Και αν βομβαρδίζαμε την Ουάσινγκτον;
Επί δεκαετίες η Δύση διαστρεβλώνει τις αρχές του διεθνούς δικαίου για να δικαιολογήσει «ανθρωπιστικές επεμβάσεις» απέναντι σε τυραννικά καθεστώτα. Τι γίνεται όμως εάν ο τύραννος έχει το γραφείο του στον Λευκό Οίκο;
Οι άνθρωποι τους οποίους απελευθερώνετε θα είναι μάρτυρες της τιμής και των αξιών των Ενόπλων Δυνάμεών μας
Τζορτζ Μπους
Την άνοιξη του 2008 η Μιανμάρ βρέθηκε αντιμέτωπη με τη χειρότερη φυσική καταστροφή της Ιστορίας της. Το πέρασμα του κυκλώνα «Ναργκίς» άφησε πίσω του 138.000 νεκρούς και ένα εκατομμύριο αστέγους.
Καθώς οι δικτάτορες της χώρας αρνούνταν οποιαδήποτε ξένη βοήθεια ενώ αδυνατούσαν να διαχειριστούν την κρίση, ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Μπερνάρ Κουσνέρ, αλλά και στελέχη του αμερικανικού Πενταγώνου παρουσίασαν μια φαεινή ιδέα: Ο ΟΗΕ, είπαν, θα μπορούσε να εισβάλει στη χώρα για να προσφέρει βοήθεια στον πληθυσμό.
Η πρόταση του Κουσνέρ αποτελούσε την πιο ακραία εκδοχή της λεγόμενης «ευθύνης προστασίας» («Responsibility to Protect») – ένα θεωρητικό εφεύρημα που επιτρέπει στη λεγόμενη «διεθνή κοινότητα» να επεμβαίνει σε χώρες όπου πραγματοποιούνται εγκλήματα κατά του πληθυσμού. Σύμφωνα με τη θεωρία, «η εθνική κυριαρχία δεν είναι προνόμιο, αλλά ευθύνη».
Μετά την πρώτη εφαρμογή της στους ΝΑΤΟϊκούς βομβαρδισμούς της Σερβίας, με τους οποίους ενταφιάστηκε το βεστφαλιανό σύστημα της εθνικής κυριαρχίας, το πνεύμα της ευθύνης προστασίας ήταν παρόν σε κάθε δυτική, στρατιωτική επέμβαση.
Στην πρώην Γιουγκοσλαβία έπρεπε να προστατευτεί η μειονότητα του Κοσσυφοπεδίου, στο Ιράκ ο κουρδικός πληθυσμός αλλά και οι Ιρακινοί πολίτες που στέναζαν υπό το τυραννικό καθεστώς του Σαντάμ Χουσεΐν.
Η Λιβύη βομβαρδίστηκε με πρόσχημα την προστασία των εξεγερμένων απέναντι στον Καντάφι, ενώ στη Συρία αμερικανικές και γαλλικές δυνάμεις χρηματοδότησαν ομάδες ακραίων ισλαμιστών για να «προστατεύσουν» τον πληθυσμό από το καθεστώς του Ασαντ.
Πριν από κάθε εισβολή, τα διεθνή ΜΜΕ αναλάμβαναν να συγκρίνουν τον εκάστοτε ηγέτη με τον Χίτλερ, για να αποδείξουν ότι οι κινήσεις του απειλούν την ασφάλεια σε ολόκληρο τον πλανήτη. Παράλληλα μιλούν για τον αμύθητο πλούτο που αυτός απολαμβάνει, ενώ η πλειονότητα του πληθυσμού ζει σε συνθήκες εξαθλίωσης.
Τι γίνεται όμως εάν όλα τα επιχειρήματα, που χρησιμοποιήθηκαν κατά διαστήματα εναντίον ξένων ηγετών, χρησιμοποιηθούν για τις ΗΠΑ του Ντόναλντ Τραμπ;
Η αμερικανική υπερδύναμη διαθέτει αναμφίβολα όπλα μαζικής καταστροφής και είναι μάλιστα η μόνη που τα έχει χρησιμοποιήσει σε αστικά κέντρα. Σύμφωνα με υπολογισμούς, από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου έχει πραγματοποιήσει στρατιωτικές επιχειρήσεις σε τουλάχιστον 37 χώρες, οι οποίες είχαν αποτέλεσμα να χάσουν τη ζωή τους εκατομμύρια άνθρωποι.
Σήμερα διατηρεί μονάδες ειδικών επιχειρήσεων σε 133 χώρες –δηλαδή στο 70% του πλανήτη– ενώ πρόσφατα ανέπτυξε στρατιωτικές δυνάμεις στα σύνορα της Ρωσίας. «Πώς θα σας φαινόταν αν ρωσικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών» αναρωτιόταν προ ημερών ο δημοσιογράφος Νιλ Κλαρκ.
Η ερώτηση είναι φυσικά ρητορική και η απάντηση γνωστή από το 1962: την τελευταία φορά που η Σοβιετική Ενωση ανέπτυξε πυραυλικά συστήματα στο έδαφος της Κούβας, η Ουάσινγκτον απείλησε με πυρηνικό πόλεμο, παρά το γεγονός ότι πρώτη αυτή είχε αναπτύξει πυρηνικά όπλα στο έδαφος της Τουρκίας.
Οπως είπαμε, όμως, αυτό που σήμερα μας απασχολεί δεν είναι η ασφάλεια του πλανήτη αλλά η προστασία των Αμερικανών πολιτών από ένα εν δυνάμει τυραννικό καθεστώς.
Οι ΗΠΑ αποδεδειγμένα πραγματοποιούν βασανιστήρια, τα οποία ο νέος πρόεδρος υπόσχεται να συνεχίσει ενώ διατηρούν ένα διεθνές δίκτυο απαγωγών υπό τον έλεγχο της CIA και άλλων αμερικανικών υπηρεσιών.
Συνεχίζουν μάλιστα τις εκτελέσεις Αμερικανών πολιτών όχι μόνο στο πλαίσιο της αμερικανικής δικαιοσύνης αλλά και με εξωδικαστικές αποφάσεις, όπως ήταν η δολοφονία Αμερικανών πολιτών στο εξωτερικό με drones.
Η διαρκής παρακολούθηση εκατομμυρίων πολιτών, την οποία απέδειξε ο Εντουαρντ Σνόουντεν, δεν έχει προηγούμενο στην ανθρώπινη Ιστορία, ακόμη και αν συγκριθεί με τα πιο απολυταρχικά καθεστώτα που γνώρισε η Ευρώπη και η Ασία τον 20ό αιώνα.
Η απειλή για εθνικές, θρησκευτικές και φυλετικές μειονότητες είναι πλέον τόσο μεγάλη επί προεδρίας Τραμπ ώστε η πρώην υπουργός Εξωτερικών Μάντλιν Ολμπράιτ, όπως και άλλοι γνωστοί ψευτοαντιφρονούντες, δήλωσε έτοιμη να γίνει μουσουλμάνα σε ένδειξη συμπαράστασης.
Ο φυλετικός αλλά και ταξικός διαχωρισμός αντικατοπτρίζεται και στις αναλογίες των κρατουμένων στις αμερικανικές φυλακές, όπου πλέον ζουν περίπου δυο εκατομμύρια άνθρωποι – μεγαλύτερος αριθμός σε όλο τον κόσμο όχι μόνο ως ποσοστό του πληθυσμού αλλά και σε απόλυτους αριθμούς.
Οι ύποπτοι για την εθνική ασφάλεια των ΗΠΑ συγκεντρώνονται στο αμερικανικό «γκουλάγκ» του Γκουαντάναμο χωρίς να απαγγελθούν καν ψεύτικες κατηγορίες, όπως φρόντιζε να κάνει ο Στάλιν στις δίκες της Μόσχας.
Οι πρόσφατες συλλήψεις δημοσιογράφων, κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων εναντίον του Τραμπ αλλά και λίγους μήνες νωρίτερα στις κινητοποιήσεις ιθαγενών στη Βόρεια Ντακότα, δημιουργούν ένα επικίνδυνο προηγούμενο για την ελευθερία του Τύπου.
Οσο για την… ικανότητα του κρατικού μηχανισμού να προστατεύσει τους πολίτες σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, δημοσιογράφοι του BBC θυμούνται ακόμη τις τριτοκοσμικές εικόνες χάους που συνάντησαν στα χρόνια του τυφώνα «Κατρίνα».
Εχουμε λοιπόν -εμείς, οι πολίτες του ελεύθερου κόσμου- επαρκείς λόγους αλλά και νομιμοποίηση βάσει του διεθνούς δικαίου να συντονίσουμε μια ανθρωπιστική επέμβαση εναντίον των ΗΠΑ, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ με στόχο την προστασία του αμερικανικού πληθυσμού;
Σύμφωνα με τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν εδώ και δεκαετίες ΜΜΕ και κυβερνήσεις της Δύσης έχουμε ήδη καθυστερήσει απελπιστικά την εισβολή. Μπορούμε μάλιστα να θεωρούμε δεδομένο, όπως θα έλεγαν οι αμερικανικές εφημερίδες, ότι ο λαός των ΗΠΑ θα μας υποδεχθεί σαν απελευθερωτές ραίνοντάς μας με ροδοπέταλα. Democracy will prevail.
ΥΓ. Αν βέβαια η στρατιωτική μας επέμβαση προκαλέσει κύματα Αμερικανών προσφύγων, δεν πρόκειται να δεχτούμε κανέναν σε ευρωπαϊκό έδαφος.
Άρης Χατζηστεφάνου
Πηγή: efsyn.gr