Ίδρυση Ιδιωτικών Πανεπιστημίων: Το «ιδιωτικό», το «δημόσιο» και η προάσπιση του Συντάγματος
Ας ξεκινήσουμε με αυτό: «το σύστημα διδασκαλίας είναι η διδασκαλία του συστήματος» και ας συνεχίσουμε με αυτό ως βάση, αναπτύσσοντάς το με αφορμή την ψήφιση του νομοσχεδίου για την ίδρυση ιδιωτικών / μη κρατικών πανεπιστημίων. Με αφορμή, λοιπόν, το παραπάνω νομοσχέδιο, επόμενο ήταν να εμφανιστεί στον δημόσιο διάλογο το δίπολο δημόσιο-ιδιωτικό, όπου σε πολύ γενικές γραμμές το ιδιωτικό είναι συνδεδεμένο άρρηκτα με το κεφάλαιο, ενώ το δημόσιο προσφέρει μια ελεύθερη γνώση χωρίς δίδακτρα. Σ’ αυτό το δίπολο, λοιπόν, βασίζεται και εξαντλείται όλη η ρητορική, αρνητική ή μη, σχετικά με το νομοσχέδιο για την ίδρυση ιδιωτικών / μη κρατικών πανεπιστημίων. Ενώ η εξουσία και η πλευρά που είναι υπέρ της ίδρυσης ιδιωτικών πανεπιστημίων «τρίβει τα χέρια της», όταν μια αντιπαράθεση γίνεται εντός ενός διπολικού πλαισίου που συνήθως η ίδια έχει θέσει, δεν συμβαίνει το ίδιο για την πλευρά που στέκεται απέναντι ή είναι κατ’ επίφαση «απέναντι». Ο ιδεολογικός εγκλωβισμός σε δίπολα, δημιουργεί με την σειρά του εγκλωβισμό στην σκέψη, που συνήθως έχει ως αποτέλεσμα η όποια προσπάθεια αντίδρασης να χειραγωγείται κυρίως από όσους είναι η άλλη πλευρά του νομίσματος της εξουσίας.
Θεωρείται θέσφατο, ότι το δημόσιο πανεπιστήμιο είναι και «ελεύθερο», άρα είναι «καλό», και το ιδιωτικό το αντίθετο. Τα πράγματα, βέβαια, δεν είναι ακριβώς έτσι και θα θυμίσουμε πως πριν από 30 και πλέον χρόνια, με την ίδρυση των ιδιωτικών ραδιοφώνων και αργότερα των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών, το ίδιο δίπολο είχε αντίθετη θεώρηση από αυτή που έχει σήμερα και θιασώτης του «ελεύθερου» ήταν το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο. Βέβαια και τότε η θεώρηση ήταν άστοχη, καθώς δεν άργησε να φανεί πως και εκεί τα πράγματα δεν ήταν καθόλου «ελεύθερα» και ακηδεμόνευτα, καθώς το κεφάλαιο, ως εφάμιλλο του κράτους, έχει τους δικούς του όρους αλλά, επίσης, είναι και εφάμιλλη εξουσία με αυτό.[1]
Στην ιστορία των κρατών και της εξουσίας, η έννοια του δημοσίου είναι αλληλένδετη με το κράτος, δημιουργώντας, ας πούμε, μια «σύγχυση ελευθερίας» στους υπηκόους και μια εντύπωση, πως ό,τι εμπεριέχει το δημόσιο είναι κοινό κτήμα και δικαίωμα όλων. Η αλήθεια είναι πως τίποτα σ’ αυτό που ονομάζουμε δημόσιο, δεν είναι κτήμα και δικαίωμα όλων, αλλά παραχώρηση του κράτους και κάθε εξουσίας που το υπηρετεί. Σ’ αυτό το πεδίο εξασκούνται οι κάθε λογής αντιπολιτευόμενες δυνάμεις και έτσι, διατηρώντας και αναπτύσσοντας την πεποίθηση του «καθαγιασμένου» δημοσίου, διατηρούν, νομιμοποιούν και μεγαλώνουν την εξουσία του κράτους στις ζωές μας.
Υπό αυτή την έννοια, λοιπόν, η προάσπιση του δημοσίου και μόνο, χωρίς αναφορά στον χαρακτήρα και την σχέση που αυτό έχει με το κράτος, είναι δουλειά των κάθε λογής κρατιστών. Ο αγώνας των αναρχικών είναι αγώνας ενάντια σε οτιδήποτε εκπορεύεται, εξυπηρετεί και συντηρεί το κράτος, όπως και η δημόσια εκπαίδευση. Η εκπαίδευση, δηλαδή το κρατικό σύστημα εκπαίδευσης, είναι άμεσα συνυφασμένη με την διαιώνιση της εξουσίας, ήταν και είναι κρατική υπόθεση. Σε κάθε μεθόδευση του κράτους για αναδιάρθρωση του ήδη υπάρχοντος πλαισίου στην εκπαίδευση, για την εξυπηρέτηση των εκάστοτε στόχων του, οι αναρχικοί θα στεκόμαστε ενάντια έχοντας για εφόδια τις σκέψεις μεγάλων παιδαγωγών και ελεύθερων ανθρώπων, που αφιέρωσαν ή και μπορεί και να έχασαν την ζωή τους για το ελεύθερο σχολείο, που θα ήταν κτήμα και αποτέλεσμα ελεύθερων ανθρώπων, οι οποίοι με την σειρά τους θα μπορούν να καλλιεργούν ελεύθερα άτομα.
Προσωπικότητες όπως ο Francisco Ferrerεξακολουθούν να μας δείχνουν τον δρόμο, να φωτίζουν τις σκέψεις μας και να μας δείχνουν πως η εκπαίδευση μπορεί να υφίσταται και να καλλιεργεί την ελευθερία. Η τυποποίηση της γνώσης, ο χρόνος παράδοσης της προκαθορισμένης ύλης και η παπαγαλία ως μέσο μιας σωστής αξιολόγησης των μαθητών, όχι μόνο δεν διαμορφώνουν ελεύθερους ανθρώπους, αλλά τους διδάσκουν πως μπορούν να μην είναι ουσιώδεις και να μην έχουν καμία δυνατότητα κριτικής και ελεύθερης σκέψης. Η κρατική εκπαίδευση είναι περιορισμός.[2] Η έννοια του «καλού και ελεύθερου» δημόσιου είναι μια κατασκευασμένη εικόνα που στην αλήθεια δεν ισχύει. Στην περίπτωση της δημόσιας εκπαίδευσης μπορεί να μην υπάρχουν δίδακτρα για την φοίτηση, αλλά τα δίδακτρα εισέρχονται απ’ το παράθυρο, ξεκινώντας ήδη τουλάχιστον απ’ την δευτεροβάθμια εκπαίδευση με τα φροντιστήρια που χρειάζονται οι μαθητές για να περάσουν σε τριτοβάθμιες σχολές. Θεωρείται, μάλιστα, δεδομένο πως τα φροντιστήρια αποτελούν προϋπόθεση για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αφού το σχολείο από ένα σημείο και έπειτα μετατρέπεται σε εξεταστικό κέντρο και η όποια γνώση παπαγαλίζεται κυρίως στα φροντιστήρια, η οποία και σβήνει αυτομάτως από το μυαλό των μαθητών όταν τελειώσουν οι εξετάσεις. Τα αίτια του φαινομένου των φροντιστηρίων, τα οποία αποτελούν για πολλές δεκαετίες στον ελλαδικό χώρο προϋπόθεση για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, παράγονται από το ίδιο το κράτος και μπορούν να αναζητηθούν κατ’ αρχάς στην εξεταστικοκεντρική κατεύθυνση του ίδιου του εκπαιδευτικού συστήματος και στη συνέχεια στο υπεράριθμο των μαθητών ανά αίθουσα και στο στοίβαγμα τους, δείχνοντας έτσι έμπρακτα την αδιαφορία του συστήματος απέναντι στους μαθητές και τους εκπαιδευτικούς.
Η καθιέρωση της «τράπεζας θεμάτων» για μικρότερες τάξεις του Λυκείου, οι γραπτές προαγωγικές εξετάσεις από τάξη σε τάξη για όλο το Λύκειο, με επιλογή των θεμάτων μέσα από την «τράπεζα θεμάτων» και η προώθηση του σχεδίου νόμου που θα προβλέπει ότι ο προσδιορισμός του βαθμού του απολυτηρίου θα βγαίνει όχι μόνο με βάση την επίδοση του μαθητή στην Γ΄ Λυκείου, αλλά με συντελεστή στις τρεις τάξεις του Λυκείου, καθιστούν τα φροντιστήρια αναγκαία ακόμα και για μικρότερες τάξεις.
Έτσι, λοιπόν, το δημόσιο σχολείο και κυρίως η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, εξυπηρετεί τα φροντιστήρια, όπου εκεί ουσιαστικά δίνεται το πραγματικό βάρος για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στην συνέχεια, στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ο φοιτητής και η οικογένεια του, καλούνται να πληρώνουν χρηματικά ποσά για ενοίκιο και διαμονή, καθώς οι φοιτητικές εστίες σε πολλές πόλεις δεν υπάρχουν και όπου υπάρχουν είναι λίγες σε σχέση με τους φοιτητές που τις έχουν ανάγκη. Στους μεταπτυχιακούς τομείς σπουδών, σε δημόσια πανεπιστήμια, η ύπαρξη διδάκτρων είναι καθεστώς και ο κανόνας, έναντι των ελάχιστων μεταπτυχιακών που δεν υπάρχουν δίδακτρα. Να σημειωθεί, ότι οι τίτλοι μεταπτυχιακών δίνουν πλουσιοπάροχα μόρια στον ΑΣΕΠ και επίσης ανεβάζουν μισθολογικά κλίμακα στους δημοσίους υπαλλήλους, οπότε ο καθένας που μπορεί να βρει τα λεφτά, μπορεί να διαλέξει ένα μεταπτυχιακό ακόμα και με βάση τα χρόνια που θα μπορέσει να το κάνει απόσβεση.
Η ίδρυση ιδιωτικών / μη κρατικών πανεπιστημίων, είναι ένα δώρο του κράτους και της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας καταρχάς σε μια συγκεκριμένη ελίτ του κεφαλαίου που έχει να κάνει με το κομμάτι των πανεπιστημίων, δίνοντάς τους την δυνατότητα επέκτασης των δουλειών τους και στον ελλαδικό χώρο, καθώς και στην αντίστοιχη εγχώρια ελίτ που «ξενιτεύει» τα παιδιά της σε πανεπιστήμια του εξωτερικού για σπουδές. Οπότε, δεν αφορά την συντριπτική πλειοψηφία του ελλαδικού πληθυσμού και πρόκειται σαφώς για ένα «εσωτερικό» θέμα της Τάξης. Ας μην ξεχνάμε άλλωστε πως οι λεγόμενες «δεξαμενές σκέψης», όπου η κυριαρχία αντλεί κατευθύνσεις εξουσιαστικής διαχείρισης, έχουν άμεση ή έμμεση σχέση με μεγάλα ιδιωτικά πανεπιστήμια διεθνούς εμβέλειας.
«Αντισυνταγματικότητα»
Κυρίαρχο λόγο στην ρητορική των αντιδράσεων για το νομοσχέδιο για την ίδρυση των ιδιωτικών / μη κρατικών πανεπιστημίων ήταν η λεγόμενη «αντισυνταγματικότητα» του νομοσχεδίου, καθώς το Σύνταγμα δεν προβλέπει ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Ναι, το κράτος μπορεί να εφαρμόζει το Σύνταγμα ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που μπορεί και να μην το εφαρμόζει, όπως και οι υπήκοοι μπορούν να κάνουν αναφορές σ’ αυτό για να βρουν και να στηρίξουν με «σοβαρά» επιχειρήματα το «δίκιο» τους σ’ ένα πάκο από χαρτιά, για «πάσαν νόσο και πάσα μαλακίαν». Το Σύνταγμα, οι νόμοι και διάφορες άλλες θεσμίσεις, είναι πρωτίστως εργαλεία του κράτους και των εξουσιαστών και έχουν να κάνουν με την διασφάλιση της λειτουργίας του κράτους και των συμφερόντων των εξουσιαστών και σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν για την διασφάλιση της ευημερίας των υπηκόων τους. «Καταργούνται», ερμηνεύονται, χρησιμοποιούνται και «παραβιάζονται» κατά το δοκούν. Αν και τα παραπάνω τα έχουμε δει πλείστες φορές, η καραμέλα περί «αντισυνταγματικότητας» συνεχίζει να πιπιλίζεται, λες και κάποιοι κάθε πρωί ξεχνούν τα πάντα και γνωρίζουν τον κόσμο της εξουσίας απ’ την αρχή. Τελικά, όταν ο «αντίπερα» λόγος κάνει σημαία του μια θέσμιση της εξουσίας, τότε και οι όποιες αντιδράσεις-πράξεις θα σεβαστούν και το πλαίσιο όπου υπάρχουν αυτές οι θεσμίσεις, οδηγώντας τες έτσι σε μια ή περισσότερες ελεγχόμενες «εκρήξεις» εντός πλαισίου (δημοκρατικού, συνταγματικού, δικαιώματος στην απεργία και στην διαδήλωση κ.ά). Σ’ αυτό το σημείο έγκειται ο εγκλωβισμός και η χειραγώγηση των κοινωνικών αντιδράσεων από μέρη που υποτίθεται πως είναι αντίθετα με τις παραπάνω θεσμίσεις, ενώ τελικά το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να διατηρήσουν το κομμάτι που τους αναλογεί, ως συνομιλητές και συνδιαχειριστές της εξουσίας.
Το γεγονός, ότι ως αναρχικοί δεν πρόκειται να παλέψουμε για κανένα Σύνταγμα ή άλλη θέσμιση της εξουσίας, δεν μας κάνει να απέχουμε από τον δρόμο και να είμαστε εκεί με το δικό μας λόγο. Τίποτα, όμως, δεν μπορεί να υπάρξει από μόνο του σαν μια νησίδα ελευθερίας σε θάλασσα εξουσίας, γι’ αυτό οι αναρχικοί δεν στεκόμαστε μόνο σε μια μερική υπόθεση, αλλά την εκάστοτε υπόθεση την συνδέουμε με τον ανεξούσιο κόσμο που οραματιζόμαστε. Είμαστε έτοιμοι να πυροδοτήσουμε ή να βοηθήσουμε στην επέκταση μιας έκρηξης, με απελευθερωτικό λόγο και πράξεις, έξω από τα συνήθη ελεγχόμενα πλαίσια.
Ανυπόλυτος
[1] «Όταν πριν από μερικές δεκαετίες, εκεί στα τέλη της δεκαετίας του ’80, εγκαινιάστηκαν τα πρώτα μη κρατικά ραδιόφωνα, ως προάγγελος των πρώτων μη κρατικών τηλεοπτικών σταθμών, όλοι χαίρονταν και απολάμβαναν τον πλουραλισμό των ειδήσεων, την μη κηδεμονία από το κράτος και γι’ αυτό δεκάδες ήταν οι ραδιοφωνικοί σταθμοί που εξέπεμπαν ως δημοτικοί και ιδιωτικοί κυρίως. Παρομοίως και στην τηλεόραση.
Τριάντα και πλέον χρόνια μετά, μπορούμε να πούμε, ότι δεν υπάρχει κανενός είδους πλουραλισμός και καμμία ακηδεμονία. Γιατί όπου δεν υπάρχει εμφανώς το κράτος, υπάρχει το κεφάλαιο με τους αδυσώπητους και στυγνούς όρους του.» Δίπολα και Ανθρώπινες Σχέσεις στην καθημερινότητα μας, Αναρχικός Πυρήνας Χαλκίδας, ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 201, Φεβρουάριος 2020
[2] «Το σχολείο φυλακίζει τα παιδιά σωματικά, διανοητικά και ηθικά, προκειμένου να κατευθύνει την ανάπτυξη των ικανοτήτων τους στις επιθυμητές σε αυτό διαδρομές. Τους στερεί την επαφή με τη φύση για να τα διαμορφώσει σύμφωνα με τα δικά του πρότυπα. Η ιδιαίτερη φροντίδα με την οποία οι κυβερνήσεις έχουν αναλάβει την εκπαίδευση του λαού έχει ένα και μόνο στόχο: την διάλυση των ελπίδων, αυτών που πιστεύουν στην ελευθερία. Η εκπαίδευση τού σήμερα δεν είναι τίποτα περισσότερο από μία άσκηση ετοιμότητας. Αρνούμαι να πιστέψω ότι τα χρησιμοποιούμενα συστήματα έχουν σχεδιαστεί για να επιφέρουν τα επιθυμητά αποτελέσματα για το σύνολο. Όλα δείχνουν ότι υπάρχει μόνο μία σαφώς καθορισμένη ιδέα, μία βούληση, δηλαδή: Τα παιδιά πρέπει να συνηθίσουν να υπακούν, να πιστεύουν, να σκέπτονται σύμφωνα με τα δόγματα που μας κυβερνούν. Ως εκ τούτου, η εκπαίδευση δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετική από αυτό που είναι σήμερα. Δεν τίθεται καν θέμα υποστήριξης της αυθόρμητης ανάπτυξης των ικανοτήτων του παιδιού, αφήνοντάς το ελεύθερο να ικανοποιήσει τις φυσικές, πνευματικές και ηθικές του ανάγκες. Εδώ, πρόκειται για θέμα επιβολής ήδη προκατασκευασμένων ιδεών. Το ζήτημα βρίσκεται στο να εμποδιστεί το παιδί να σκέφτεται κάτι διαφορετικό από αυτό που συντελεί στην διατήρηση των θεσμών αυτής της κοινωνίας. Το θέμα είναι, τέλος, να γίνει ένα άτομο αυστηρά προσαρμοσμένο στον κοινωνικό μηχανισμό.» Francisco Ferrer: Το Σύγχρονο Σχολείο (Μέρος Β΄), ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 191, Μάρτιος 2019.
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.247, Απρίλιος 2024
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com