Ισραήλ: Παρολίγον μίνι εμφύλιος για το «δικαίωμα» στον βιασμό
του Ανδρέα Κοσιάρη
Στα πρόθυρα μιας μίνι εμφύλιας σύγκρουσης βρέθηκε τη Δευτέρα το Ισραήλ, όταν η προσπάθεια -για τα μάτια του… διεθνούς νομικού κόσμου- διερεύνησης περιστατικού βιασμού Παλαιστίνιου κρατουμένου συνάντησε τη σθεναρή αντίσταση στρατιωτών, πολιτών και πολιτικών, που υπερασπίζονταν το δικαίωμα των κατηγορούμενων να βιάζουν.
Όλα ξεκίνησαν όταν το πρωί της Δευτέρας 29 Ιουλίου, στελέχη της ισραηλινής στρατιωτικής αστυνομίας εισήλθαν στη στρατιωτική βάση Σντε Τεϊμάν, όπου στεγάζεται ένα από τα τουλάχιστον τρία «κέντρα κράτησης», δηλαδή στρατόπεδα συγκέντρωσης του Ισραήλ για τους Παλαιστίνιους που «συλλαμβάνει» στη Γάζα.
Εδώ και μήνες, όπως είχαμε μεταφέρει, υπάρχουν βάσιμες καταγγελίες από επιζώντες πρώην κρατούμενους, αλλά και πληροφοριοδότες από τον ισραηλινό στρατό, πως στο Σντε Τεϊμάν διεξάγονται, μεταξύ πολλών άλλων βασανιστηρίων και εγκλημάτων, σεξουαλικά βασανιστήρια στους κρατούμενους. Οι μαρτυρίες μιλούν για βιασμούς κρατουμένων με μεταλλικές, ενίοτε ηλεκτροφόρες, ράβδους, συχνά ενώπιον άλλων κρατουμένων.
Για μήνες, οι καταγγελίες αυτές περνούσαν απαρατήρητες, από τη διεθνή γνώμη και από την ισραηλινή δικαιοσύνη. Δεν είχε σημασία ότι είχαν δημοσιευτεί σε μεγάλα διεθνή ΜΜΕ, ούτε πως ήταν συναφείς με διαχρονικές καταγγελίες σεξουαλικών (και άλλων) βασανιστηρίων σε Παλαιστίνιους κρατούμενους, γυναίκες και άνδρες, από τον ισραηλινό στρατό — η διαχρονικότητα, αλλά και η σχεδόν πλήρης έλλειψη λογοδοσίας, φανερώνει πως πρόκειται για μια συστημική επιλογή και όχι για μερικά «σάπια μήλα».
Πίεση
Κι έπειτα ήρθε η απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου τη 19η Ιουλίου που, γνωμοδοτικά μεν τελεσίδικα δε, έκρινε πως η ισραηλινή κατοχή της Δυτικής Όχθης, της Ανατ. Ιερουσαλήμ και της Γάζας, η θέσπιση και επέκταση των οικισμών εποίκων, αλλά και το ισραηλινό απαρτχάιντ, είναι όλα τους παράνομα.
Η απόφαση μπορεί να μην έχει άμεση σχέση με το ζήτημα — γέννησε όμως γιγαντιαία πίεση. Το Διεθνές Δικαστήριο έθεσε ρητά προ των ευθυνών τους, όχι μόνο τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ και το Συμβούλιο Ασφαλείας, αλλά και όλα τα κράτη ξεχωριστά. Έχουν την ευθύνη, έκρινε, όχι μόνο να μη διατηρούν σχέσεις με το Ισραήλ που θα μπορούσαν να το βοηθήσουν στις παράνομες ενέργειές του, αλλά και να δράσουν για τον τερματισμό αυτών των παρανομιών.
Παρεμπιπτόντως, το ίδιο ακριβώς ισχύει για τα εγκλήματα του Ισραήλ στη Γάζα από την 7η Οκτωβρίου κι έπειτα — το ίδιο Διεθνές Δικαστήριο, εξετάζει μεν ακόμα την κατηγορία διάπραξης γενοκτονίας που έφερε ενώπιόν του η Νότια Αφρική, αλλά έχει εκδώσει προσωρινή απόφαση με την οποία αναγνωρίζει την πιθανότητα να διαπράττονται τέτοια εγκλήματα από το Ισραήλ στη Γάζα και με την οποία το διατάσσει να λάβει συγκεκριμένα μέτρα για την αποφυγή τους. Το Ισραήλ έχει αγνοήσει πλήρως εκείνη την προσωρινή απόφαση, αλλά το ίδιο έχουν κάνει και τα υπόλοιπα κράτη του πλανήτη που έχουν υποχρέωση να αποτρέψουν τη διάπραξη τέτοιων εγκλημάτων — μόνη αντιφωνία στη διεθνή απραξία, οι Χούθι της Υεμένης.
Όμως αυτή η τελευταία απόφασή του, δεν είναι προσωρινή. Είναι τελεσίδικη και, όσο και να προσπαθεί να κρυφτεί το Ισραήλ (και οι σύμμαχοί του) πίσω από τον «γνωμοδοτικό» της χαρακτήρα ή από τις άναρθρες κραυγές περί «παράδοσης του Δικαστηρίου στους ισλαμιστές», είναι ιδιαιτέρως σημαντική. Έκρινε πως το Ισραήλ παραβιάζει συστηματικά το διεθνές δίκαιο εδώ και δεκαετίες — φανερώνει πως η παραβίαση αυτή βρίσκεται στον πυρήνα της πολιτικής του ισραηλινού κράτους.
Όλα αυτά μπορεί να ήταν γνωστά εκ των προτέρων στους υπερασπιστές του παλαιστινιακού λαού και τις ανθρωπιστικές οργανώσεις, ισραηλινές, παλαιστινιακές ή διεθνείς, που δραστηριοποιούνται στην περιοχή. Όμως τα κράτη του πλανήτη αντιμετωπίζουν πλέον μια νέου επιπέδου πίεση για να αλλάξουν τη στάση τους προς το Ισραήλ.
Αυτή η πίεση μπορεί να είναι ανεπαίσθητη για εμάς, τους πολίτες των κρατών αυτών. Για τους Παλαιστίνιους στη Γάζα ή και στη Δυτική Όχθη είναι κάτι πέρα από ανεπαίσθητη, ασήμαντη σχεδόν, καθώς δεν σταματά προς το παρόν ούτε μία βόμβα, ούτε μία σφαίρα. Όπως όμως η ανθρωπότητα έχει δει από το παράδειγμα του νοτιοαφρικανικού απαρτχάιντ, η διπλωματική πίεση είναι μια πίεση που δουλεύει αργά, αλλά παίρνει τη μορφή χιονοστιβάδας όταν αποκτήσει κινητήρια δύναμη.
Προς το παρόν, αυτό που δημιούργησε ήταν μια ανάγκη του ισραηλινού κράτους να δείξει προς τον έξω κόσμο ότι διαθέτει ένα εσωτερικό σύστημα λογοδοσίας που είναι ανεξάρτητο και αξιόπιστο. Κάτι τέτοιο δεν ισχύει επουδενί, όμως είναι πλέον επιτακτικό να φανεί ότι ισχύει.
Πριν από μερικές εβδομάδες, ένας Παλαιστίνιος κρατούμενος στο Σντε Τεϊμάν οδηγήθηκε στα επείγοντα νοσοκομείου με τραύματα στον πρωκτό, που ο γιατρός που τον εξέτασε έκρινε ότι δεν μπορούσαν να έχουν αυτοπροκληθεί. Ο κρατούμενος περιγράφεται από τα ισραηλινά και πολλά δυτικά μέσα ως «μαχητής της Χαμάς», αλλά όπως έχουμε εξηγήσει όλοι -μα όλοι- οι Παλαιστίνιοι που «συλλαμβάνει» το Ισραήλ στη Γάζα κρατούνται με τον έωλο χαρακτηρισμό «παράνομοι μαχητές», που «επιτρέπει» στο Ισραήλ να μην τους αποδίδει τα δικαιώματα αιχμαλώτων πολέμου.
Το περιστατικό ήταν «ιδανικό» για τον ισραηλινό μηχανισμό — έτσι κι αλλιώς, η δημοσιότητα που έλαβε το τελευταίο διάστημα το Σντε Τεϊμάν είχε οδηγήσει σε απόφαση για το κλείσιμό του. Η σύλληψη μερικών από τους στρατιώτες-βασανιστές του «κέντρου κράτησης» θα ήταν παιχνιδάκι και θα προσέφερε το απαιτούμενο προσωπείο λογοδοσίας.
Μόνο που υπολόγιζε χωρίς… βασικά, χωρίς την ίδια την ισραηλινή κοινωνία.
Δικαίωμα στον βιασμό
Η διαπίστωση πως μεγάλο μέρος της ισραηλινής κοινωνίας έχει εκπαιδευτεί τόσο πολύ με τη φασιστική αντίληψη των Παλαιστινίων ως υπανθρώπων, που είναι πρόθυμη να δικαιολογήσει και να υπερασπιστεί οποιοδήποτε έγκλημα εναντίον τους, δεν είναι καινούρια.
Διαχρονικά, το λιγότερο ακροδεξιό τμήμα του πολιτικού συστήματος του Ισραήλ απαντούσε με άρνηση όταν καταγγέλλονταν ισραηλινά εγκλήματα κατά Παλαιστινίων. Το περισσότερο ακροδεξιό τμήμα του, όμως, ήταν πάντα εκεί και απαντούσε παράλληλα όχι με άρνηση, αλλά με υποστήριξη. «Το άξιζαν», έλεγε, «αξίζουν πολύ περισσότερα». Αυτό το πιο ακροδεξιό τμήμα ολοένα και μεγάλωνε, απλωνόταν στον πληθυσμό, έγινε επίσημη ιδεολογία του ισραηλινού κράτους.
Έτσι, όταν η στρατιωτική αστυνομία εισήλθε το πρωί της Δευτέρας στη βάση Σντε Τεϊμάν και επιχείρησε να προσάγει για ανάκριση στρατιώτες που κατηγορούνται για τον άγριο βιασμό κρατουμένου, συνάντησε αντίσταση.
Πρώτα, αντιστάθηκαν οι ίδιοι οι στρατιώτες της βάσης — σύμφωνα με αναφορές ορισμένοι «οχυρώθηκαν» στη βάση και άλλοι φαίνονται σε βίντεο να βάζουν τις φωνές στους στρατονόμους για αυτό που αντιλαμβάνονται ως προδοσία, πως οι «IDF τα βάζουν με τους ίδιους τούς τους στρατιώτες».
Με έναν διεστραμμένο τρόπο, έχουν δίκιο — όπως έχουμε σημειώσει στο παρελθόν, επικεφαλής του Στρατιωτικού Ραβινάτου, του σώματος που παρέχει θρησκευτικές υπηρεσίες και ηθική καθοδήγηση στους Εβραίους (κυρίως) ισραηλινούς στρατιώτες, είναι από το 2016 ο ο ραβίνος συνταγματάρχης Εγιάλ Καρίμ. Πρόκειται για τον ίδιο άνθρωπο που αρκετά χρόνια παλαιότερα εμφανιζόταν να δικαιολογεί και να εγκρίνει, από θρησκευτικής ηθικής άποψης, τον βιασμό γυναικών από στρατιώτες και την αντιμετώπιση των Παλαιστινίων μαχητών όχι ως ανθρώπινα όντα καθώς «είναι, εν τέλει, ζώα».
Σε ένα στράτευμα το οποίο σύμφωνα με μαρτυρίες δεν έχει καν κανόνες εμπλοκής, όπου η πολιτική ηγεσία έχει δηλώσει πως «αίρει όλους τους περιορισμούς» και όπου η ατιμωρησία είναι όχι απλά συνήθεια, αλλά μπορεί να ανέρχεται στο βάθρο της θρησκευτικής επιταγής — τι πέρα από οργή θα μπορούσε να προκαλέσει μια ξαφνική «έρευνα» για εγκλήματα;
Οι υπό έρευνα στρατιώτες ζήτησαν άμεσα τη βοήθεια της πολιτικής ηγεσίας, αλλά και πολιτών — δηλαδή των πολυάριθμων σκληροπυρηνικών της ισραηλινής ακροδεξιάς, που απαρτίζονται από χούλιγκαν ποδοσφαιρικών ομάδων, αλλά και από «απλούς» νεαρούς και νεαρές, και «καθημερινούς νοικοκυραίους». Είναι ο ίδιος πληθυσμός ανθρώπων που επιστρατεύτηκε για να αποτρέπει, δια της βίας και της ανοχής του ισραηλινού κράτους, την είσοδο ανθρωπιστικών εφοδίων για τον άμαχο πληθυσμό της Γάζας.
Αυτοί ήταν που έσπευσαν πιο γρήγορα προς βοήθεια των κατηγορούμενων βιαστών. Εκατοντάδες μαζεύτηκαν έξω από τη βάση και σύντομα βρέθηκαν ανάμεσά τους βουλευτές από τα πιο ακροδεξιά κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού, των υπουργών Σμότριτς και Μπεν-Γκβιρ. Το εξοργισμένο πλήθος δεν έμεινε στη διαμαρτυρία έξω από τη βάση, αλλά εισέβαλε σε αυτήν, ψάχνοντας τους συλληφθέντες στρατιώτες για να τους απελευθερώσει — μόνο που εκείνοι είχαν ήδη μεταφερθεί. Περίπου την ίδια ώρα, οι προαναφερθέντες υπουργοί όπως και άλλοι από το ίδιο το κόμμα του Νετανιάχου εξέδιδαν ανακοινώσεις καταδίκης των συλλήψεων.
Προσοχή! Δεν καταδίκασαν το πλήθος που εισέβαλε σε βάση του στρατού και κινήθηκε εναντίον της στρατονομίας· ούτε καταδίκασαν τον βιασμό κρατουμένων· όπως ακριβώς και ο όχλος, καταδίκασαν τις συλλήψεις των κατηγορούμενων. Υπερασπίστηκαν το «δικαίωμα» των στρατιωτών του «πιο ηθικού στρατού στον κόσμο» να βιάζουν αιχμαλώτους — κάποιοι το έκανα ρητά, όπως ένας κυβερνητικός βουλευτής ο οποίος όταν ρωτήθηκε αν «είναι νόμιμο να βάζεις ένα ραβδί στον πρωκτό ενός ατόμου;», απάντησε με πάθος: «Ναι! Αν είναι Nukhba [ΣτΜ: όνομα τάγματος της Χαμάς που χρησιμοποιείται στην ισραηλινή καθομιλουμένη ως γενικός χαρακτηρισμός για τον “μαχητή”] τα πάντα είναι νόμιμο να του κάνεις!».
Ο όχλος, που σε γενικές γραμμές είχε την ανοχή της αστυνομίας, της οποίας προΐσταται ο ακροδεξιός Μπεν-Γκβιρ, αφού δεν βρήκε τους συλληφθέντες στο Σντε Τεϊμάν, πήγε στα κεντρικά της στρατονομίας, στην πόλη Μπέιτ Λυντ. Το πλήθος συγκρούστηκε με στρατονόμους στα κεντρικά γραφεία και έπειτα εισέβαλε στο στρατιωτικό δικαστήριο, πάντα για να απελευθερώσει δια της βίας κατηγορούμενους για βιασμό και υπερασπιζόμενο το δικαίωμά τους να βιάζουν.
Χαλάσανε τα σχέδια εισβολής
Η κρίση που προκλήθηκε από αυτή τη μικρή κίνηση «σωτηρίας προσχημάτων» της ισραηλινής στρατονομίας δεν είναι καθόλου μικρή. Σύσσωμη σχεδόν η κυβέρνηση του Ισραήλ εξανίσταται ουσιαστικά υπέρ του δικαιώματος στον βιασμό, ενώ μόλις δύο υπουργοί βρήκαν να πουν κάτι εναντίον του ακροδεξιού πλήθους και ο πρωθυπουργός Νετανιάχου παρέμεινε απόλυτα σιωπηλός.
Ο κίνδυνος ενός μίνι-εμφυλίου δεν έχει αποφευχθεί, καθώς ενώ αρχικά η στρατονομία διέρεε πως δεν υπάρχουν εντάλματα σύλληψης για τους στρατιώτες και πως απλά τους προσήγαγε για ερωτήσεις, αργά το βράδυ είχε ανακοινώσει επέκταση της κράτησής τους.
Η κρίση είναι τέτοιου μεγέθους, που ανάγκασε τον αρχηγό του επιτελείου στρατού, στρατηγό Χερτζλ Χαλεβί, να αποχωρήσει εσπευσμένα και να ακυρώσει συναντήσεις στις οποίες σχεδιαζόταν η αύξηση των πολεμικών δραστηριοτήτων εναντίον του Λιβάνου. Είναι δηλαδή πιθανό το Ισραήλ να αυτοσαμποτάρισε (έστω προσωρινά) τον σχεδιαζόμενο πλήρη πόλεμο με τον Λίβανο, για «τα μάτια» μερικών βιαστών. Ακόμα και οι δυνάμεις στη Γάζα αποδυναμώθηκαν, με δύο μονάδες να μεταφέρονται για να προστατεύσουν τη βάση της στρατονομίας.
Αναδεικνύεται, φυσικά, και μία διαφαινόμενη κατάρρευση της ιεραρχίας και της εσωτερικής τάξης στο ισραηλινό στράτευμα, φυσική απόρροια της απουσίας κανόνων και λογοδοσίας. Εάν η πολιτική και στρατιωτική ηγεσία σου έχει δώσει το δικαίωμα να κάνεις ό,τι θες σε άμαχους και στην καλύτερη κάνει τα στραβά μάτια — στη χειρότερη ενθαρρύνει — όταν βιάζεις συστηματικά αιχμαλώτους, είναι φυσικό να εξοργιστείς μόλις υπάρξει έστω η υπόνοια να τιμωρηθείς. Και όταν μια κοινωνία εκπαιδεύεται να βλέπει ως «ζώα» έναν ολόκληρο πληθυσμό ανθρώπων, έχει ως αποτέλεσμα να μην έχει πρόβλημα να υπερασπιστεί τον βιασμό ως «δικαίωμα».
Και όλα αυτά από το ίδιο πολιτικό, στρατιωτικό και κοινωνικό σύστημα που έκανε «σημαία» τις αποδεδειγμένα ψευδείς καταγγελίες για «μαζικούς βιασμούς και σεξουαλικές επιθέσεις» της Χαμάς κατά την επίθεση της 7ης Οκτωβρίου.
ΠΗΓΗ: info-war.gr