Κοινή Αγροτική Πολιτική χωρίς αγρότες
Εάν έβλεπαν από μια μεριά οι αγρότες της λεγόμενης «σταφιδικής κρίσης» της Πελοποννήσου πριν από εκατό και πλέον χρόνια ή οι αγρότες της Βόρειας Εύβοιας που αγωνίζονταν ενάντια στον τσιφλικά Μπαίκερ πριν από πενήντα χρόνια, τη σημερινή κατάντια των παραγόντων της αγροτιάς σίγουρα δεν θα μπορούσαν να βρουν εξηγήσεις για αυτή την κατάσταση. Όμως, για όποιον/α παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στον αγροτικό κόσμο, τίποτα δεν είναι τυχαίο. Αναμφισβήτητα εντάσσονται και εκείνοι στη γενική εικόνα της παραίτησης, όπως και τόσοι άλλοι εργαζόμενοι και μη του ελλαδικού χώρου. Η εστίαση, όμως, στους αγρότες προσφέρει και μερικά χρήσιμα συμπεράσματα για το πώς το Κράτος χειρίζεται εδώ και δεκαετίες τις αγροτικές υποθέσεις.
Το μέτρο των επιδοτήσεων, οι οποίες ξεκίνησαν να δίδονται από την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ, πρόσφερε τη δυνατότητα στους αγρότες-κτηνοτρόφους να δηλώνουν εκτάσεις και ζωικό κεφάλαιο αυθαίρετα. Αυτή η πρακτική γινόταν σε συνεργασία και με τη συμπαράσταση του ελληνικού Κράτους. Διότι έτσι τάχατες διέπρατταν πράξη αντίστασης προς τους κουτόφραγκους. Όταν αυτό δεν μπορούσε να συνεχιστεί άλλο, όλοι –μμε και πολιτικοί– έριξαν το ανάθεμα στην κουτοπονηριά των αγροτών και κτηνοτρόφων. Υπουργοί και βουλευτές στιγμάτιζαν αυτές τις πρακτικές, εκ των υστέρων, και τους κατηγορούσαν για απατεώνες, αφού πρώτα είχαν στήσει ένα δίκτυο εξουσίας και πελατειακών σχέσεων, με αντάλλαγμα τη συμμετοχή στις εκλογές και την ψήφο τους. Παράλληλα, οι συνεταιρισμοί γεωργών, οι οποίοι είχαν ιδρυθεί για να αντιμετωπίσουν το καρτέλ των εμπόρων που όριζαν και ήλεγχαν τις τιμές, έγιναν σταδιακά κομματικά παραμάγαζα και «φυτώρια» κομματικών στελεχών. Ένα τηλεφώνημα από ένα βουλευτή ήταν αρκετό για να δοθεί δάνειο από την Αγροτική Τράπεζα και να αλλοιώσει περαιτέρω τις συνειδήσεις των αγροτών. Ασφαλώς αυτά γίνονταν και σε άλλες επαγγελματικές ομάδες ή συμφέροντα και η αλλοτρίωση αφορούσε άπαντες όσους εμπλέκονταν σε αυτό τον εσμό.
Παράλληλα η ΕΕ, μέσω των αποφάσεων στις ΚΑΠ (Κοινή Αγροτική Πολιτική), πριμοδοτούσε το ξήλωμα καλλιεργειών, όπως τα αμπέλια και την καταστροφή αλιευτικών σκαφών. Έτσι, πολλοί αγρότες και αλιείς, ακολουθώντας τις εντολές των αξιωματούχων της ΕΕ, ξερίζωναν πολυετείς δενδροκαλλιέργειες και ξύλινα σκαριά που είχαν φτιαχτεί με μεράκι από καραβομαραγκούς. Οι τεχνοκράτες πλήρωναν τους ιθαγενείς αγρότες για να διαπράξουν αυτή την ύβρι. Και είναι το ίδιο πολιτικό προσωπικό που σήμερα προσπαθεί να επιβάλει μια νέα ΚΑΠ, που έχει αποφασίσει τη λεγόμενη «πράσινη» μετάβαση της γεωργίας. Που αντιμετωπίζει επιπλέον τον αγρότη όχι ως έναν παραγωγό τροφής αλλά ως έναν γραφειοκράτη που θα πρέπει να δέχεται διαρκείς ελέγχους από κρατικούς φορείς, πάνω σε στοιχεία δεδομένων που έχει ο ίδιος καταγράψει.
Είναι οι κρατικές επιλογές και αποφάσεις της ΕΕ, οι οποίες κρατούν τον πληθωρισμό στα τρόφιμα σταθερά υψηλότερο από τις υπόλοιπες κατηγορίες. Και αυτό είναι ένα ζήτημα που έχει δομηθεί δεκαετίες και απλά σήμερα, βάσει των γενικότερων συνθηκών που επικρατούν, έρχεται με χειρότερο τρόπο στην επιφάνεια. Η ΕΕ έχει λάβει μια στρατηγική απόφαση, προσπαθεί μέσω των βιομηχανικών καρτέλ που κατοικοεδρεύουν στις Βρυξέλες να πουλάει ορυκτά, μηχανήματα, φάρμακα, χημικά κ.ά. σε τρίτες χώρες και από εκεί να εισάγει φρούτα και άλλα τρόφιμα. Για να συμβεί αυτό πρέπει να επιτρέψει τις εισαγωγές από τις χώρες αυτές χωρίς δασμούς. Έτσι οι πατάτες Αιγύπτου, τα λεμόνια Αργεντινής, τα κρασιά Ν. Αφρικής κ.ά. έρχονται στην ΕΕ σε τιμές φθηνότερες από το κόστος παραγωγής του ευρωπαίου αγρότη. Οπότε, η ΕΕ και εξάγει αυτά που επιθυμεί σε τρίτες χώρες και εισάγει τέτοιους όγκους τροφίμων που θεωρεί ότι, έστω και πληθωριστικά, θα καλύψει τις ανάγκες. Όμως, αυτή η στρατηγική πολιτική, σε μια περίοδο έντονης κινητικότητας σε γεωπολιτικό επίπεδο και σε συνδυασμό με την πίεση των καρτέλ ενέργειας για περισσότερες ΑΠΕ στον ευρωπαϊκό χώρο, συνθέτουν ένα περίεργο μίγμα.
Από την άλλη πλευρά, εάν η Ε.Ε. πάρει μέτρα κατά των φθηνών εισαγωγών αγροτικών προϊόντων, οι τρίτες χώρες θα πάρουν μέτρα κατά των ευρωπαϊκών εξαγωγών που ελέγχονται από τους βιομήχανους. Με καθαρά οικονομικούς όρους, η ζημιά για την Ευρώπη θα είναι μεγαλύτερη γιατί ο αγροτικός τομέας αντιπροσωπεύει ένα μικρό ποσοστό στο ευρωπαϊκό ΑΕΠ. Επιπλέον, οι πολιτικές της ΕΕ αντιτίθενται στην εισροή μεταναστών, οπότε επιλέγει την εισαγωγή φθηνών αγροτικών προϊόντων παρά εξαθλιωμένους μετανάστες από τις χώρες αυτές.
Ταυτόχρονα οι ευρωπαίοι αγρότες αντιμετωπίζονται ως «επιχειρηματίες της υπαίθρου» με ό,τι αυτό συνεπάγεται και με μια ευρωπαϊκή πολιτική που θα οδηγήσει σε εκποιήσεις αγροτικών εκτάσεων, οι οποίες ενδεχομένως να υφαρπαχθούν από τις μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες που λειτουργούν με χαρακτηριστικά οικονομιών κλίμακας και καθετοποιημένης παραγωγής. Παράλληλα είναι σε πλήρη εξέλιξη η διαδικασία κατασκευής φωτοβολταϊκών πάρκων σε αγροτικές εκτάσεις και η συγκεκριμένη δέσμευση δόθηκε ως «τυράκι» σε αγρο-συνδικαλιστές από τον πρωθυπουργό Μητσοτάκη πρόσφατα. Ήδη έχουν γίνει οι απαραίτητες ενέργειες (σε χρόνο dt είναι η αλήθεια) ώστε αγρότες (άραγε ποιοι;) να καταθέσουν φάκελο για εγκατάσταση φωτοβολταϊκών στα χωράφια!
Το αλισβερίσι μεταξύ Κράτους και συνδικαλιστών συνεχίζεται και τα μαύρα κάτοπτρα ως στοιχειά πολλαπλασιάζονται στις πεδιάδες και στους λόφους. Η νέα ψηφιακή εποχή και το καταναλωτικό μοντέλο διψάει για όλο και περισσότερη ενέργεια. Και ο φαύλος κύκλος συνεχίζεται, αλλά ταυτόχρονα και το κομμάτι εκείνο των ανθρώπων που παράγει-διακινεί και σιτίζεται με ένα διαφορετικό –μη κυρίαρχο– τρόπο, δείχνοντας μια άλλη διάσταση. Με αξιοπρέπεια, μόχθο και προπαντός ακηδεμόνευτα, χωρίς παράγοντες και αλισβερίσια.
ΑΠΧ
Δημοσιεύθηκε στην ΔΙΑΔΡΟΜΗ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ, φ.246, Μάρτιος 2024
ΠΗΓΗ: anarchypress.wordpress.com