Κάτω από τον θρησκευτικό Μανδύα (Μέρος Β΄)
Έναν αιώνα αργότερα ο ριζοσπαστισμός των Θαβωριτών θα συναντηθεί με τον «Αναβαπτισμό» όταν αυτός ξεκόβει από τον Λουθηρανισμό και αναπτύσσεται ως κίνημα συνολικής ανατροπής.
Οι Γερμανοί ηγεμόνες είχαν μια μακρά παράδοση αντίθεσης με τη παποσύνη και το ρόλο που οι εκάστοτε Πάπες της Ρώμης διεκδικούσαν στις γενικότερες πολιτικές, κοινωνικές και όχι μόνο, δογματικές εξελίξεις.
Το 1515 ο Πάπας ξεκίνησε μια νέα επιχείρηση πώλησης συγχωροχαρτιών. Τα έσοδα προορίζονταν να χρηματοδοτήσουν την ανέγερση ενός μεγαλοπρεπούς ναού προς τιμή του αγίου Πέτρου στη Ρώμη.
Ο Φρειδερίκος Β΄ της Σαξονίας αντιτάχθηκε. Με δική του προτροπή και στήριξη, το πανεπιστήμιο της Βιτεμβέργης δυνάμωσε την επίθεση κατά της παποσύνης, όπου Κάρλσταντ και Λούθηρος πρωτοστατούν.
Στα επόμενα χρόνια δίπλα στους πρωτεργάτες Κάρλσταντ και Λούθηρο θα σταθεί ο Θωμάς Μύντσερ. Κάρλσταντ και Θωμάς Μύντσερ θα αποτελέσουν τους βασικούς εκφραστές μιας ριζοσταστικοποίησης που βρίσκει πλατειά απήχηση στις λαϊκές μάζες και αρχίζει να τρομάζει τους αρχικούς εμπνευστές της, ηγεμόνες και ευγενείς, αλλά και τον ίδιο το Λούθηρο, που κάποια στιγμή απαρνιέται ουσιαστικά τον εαυτό του, διακόπτει τις σχέσεις του με τους πρώην συνεργάτες του και συμμαχεί με τους ηγεμόνες ενάντια στην εξεγερμένη αγροτιά.
Έχοντας ισχυρό έρεισμα ανάμεσα στους φοιτητές και τους κατοίκους της πόλης, ο Κάρλσταντ καλεί την κοινότητα των πιστών να επιχειρήσει τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που αναφέρονται στην κατάργηση κάθε εκκλησιαστικής ιεραρχίας, κάθε διαφοράς ανάμεσα στον κληρικό και στον λαϊκό, στην καταστροφή των εικόνων ως ειδωλολατρικών συμβόλων, και σε μια νέα αντίληψη για τα μυστήρια, για τα οποία διακηρύσσει ότι δεν έχουν καμμιά αξία από μόνα τους.
Στο «περί ιεροσύνης και περί θυσίας του Χριστού» κείμενο, ο Κάρλσταντ θα επιβεβαιώσει, για μιαν ακόμη φορά τα κυρίαρχα δικαιώματα κάθε κοινότητας να διευθετεί μόνη της τις υποθέσεις της, αμφισβητώντας, έτσι, το κυρίαρχο δικαίωμα των αρχόντων να κυβερνούν και να νομοθετούν. Ο Λούθηρος θα καταγγείλει τα κηρύγματα του Καρλσταντ ως λόγια του Σατανά και θα πετύχει την εξορία του, όχι όμως και τη φίμωσή του, καθώς η διαμάχη θα συνεχιστεί και στα επόμενα έτη μέσα από διάφορες δημοσιεύσεις.
Ο Θωμάς Μύντσερ θα αποτελέσει τον πιο συνεπή θεωρητικό εκφραστή της ριζοσπαστικής Μεταρρύθμισης. Κηρύσσει μια νέα ερμηνευτική μέθοδο της Αγίας Γραφής: «Ο αληθινός χριστιανός δεν πρέπει να στέκει παθητικός μπροστά στην οργή των τυράννων… Έτσι θα εξαλειφθεί η απληστία, η αισχροκέρδεια και η ύπουλη κακεντρέχεια μοναχών και καλογριών…».
Για τον Μύντσερ η εκκλησία θέλει τον πιστό «αποκτηνωμένο» να λατρεύει, όπως οι ειδωλολάτρες για θεό ένα ξύλινο είδωλο. Το πραγματικό μήνυμα της Γραφής, που είναι η πραγμάτωση μιας αληθινής κοινωνίας ισότητας, αποκρύβεται, γιατί η αποκάλυψή του θα σήμαινε την τελευταία ώρα για την ισχύ των αρχόντων και των πλουσίων.
Η «Ομιλία στους ηγεμόνες» θέτει το πρόβλημα της νομιμότητας της πολιτικής εξουσίας. «Το δικαίωμα της εξέγερσης είναι το πιο ιερό ανάμεσα στα καθήκοντα του Χριστιανού».
Το πνεύμα του Χριστού απαιτεί την πραγμάτωση της βασιλείας του θεού επί της γης και κάθε συμβιβασμός με τους καίσαρες σημαίνει την εγκατάλειψη της πίστης, τη διαφθορά, την αμαρτία. Η Χριστιανική κοινότητα δεν μπορεί παρά να βασίζεται στην πλήρη ισότητα, η κοινωνική και πολιτική διαίρεση, έκφραση των υλικών ορέξεων των ισχυρών είναι βαθύτατα ασεβής.
Όταν η εκκλησία ενσωματώνεται σ’ ένα κράτος, όταν οργανώνεται με τη μορφή της αυταρχικής ιεραρχίας, υποβιβάζεται σε μια φενακιστική λειτουργία. Η επανάσταση δεν είναι ένας σκοπός καθ’ εαυτός αλλά ένα μέσο, μια απαραίτητη προϋπόθεση σωτηρίας. Ο καθένας μπορεί να εξεγείρεται όπως νομίζει.
Τα κηρύγματα αυτά ενστερνίζονται οι χωρικοί κατά τη μεγάλη κοινωνική αγροτική εξέγερση του 1525, που θα συνταράξει τα θεμέλια των γερμανικών ηγεμονιών και θα συνενώσει ηγεμόνες και ευγενείς με παραστάτη το Λούθηρο, τον οποίο ο Μύντσερ κατηγορεί ότι «κάνει τεμενάδες στους ηγεμόνες», απαρνούμενος τον εαυτό του.
Η εξέγερση θα πνιγεί τελικά στο αίμα και ο Λούθηρος θα πετύχει την καταδίκη του Μύντσερ σε θάνατο (1526) δι’ αποκεφαλισμού.
Η αγροτική εξέγερση του 1525 θα ηττηθεί αλλά το κίνημα κοινωνικής ανυπακοής θα επιζήσει.
Tα επόμενα χρόνια, οι Αναβαπτιστές θα δημιουργήσουν προβλήματα στους ηγεμόνες. Όντας οργανωμένοι σε κοινότητες, επιχειρούν να εφαρμόσουν τις ιδέες του Μούντσερ σε διάφορες περιοχές της Βεστφαλίας.
Ο αναβαπτισμός βρίσκει ενθουσιώδεις υποστηρικτές στα πιο απόκληρα κοινωνικά στρώματα των πόλεων και των χωριών. Η επίκληση του ευαγγελικού «Ουαί υμίν τοις πλουσίοις» (Λουκά στ΄ 24) και η κοινωνική ταύτισή του πλούσιου με το κακό, εξοργίζει κλήρο και ευγενείς, που βλέπουν απέναντί τους ένα κίνημα που έρχεται να διαταράξει την καθεστηκυία τάξη, διακηρύσσοντας ότι ο κόσμος πρέπει να απαλλαγεί από την εξουσία κλήρου και ευγενών, για να μπορέσει να αναπτυχθεί μια χριστιανική κοινωνία ισότητας.
Η άρνηση συμβιβασμού με την καθεστηκυία τάξη θα εκφραστεί με την ένοπλη εξέγερση, που δεν σταματά με την ήττα κατά τον «πόλεμο των χωρικών».
Η άρνηση του συμβιβασμού αρχίζει με την άρνηση των μυστηρίων και ειδικότερα του βαπτίσματος και αυτό το τελευταίο έχει σημασία πολύ ευρύτερη από απλή άρνηση τέλεσης ενός μυστηρίου.
Από τη στιγμή που κάποιος δεν βαπτίζεται, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί αιρετικός και να διωχθεί.
Αλλά και οι ήδη βαπτισμένοι, βαπτίστηκαν όταν ήταν νήπια και επομένως χωρίς δυνατότητα κρίσης και απόφασης. Ούτε λοιπόν γι’ αυτούς ίσχυε το στην νηπιακή ηλικία βάπτισμα. Ισχύ θα είχε μόνο για όσους με ελεύθερη βούληση αποφάσιζαν να αναβαπτιστούν.
Η τέτοια, επομένως, απόρριψη του βαπτίσματος, έδιδε τη δυνατότητα συνολικής άρνησης της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Το συνέδριο των Γερμανών ηγεμόνων στο Σπάιερ το 1529 αποφασίζει ότι πρέπει να εμποδιστεί η διάδοση τέτοιων ιδεών.
Στα επόμενα χρόνια οι κοινότητες των αναβαπτιστών στη Βεστφαλία θα βρεθούν αντιμέτωπες με τις ενωμένες δυνάμεις κλήρου και ηγεμόνων.
Τελευταίο προπύργιο το Μίνστερ, όπου οι αναβαπτιστές επικεφαλής των συντεχνιών, των φτωχών και των φυγάδων, που είχαν συρρεύσει στην πόλη, θα εγκαθιδρύσουν το 1534 μια επαναστατική κοινότητα που καταργεί την ιδιοκτησία και το χρήμα. Η πόλη θα πολιορκηθεί από τις ενωμένες δυνάμεις της αντίδρασης και θα ξεσηκώσει ένα πρωτοφανές κίνημα συμπαράστασης και αγωνιστικής αλληλεγγύης, πρόδρομο ανάλογου κινήματος, τέσσερες αιώνες αργότερα με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες στον Ισπανικό εμφύλιο.
Οι απειροπόλεμοι και ανεπαρκώς οπλισμένοι εθελοντές, που σπεύδουν απο άλλες περιοχές, θα συντριβούν. Το ίδιο και η αντίσταση πόλεων, όπως το Άμστερνταμ, όπου η φτωχολογιά ακολουθώντας το παράδειγμα των αναβαπτιστών του Μύνστερ είχε εξεγερθεί.
Το Μύνστερ μετά από ένα μέχρις εσχάτων ηρωικό αγώνα, θα πέσει τον Ιούνιο του 1535, με τους υπερασπιστές του να επαναλαμβάνουν αυτό που, (σε κείμενο που είχαν κοινοποιήσει στους κατοίκους των άλλων πόλεων), είχαν δηλώσει από την πρώτη στιγμή. «Όλα όσα εξυπηρέτησαν τους σκοπούς της ιδιοτέλειας και της ιδιωτικής ιδιοκτησίας, τα καταργήσαμε εδώ, με την αγάπη και την κοινοκτημοσύνη. Και ξέροντας ότι ο θεός θέλει τώρα να καταργηθούν τέτοιες αισχρότητες, προτιμούμε να πεθάνουμε παρά να ξαναγυρίσουμε σ’ αυτές. Ξέρουμε ότι κάτι τέτοιες θυσίες αρέσουν στο θεό»…
Από την ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ. 37, Μάρτιος 2005