Και τώρα σκάσε, «κυρ-Παντελή»! ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΧΟΛΕΒΑΣ
Για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου κι εκείνους που με απάνθρωπη ευκολία είπαν πως «τα ήθελε και τα έπαθε»
Ιατροδικαστικό πόρισμα για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου: Πέθανε από ισχαιμικό επεισόδιο που προκλήθηκε από πολλαπλά τραύματα
Τοξικολογικές εξετάσεις του Ζακ Κωστόπουλου: Καθαρές
Τα στοιχεία έρχονται το ένα μετά το άλλο για να σμπαραλιάσουν τα «επιχειρήματα» επίσημων και ανεπίσημων, γνωστών και …αγνώστων «νοικοκυραίων» (και όχι νοικοκύρηδων) αυτής της χώρας.
Δεν θα πούμε πολλά, απλά θα επαναλάβουμε εκείνα που είχαμε γράψει όταν βγήκε στη δημοσιότητα ο χαμός του ανθρώπου που με ευκολία κατηγορήθηκε για τόσα και ο θάνατος του, από πολλούς «έντιμους κυρ – Παντελήδες», ήταν περίπου αναμενόμενος:
***
Ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου (ναι, είχε και όνομα ο άνθρωπος που έχασε τη ζωή του από λιντσάρισμα δίπλα στην Ομόνοια) αποτελεί όριο για την περίοδο που ζούμε στην Ελλάδα.
Είναι η έκφραση του εκφασισμού μιας κοινωνίας που σαπίζει κι επειδή δεν έχει σε τίποτα να ελπίζει κλωτσάει μέχρι θανάτου όποιον βρεθεί σε αδύναμη θέση μπροστά της.
Κλωτσάει ποιον; Τον κλέφτη;
Όχι τον «σκέτο κλέφτη», αλλά τον αδύναμο, άλλοτε «το πρεζάκι», άλλοτε «τον βρωμομετανάστη», αρκεί αυτός να είναι κάτω και να μπορεί να τον κλωτσήσει χωρίς να διακινδυνεύσει τίποτα.
Κι αν τολμήσεις να πεις μια κουβέντα για όλα αυτά έρχεται ο νοικοκυραίος και (από τον καναπέ του) δίνει τα συγχαρητήρια στους νοικοκυραίους του λιντσαρίσματος: «Καλά του κάνανε του πούστη».
Και στη συνέχεια έρχεται ο άλλος, ο πιο «ψαγμένος» νοικοκυραίος (που «κρυφακούει» ευχάριστα τους ναζί της Χρυσής Αυγής) και κάνει θεωρία το λιντσάρισμα μέχρι θανάτου: «Ήταν αυτοάμυνα»!
Κι εάν αναρωτηθείς τι έκανε η αστυνομία – μέρα μεσημέρι στην Ομόνοια η οποία αστυνομοκρατείται – για να αποτρέψει έναν θάνατο μπροστά στα μάτια της, τότε γίνεσαι «συνένοχος στην ανομία και την εγκληματικότητα»!
Κι αν το πάρεις «ανάποδα» κι αρχίσεις και λες άλλα τότε «είσαι με τον κλέφτη ενάντια στους νομοταγείς πολίτες».
Ποια άλλα;
Πόσοι από αυτούς τους νοικοκυραίους, που χαίρονται με τις κλωτσιές μέχρι θανάτου, «απλά» φώναξαν ενάντια σε όλους εκείνους που τους διέλυσαν τη ζωή, τη ζωή των παιδιών τους;
Πόσοι από αυτούς θα μπορούσαν να φωνάξουν (όχι να σηκώσουν χέρι, να φωνάξουν!) μπροστά σε εκείνους τους «νόμιμους μεγαλοκλέφτες»;
Πόσοι από αυτούς θα έμπαιναν στη μέση και θα φώναζαν μπροστά στα τάγματα εφόδου της Χρυσής Αυγής, που κυκλοφορούν ελεύθερα, όταν κλωτσάνε μέχρι θανάτου ανθρώπους μόνο και μόνο επειδή είναι «ξένοι»;
Δύσκολες ερωτήσεις, νοικοκυραίε κι άρχισαν τα «ναι, αλλά…».
Χωρίς τα «ναι, αλλά» υπάρχει και μια άλλη ερώτηση:
Εντάξει;Όλα καλά; Την «καθαρίζεις» την κοινωνία «σου», νοικοκυραίε;
Η αλήθεια, βέβαια, είναι αλλού και όταν την ακούς έχεις έτοιμες τις βολεμένες κραυγές σου. Η αλήθεια είναι πως για την (μικρο)ιδιοκτησία σου μπορεί και να σκοτώσεις, για τη ζωή σου την ίδια δεν σηκώνεις καν τον τόνο της φωνή σου.
***
Επιμένουμε:
Ο θάνατος του Ζακ Κωστόπουλου αποτελεί όριο για την περίοδο που ζούμε στην Ελλάδα.
Είναι η έκφραση του εκφασισμού μιας κοινωνίας που σαπίζει κι επειδή δεν έχει σε τίποτα να ελπίζει κλωτσάει μέχρι θανάτου όποιον βρεθεί σε αδύναμη θέση μπροστά της.
Αν δεν αντισταθούμε στον εκφασισμό, αν γίνει συνήθεια αυτή η «δημοκρατία», τότε το τέρας του φασισμού θα μας κατασπαράξει, μέρα μεσημέρι στο κέντρο της ζούγκλας που θα έχουμε κατασκευάσει.
Σημείωση 1 : Η φωτογραφία του κειμένου είναι η ίδια με εκείνη του δημοσιεύματος με τίτλο «Kαθαρίζεις» την κοινωνία «σου», νοικοκυραίε;». Το περιεχόμενο του κειμένου, άλλωστε, είναι το ίδιο, με ελάχιστες προσθήκες. Ξαναβάζουμε τη φωτογραφία, όμως, και για έναν ακόμα λόγο: Διότι κάποιοι τότε έκαναν πως «δεν κατάλαβαν».Τώρα ίσως καταλάβουν πως αυτή είναι η «δημοκρατία» των «νοικοκυραίων» (και όχι των νοικοκύρηδων), λέμε για εκείνο το μέρος της κοινωνίας που κρυφακούει τους φασίστες, εκείνα τα «καλά», «ήσυχα» και χρήσιμα στρατιωτάκια του συστήματος. Τα στρατιωτάκια που είπαν με απάνθρωπη ευκολία για τον θάνατο του Ζακ Κωστόπουλου «τα ήθελε και τα έπαθε».
Σημείωση 2: Μπορούμε να αντικαταστήσουμε τη λέξη «νοικοκυραίος» (και όχι νοικοκύρης) με εκείνον τον «κυρ- Παντελή» και να του πούμε, όσο κι αν δεν αρέσει στα αυτάκια των «ευαίσθητων» υποκριτών των εκτροφείων του φασισμού:
Και τώρα σκάσε, κυρ – Παντελή (και άκου – έστω για μια φορά – τους στίχους):