ΙΚΑΡΙΑ: «το ταξίδι» Από την Χαρούλα Κοτσάνη

Μέρες που ‘ναι με τέτοιο καύσωνα που να κάθομαι να διαβάζω ιδεολογικές πλατφόρμες και «ανατρεπτικά ΑΡΙΣΤΕΡΑ κείμενα» κι άιντε μετά να κάθεσαι μες στον ιδρώτα να βρίσκεις τις ομοιότητες και τις διαφορές τους! (σωστό μαρτύριο)… επειδή τα βαρέθηκα όλα ετούτα θα σας πω μια ιστορία πραγματική, δροσερή/ Αιγαιοπελαγίτικη!
Τον καιρό εκείνον, όχι πολύ παλιά, δεκαετία του ΄60 με αρχές του ΄70 είχαμε στη Νικαριά ένα καράβι το ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ που έκανε την άγονο γραμμή και που για να φτάσει στον Εύδηλο υπό κανονικές συνθήκες έκανε το πολύ 10 ώρες (ε, όχι και πολύ περισσότερο από σήμερα)… περνούσε πάντα από την Σύρο με τους βιαστικούς λουκουμάδες να διαλαλούν την πραμάτεια τους, στη συνέχεια από την Τήνο για τους ευσεβείς προσκυνητές και προς ενίσχυση των μικρο/πωλητών: φυλαχτών της Παναγίας και από Μύκονο για να πάρουμε τους Μυκονιάτες με τα γαϊδουράκια τους τα οποία πουλούσαν στους φτωχούς Καριώτες…. Για σκεφτείτε πώς ήταν η Μύκονος κι οι Μυκονιάτες ‘τω καιρώ εκείνω’ !!!
Άνθρωποι και ζώα μαζί σε ένα παλιό Καράβι (ένα σαπιοκάραβο) αρμένιζαν το Αιγαίο φορτωμένοι με καλάθια και καρό βαλίτσες χωρίς ροδάκια… (άλλο μαρτύριο κι αυτό).
Στο τελευταίο μάλλον ταξίδι έπεσε σε μια δαιμονισμένη φουρτούνα καθόλου ασυνήθιστη και ιδιαίτερα στον καβο – Πάπα εκεί που τα έβλεπε κανείς όλα! το τι λειτουργιές ταζόταν στον Άγιο Νικόλαο, το τι λαμπάδες υποσχόταν δεν λέγεται… οι μισοί και ίσως λιγότεροι κρατούσαν τις υποσχέσεις τους γιατί και τότε όπως και στις μέρες μας οι Παπάδες είχαν μάθει πως η αύξηση της ζήτησης αυξάνει και την τιμή του «προϊόντος»!!!
Ας είναι, σε εκείνο το ταξίδι που όλο το ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ αγκομαχούσε κι έτριζε η κάθε βίδα και το κάθε κάγκελο, ο αέρας δεν άφηνε τίποτα όρθιο, πάνω στην «κουβέρτα» του πλοίου άνθρωποι και ζώα αγκαλιά προσπαθούσαν να πιαστούν απ΄ όπου μπορούσαν…
Και μέσα σε εκείνο τον χαλασμό ακούστηκε η στεντόρεια φωνή από μια παρέα «Παπιστάνων» (κάτοικοι της περιοχής του Πάπα της Νικαριάς):
« αγάντα κουμπάρε… να που θα σκυλοπνιγούμε ως φαίνεται απόψε »!!!
Ε! τι ήταν να ακουστεί τέτοια βαριά κουβέντα πλήρους απαξίωσης!!! Τότε ήταν που βγήκε όλο το κρυμμένο Μεγαλείο του Ικαριώτη, η πεποίθηση της Πορφυρογέννητης κληρονομιάς ( που λέει ο ιστορικός μας Ι. Μελάς), πήρε την εκδίκησή της σε μια κρίσιμη ώρα κι έδωσε την απάντηση που ξέσπασε μες στην τρικυμία βάζοντας τα πράγματα στην θέση τους:
« Να που θα πνιγούμε όπως το λες αλλά μην μας λες και … σκύλους »!!!
Σαν έφτασαν στον Εύδηλο κι έβγαιναν με τις βάρκες… που λιμάνι ακόμα … άλλοι δοξολογώντας τον ύψιστο, άλλοι βλαστημώντας την τύχη τους κι άλλοι σιωπηλοί ζαλισμένοι ακόμα … πατούσαν ανακουφισμένοι το «πάτριο» χώμα! ξημερώματα άρχισε σιγά – σιγά να αχνοφέγγει η μέρα, άρχισαν και τούτοι να αναγνωρίζουν ο ένας τον άλλο, να χαιρετιούνται χαρούμενοι που αντάμωναν και πάλι ζωντανοί και στον τόπο τους!
Ο Γιώργης επιβάτης και τούτος με το σοφό του χιούμορ είχε εξαφανισθεί τόσες ώρες μέσα στο καράβι δίπλα στην κυρά του, όλο το ταξίδι να την προσέχει όσο μπορούσε κι αυτός γιατί ήταν γνωστό πως οι Καριώτες ήταν όπως τους έλεγαν «καλογυναικάδες» α! όλα κι όλα τις γυναίκες τους τις πρόσεχαν και τις αγαπούσαν με τον δικό τους, βέβαια τρόπο… μπορεί να μην το έδειχναν φανερά αλλά όταν χρειαζόταν ήταν εκεί δίπλα τους! Και πάνω στις κουβέντες πια τις ασφαλείς επί στέρεου εδάφους ακούστηκε:
«Καλημέρα βρε Γιώργη πώς τα περάσατε εσείς… δεν σε είδα καθόλου σ’ ούλο το ταξίδι» κι εκείνος:
«Τι να σου λέω… μόνο που δεν εχέστημεν»!
Έτσι είναι τα ταξίδια μια καλά μια επικίνδυνα, έτσι είναι κι οι ταξιδευτές άλλοτε χαρούμενοι να απολαμβάνουν το ταξίδι κι άλλοτε τρομαγμένοι για το τι μπορεί να συμβεί!
Πάντως το ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ τελείωσε «επιτυχώς» την αποστολή του, δεν άλλαξε Καπετάνιο μήτε ναύτες αλλά ολόκληρο αποσύρθηκε, πήγε στα παλιοσίδερα σε κάποια άκρη του Πειραιά… Όταν το πλοίο παλιώνει Α Π Ο Σ Υ Ρ Ε Τ Α Ι! (δεν χρειάζονται πλατφόρμες)!
Χαρούλα Κ. Κοτσάνη