε διάφορες πόλεις των ΗΠΑ. Τον Ιούνιο έγιναν 8 βομβιστικές επιθέσεις με μεγάλη ισχύ, σε 8 διαφορετικές πόλεις. Η βόμβα που προορίζονταν για το Γενικό Εισαγγελέα Palmer εξερράγη πρόωρα και σκότωσε τον Carlo Valdinoci πρώην εκδότη της Γκαλεανικής έκδοσης Cronaca Sovversiva και στενού συνεργάτη του Γκαλεάνι.
Σε κάθε μία από τις βόμβες υπήρχαν πολλά φυλλάδια, που έγραφαν: «Απλά Λόγια: Πόλεμος, Ταξικός Πόλεμος, και ήσασταν οι πρώτοι που τον εξαπολύσατε υπό το κάλυμμα των πανίσχυρων θεσμών που αποκαλείτε τάξη, στο σκοτάδι των νόμων σας. Θα πρέπει να υπάρξει αιματοχυσία, δε θα υποχωρήσουμε. Θα πρέπει να υπάρχουν φόνοι, θα σκοτώσουμε, επειδή είναι απαραίτητο, θα πρέπει να υπάρξει καταστροφή, θα καταστρέψουμε για να ξεφορτωθούμε τον κόσμο των τυραννικών θεσμών σας».
Το φυλλάδιο αργότερα συσχετίστηκε με ένα τυπογραφείο που λειτουργούσαν δύο αναρχικοί, ο Andrea Salsedo, τυπογράφος, και ο Roberto Elia, συνθέτης, οι οποίοι ήταν και οι δύο Γκαλεανικοί, σύμφωνα με τα απομνημονεύματα άλλων μελών. Ο Salsedo αυτοκτόνησε και ο Elia αρνήθηκε μια προσφορά να ακυρωθεί η απέλασή του αν κατέθετε για το ρόλο που είχε στη Γκαλεανική οργάνωση. Μη δυνάμενες να αποδείξουν την ενοχή κάποιων Γκαλεανιστών, οι αρχές συνέχιζαν να χρησιμοποιούν την Πράξη Αναρχικής Εξαίρεσης για να τους απελάσουν. Ήταν η εποχή του Red Scare (κόκκινου τρόμου), όπου πάνω από 10.000 άτομα συνελήφθησαν και 3.500 φυλακίστηκαν.